Τρίτη 23 Φεβρουαρίου 2016

Πες ό,τι θέλεις, όχι ό,τι να 'ναι!



Οι νόμοι που ψηφίστηκαν τον τελευταίο χρόνο σχετικά με τα Μέσα Ενημέρωσης ήταν αναγκαίοι για να καλύψουν το κενό που υπήρχε τότε που άρχισε η λειτουργία των ιδιωτικών σταθμών ραδιοφώνου και τηλεόρασης, αλλά όχι ικανοί για να καλύψουν τα κενά που υπάρχουν σήμερα. Πολύ δε περισσότερο, αυτά που προκύπτουν συνεχώς, καθώς η τεχνολογική εξέλιξη κινείται πολύ πιο γρήγορα από τη διαδικασία λήψης αποφάσεων των νομοθετών.
του Νίκου Σερβετά
Προϋπόθεση για να μπορεί ο καθένας να λέει «ό,τι θέλει» και με αυτό τον τρόπο να συμμετέχει και να ενισχύει τη δημοκρατία, είναι η υποχρέωση του να μην επιτρέπει, πρώτα απ’ όλα στον εαυτό του, να λέγεται «ό,τι να ’ναι». Αλλά, η υποκειμενικότητα της αλήθειας, καθιστά τα όρια μεταξύ αυτών των δύο αντιλήψεων τελείως ελαστικά. Υπάρχουν, όμως, και αντικειμενικά όρια, τα οποία όταν δεν γίνονται σεβαστά -κυρίως λόγω των όρων που επιβάλλει το πολιτικό μάρκετινγκ ως τμήμα του ελέγχου της αγοράς- θα πρέπει να θεσμοθετούνται, ώστε να μην δίδεται η δυνατότητα σε διαχειριστές να χρησιμοποιούν τους θεσμούς ως άλλοθι επιβολής των αντιλήψεων και των συμφερόντων τους.
Οι νόμοι που ψηφίστηκαν τον τελευταίο χρόνο σχετικά με τα Μέσα Ενημέρωσης ήταν αναγκαίοι για να καλύψουν το κενό που υπήρχε τότε που άρχισε η λειτουργία των ιδιωτικών σταθμών ραδιοφώνου και τηλεόρασης, αλλά όχι ικανοί για να καλύψουν τα κενά που υπάρχουν σήμερα. Πολύ δε περισσότερο, αυτά που προκύπτουν συνεχώς, καθώς η τεχνολογική εξέλιξη κινείται πολύ πιο γρήγορα από τη διαδικασία λήψης αποφάσεων των νομοθετών.
Σε κάθε περίπτωση, καθώς η «αγορά» χρησιμοποιεί την είδηση όχι ως κοινωνικό αγαθό, αλλά ως προϊόν προς κατανάλωση –για παράδειγμα, η εικόνα ενός δολοφονημένου που αφορά τελικά μόνο τους φίλους και τους συγγενείς του θύματος, γίνεται πολύ πιο σημαντική από το πρόγραμμα του ΟΑΕΔ για άνεργους άνω των 50 ετών, που μπορεί να αφορά και μισό εκατομμύριο πολίτες- ο νομοθέτης οφείλει, αν δεν μπορεί να βάλει κανόνες στο πλαίσιο λειτουργίας των Μέσων Ενημέρωσης, τουλάχιστον να αποτρέψει τον αποπροσανατολισμό των πολιτών.
Απαιτείται, λοιπόν, οι κανόνες που θα θεσπιστούν να διέπονται από συγκεκριμένη αντίληψη, με την οποία θα διασφαλίζεται η βιωσιμότητα των μέσων ενημέρωσης, ώστε οι εκδότες να μην οδηγούνται να γίνονται ούτε «εκβιαστές», ούτε να εξυπηρετούν άλλα από τα συμφέροντα του κοινού· και αυτά βασίζονται στην πλήρη και έγκυρη ενημέρωση. Αυτός είναι ο απαραίτητος όρος, ώστε να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη των πολιτών απέναντι στα μέσα ενημέρωσης και αυτή η εμπιστοσύνη να γίνει η βάση για τη δημιουργία δημοκρατικού κράτους δικαίου.
Τι θα πρέπει να περιλαμβάνουν αυτοί οι κανόνες:
• Press Ombudsman
Η ενημέρωση δεν έρχεται μόνο από τους ραδιοφωνικούς και τηλεοπτικούς σταθμούς. Ο τύπος, εφημερίδες και περιοδικά, παρά την κρίση που περνάει, με βασικούς υπεύθυνους τους ίδιους τους εκδότες, οι οποίοι στη λογική του κέρδους απαξίωσαν το προϊόν τους, αποτελούν τη βάση πάνω στην οποία οικοδομούνται όλα τα άλλα μέσα ενημέρωσης. Η θέσπιση ενός φορέα, όπως του Press Ombudsman –που κακώς μεταφράστηκε στα ελληνικά ως «Συνήγορος του...»- ο οποίος θα μπορεί να κινείται και αυτεπαγγέλτως, αλλά και μετά από καταγγελίες πολιτών και καθήκον του θα είναι η εφαρμογή του νόμου και η διαμεσολάβηση όταν θίγεται ο αναγνώστης/τηλεθεατής/ακροατής, καθίσταται απολύτως απαραίτητη. Ο αργός ρυθμός λειτουργίας της δικαιοσύνης, που για να επέμβει χρειάζεται καταγγελία, και ο περιορισμός των αρμοδιοτήτων του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης (ΕΣΡ) μόνο στους ραδιοφωνικούς και τηλεοπτικούς σταθμούς, αφήνουν τον αναγνώστη ανυπεράσπιστο στη λαίλαπα των «πρωτοσέλιδων» και των «αποκαλύψεων». Είναι περιττό να ανατρέξουμε σε ψευδή δημοσιεύματα, που αποτέλεσαν αφορμή ακόμα και για να υποβληθούν ερωτήσεις στη βουλή και όταν η αλήθεια έλαμψε, δεν μπόρεσε να διαλύσει τη σκιά που έχει δημιουργηθεί. Αυτό που δεν είναι περιττό, είναι να επαναλαμβάνεται συνεχώς η ανάγκη λήψης μέτρων για την προστασία της δεοντολογίας, η οποία δεν τηρείται από ορισμένους που λένε ότι είναι λειτουργοί της και αυτό τελικά αποβαίνει εις βάρος των πολιτών, οι οποίοι, ανυπεράσπιστοι, καλούνται να επιλέγουν ένα μεταξύ των πολλών ψευτοδιλημμάτων.
• Μέτρηση ακροαματικότητας
Όσο «καπέλο» κι αν βάζουν οι εκδότες στον αριθμό πώλησης των εντύπων τους, η αγορά δείχνει τα όρια στα οποία κινούνται οι πωλήσεις και οι διαφημιστικές εταιρείες μπορούν να κατευθύνουν το προϊόν τους προς συγκεκριμένο κοινό. Αυτό δεν συμβαίνει, όμως, με τη μέτρηση της τηλεθέασης και της ακροαματικότητας των σταθμών. Οι αριθμοί που δίνουν οι εταιρείες, κατευθύνουν μεν τη διαφημιστική δαπάνη, αλλά κανέναν δεν έχουν πείσει ότι είναι αντικειμενικές. Για παράδειγμα, πώς μπορεί να καταγράψει κάποια εταιρεία τις προτιμήσεις του «νεανικού κοινού», όταν οι μετρήσεις γίνονται τηλεφωνικά, σε σταθερό τηλέφωνο, πρωινές ώρες, όταν δηλαδή αυτό το περίφημο κοινό είναι στο σχολείο!
Ο απόλυτος έλεγχος των μεθόδων λειτουργίας αυτών των εταιρειών, αν μη τι άλλο, εγγυάται στους διαφημιζόμενους την πιο σωστή επένδυση των χρημάτων τους. Τώρα, αν η δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων αυτών των μετρήσεων, κατευθύνει ακόμα και τους διευθυντές ειδήσεων των σταθμών ως προς τις ειδήσεις που «πουλάνε» και, ουσιαστικά, τους αντικαθιστά με τους διευθυντές των διαφημιστικών εταιρειών, αυτό είναι ένα ζήτημα που θα πρέπει να απασχολεί πρώτα και κύρια τις δημοσιογραφικές ενώσεις και στη συνέχεια τον Press Ombudsman.
• Έλεγχος περιεχομένου διαφήμισης
Η διαφήμιση και οι πωλήσεις θα πρέπει να είναι τα μόνα έσοδα των εκδοτών, κάθε άλλο έσοδο θα πρέπει να καθίσταται «ύποπτο». Αυτό, όμως, δεν απαλλάσσει τους εκδότες από την ευθύνη τους αναφορικά με το προϊόν που διαφημίζουν και τον τρόπο που το κάνουν. Τα περίφημα advertorial (από το advertising= διαφήμιση και το editorial= κείμενο σύνταξης), δηλαδή πληρωμένα άρθρα που ο αναγνώστης δεν μπορεί να ξεχωρίσει ότι πρόκειται για έμμεση διαφημιστική καταχώρηση, ήταν πάντα το όνειδος του τύπου. Αποτελούν, ωστόσο, μία από τις βασικές πηγές εισοδήματος ορισμένων εκδοτών, η δημοσίευσή τους δεν μπορεί να ελεγχθεί και εναπόκειται στη συνείδηση του καθένα και στην εγκυρότητα που θέλει να δώσει στο μέσον που έχει.
Οι διαφημιστικές καταχωρήσεις, όμως, είναι πλήρως ελέγξιμες και είναι χρέος της πολιτείας να προστατεύσει το κοινό από προϊόντα και υπηρεσίες που διαφημίζονται και τελικά βλάπτουν την κοινωνία. Όπως απαγορεύεται η διαφήμιση φαρμάκων, καθώς η χρήση τους γίνεται υπό προϋποθέσεις, τσιγάρων και ποτών, διότι αποδεδειγμένα βλάπτουν την υγεία, παρότι η κατανάλωσή τους συνεισφέρει στο δημόσιο ταμείο μέσω των φόρων, έτσι θα πρέπει να ελέγχεται η διαφήμιση, όπως, για παράδειγμα, επικίνδυνων «τραπεζικών προϊόντων» ή ανυπόστατων ασφαλιστικών εταιρειών. Ο πολίτης, ο καταναλωτής είναι αδύνατον να διαπιστώσει, μόνος του, κατά πόσον ένα προϊόν και ειδικά μία υπηρεσία είναι κατάλληλη γι’ αυτόν και χρειάζεται την προστασία, κατ’ αρχάς της πολιτείας και κατά δεύτερον του εκδότη, που θα πρέπει να βλέπει τη διαφήμιση ως «ύλη» και όχι ως «ξένη καταχώρηση» –«ξένη» ως προς τι, αυτός δεν την τυπώνει;
• Ενημερωτικές ιστοσελίδες
Κανείς ας μη διανοείται ότι μπορεί να ελέγξει το περιεχόμενο των ιστοσελίδων που αυτοχαρακτηρίζονται ως ειδησεογραφικές. Ακόμα κι αν η τεχνολογία δίνει, σήμερα πια, αυτή τη δυνατότητα, κάτι τέτοιο θα ήταν μάταιο λόγω της φύσης του μέσου. Αυτό, όμως, που εύκολα μπορεί να γίνει είναι να ανακοινώσει η πολιτεία τις προϋποθέσεις βάσει των οποίων η ίδια θα χαρακτηρίζει ως ειδησεογραφική (ανεξαρτήτως ειδησεογραφικού περιεχομένου π.χ. επιστήμη, μόδα, θέατρο) μία ιστοσελίδα. Τέτοιες προϋποθέσεις θα πρέπει να είναι η δημοσίευση πρωτογενούς υλικού, η απασχόληση επαγγελματιών με πλήρη ασφαλιστική κάλυψη, η απαγόρευση αναδημοσίευσης χωρίς σαφή αναφορά της πηγής. Σε αυτές και μόνο σ’ αυτές θα χορηγείται κρατική ή άλλη δημόσια διαφήμιση. Είναι ο μόνος τρόπος για να μειωθεί, έστω και λίγο, η πλήρης ασυδοσία «των εκδοτών-εκβιαστών του πληκτρολογίου»!
Αν η κυβέρνηση λάβει υπόψη της τα στοιχεία αυτά, ως στοιχειώδεις όρους λειτουργίας μέσων ενημέρωσης σε δημοκρατική χώρα, αλλά και βάση συζήτησης για περαιτέρω ανάπτυξη, ώστε να γίνουν τα ΜΜΕ και οι λειτουργοί τους όπλα στα χέρια των πολιτών και της δημοκρατίας, κάθε συζήτηση για τον αριθμό των τηλεοπτικών αδειών και σε σημαντικό βαθμό τις συνθήκες εργασίας των δημοσιογράφων, θα περίττευε!
ΕΠΟΧΉ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου