Σάββατο 12 Σεπτεμβρίου 2020

Τα παιδιά της Αφγανιστανούπολης



του Νίκου Παπαδογιάννη
Ναι, σωστά διαβάσατε στον τίτλο, δεν είναι τυπογραφικό λάθος: «Αφγανιστανούπολις». Ποια; Μα, η Αθήνα. Πότε; Τώρα. Σταθείτε, λάθος. Δεν είναι σημερινή η επικεφαλίδα ούτε βγήκε από κάποιον χρυσαυγίτικο ιστότοπο. Προέρχεται από τα βάθη του χρόνου και οσονούπω συμπληρώνει έναν αιώνα ζωής. Να τον γιορτάσουμε και αυτόν, μόλις κρύψουμε στη ντουλάπα τις φουστανέλες της Επανάστασης του ’21.
Ο εκπάγλου προοδευτικότητας τίτλος δημοσιεύτηκε στην αλήστου μνήμης «Βραδυνή», τον Δεκέμβριο του 1923, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την αθρόα έλευση προσφύγων. Τι προσφύγων; Ελλήνων προσφύγων. Από πού; Από τη κατακα(η)μένη Μικρά Ασία, την οποία προφανώς οι φιλελέδες της εποχής θεωρούσαν επαρχία του Αφγανιστάν.
Ήταν η μεθεπόμενη μέρα της μικρασιατικής καταστροφής  και η Αθήνα είχε γεμίσει με κατατρεγμένους συμπατριώτες μας, πάμπτωχους, ξυπόλητους, απόκληρους, απελπισμένους, βγαλμένους από τα βαπόρια της σωτηρίας. Ο βολεμένος Ελληνάκος, που όλα αυτά τα παρακολουθούσε εξ αποστάσεως από τον καναπέ του, τους βάφτισε «τουρκόσπορους».
Ξέρω, ξέρω. Τα ξέρετε. Αμ, δεν τα ξέρετε όσο θα έπρεπε να τα ξέρετε.
«Εφθάσαμεν ούτω να γίνομεν πόλις του Αφγανιστάν, ενώ δεν υπήρχε κανείς λόγος και ενώ μια τοιαύτη κατάστασις δεν είναι αρεστή», διαβάζω στο δημοσίευμα που αλίευσα από τον λογαριασμό του @safeleki στο Τwitter.
Πόλις του Αφγανιστάν. Δεν υπήρχε κανένας λόγος. Τοιαύτη κατάστασις δεν ήταν αρεστή. Αλίμονο…
Ένα μήνα νωρίτερα, στις 9 Νοεμβρίου 1923, οι μοναρχικοί της εποχής οργάνωσαν διαπρύσια διαδήλωση στους Στύλους του Ολυμπίου Διός. «Φωτιά στους τουρκόσπορους πρόσφυγες», ήταν το κυρίαρχο σύνθημα. Φωτιά και θάλασσα, ει δυνατόν. Διότι αλλοίωναν τον εθνικό μπολιτιζμό μας.
Τους αποκαλούσαν επίσης «γιαουρτοβαφτισμένους», επειδή το διαιτολόγιό τους περιλάμβανε πολύ γιαούρτι, πάει να πει καλομαθημένους. Και «αούτηδες», «παλιοαούτηδες». Και «ογλούδες», «σκατοογλούδες». Και τις γυναίκες, «παστρικές».
Ναι, η βρωμιάρα Ελλάδα της δεκαετίας του 1920 χρησιμοποιούσε την έννοια «καθαρή γυναίκα» ως προσβολή, υπονοώντας ότι μόνο οι πουτάνες πλένονται τακτικά, για να υποδέχονται τον επόμενο πελάτη. Εμείς δεν ήμασταν με την καθαριότητα. Ήμασταν με τη μπόχα.
Ογλούδες. Παλιοογλούδες. Μη κοιτάς αλλού, και εσύ ογλούς είσαι. Όπως και εγώ. Η γιαγιά μου λεγόταν Μουράτογλου, όπως ο νυν προπονητής του Στέφανου Τσιτσιπά. Και οι θείοι μου Πιπέρογλου.
 Έλληνες. Ελληνότατοι. Πιο Έλληνες από εσένα, που απαιτείς να πνιγούν στη θάλασσα οι Ογλού και οι Αλή του 2020.
«Προσφυγική ρυπαρά αγέλη», αποκαλούσε ο θρύλος της δημοσιογραφίας Γεώργιος Βλάχος τους αούτηδες και τις παστρικές, μέσα από την «Καθημερινή». Αυτό συνέβη αργότερα, το 1928. Δεν κόπασε η ένθεη οργή του με τα χρόνια, κάθε άλλο. Οι ογλούδες απειλούσαν να νοθεύσουν το γαλαζωπό αίμα των αστών της μεσοπολεμικής Αθήνας. Ο πόλεμος και η καταστροφή δεν δίδαξαν τίποτε στο ελληναριό των καιρών.
«Συμπονούμεν και συμπαθούμεν τους πρόσφυγας ως ανθρώπους και αδελφούς δυστυχήσαντας και παθόντας, αλλά δεν τους θέλομεν ούτε ως ψηφοφόρους, ούτε ως εκλογείς, ούτε ως εκλεξίμους, ούτε ως πολίτας δικαιουμένους να κυβερνήσουν την Ελλάδα», ξεσπάθωνε ο Βλάχος, πιθανόν απόγονος βλάχων ο ίδιος. Πορφυρογέννητος σε τζάκι, αλλά όχι αρκετά αδελφός με τους γιαουρτοβαφτισμένους.
Στον ίδιο ανήκει το θρυλικό άρθρο «Οίκαδε», με ημερομηνία 14 Αυγούστου 1922, μία μέρα μετά την έναρξη της επίθεσης του Κεμάλ Ατατούρκ, που σήμανε την αρχή του τέλους του μικρασιατικού ελληνισμού. Ο εκδότης της «Καθημερινής» καλούσε ευθαρσώς μέσα από τη φυλλάδα του την ελληνική κυβέρνηση και το στρατό να εγκαταλείψουν στην τύχη τους τους Έλληνες της Ιωνίας και του Πόντου. Τους προτιμούσε νεκρούς,  παρά πρόσφυγες στον τόπο τους.
Μισό λεπτό, έχει κι άλλο. Η περίφημη εφημερίδα «Σκριπ», που ξεκίνησε ως «Ποντίκι» της εποχής στα τέλη του 19ου αιώνα αλλά γρήγορα εξελίχθηκε σε φιλοβασιλική και αντιβενιζελική ντουντούκα, δήλωνε «θλιμμένο» για την κατάσταση και έστελνε κάθε κατεργάρη στον πάγκο του: «Τα συμφέροντα των προσφύγων, κατά μοιραίαν τραγικήν δυσμένειαν, είναι ως γνωστόν τελείως αντίθετα προς τα συμφέροντα των γηγενών».
Τουλάχιστον αυτοί είχαν την εντιμότητα να μιλήσουν για συμφέροντα. Σημειωτέον ότι η συγκεκριμένη εφημερίδα ανήκε στον Λέσβιο βουλευτή και πολιτικό Γρηγόριο Ευστρατιάδη. Οι φλόγες της Μικρασίας θα φαίνονταν καθαρά από το νησί του.
Και όταν πια άρχισαν να φυσούν στην Ευρώπη οι άνεμοι του φασισμού και του ναζισμού, ήρθε ένας Έλληνας, από τους γηγενείς εννοείται, να δώσει τη χαριστική βολή σε όσους βαυκαλίζονται ότι εδώ χτυπούσαμε το ντέφι αλλιώς. «Να υποχρεωθούν οι πρόσφυγες να φοράνε ένα κίτρινο περιβραχιόνιο για να ξεχωρίζουν από τους Έλληνες», πρότεινε το 1933 ο φανατικός μοναρχικός Νίκος Κρανιωτάκης, εκδότης της εφημερίδας «Πρωινός Τύπος». Στον ήδη καγκελάριο Χίτλερ άρεσε πολύ η ιδέα.
Το φθινόπωρο του 1922, κατέφτασαν στη σημερινή Ελλάδα περίπου 900.000 πρόσφυγες, ενώ 200.000 άλλοι παρέμειναν προσωρινά στην απέναντι ακτή του Αιγαίου. Όσοι  κατόρθωσαν να διασχίσουν το αρχιπέλαγος του φόβου ήρθαν σε μία χώρα φτωχή, πολύ πιο φτωχή από τη σημερινή Ελλάδα, που τους ήθελε μήτε να τους βλέπει, πόσο μάλλον να τους μυρίζει, παστρικούς και ρυπαρούς.
Στα πέριξ της Αθήνας, της Θεσσαλονίκη και άλλων πόλεων στήθηκαν αχανή στρατόπεδα με αντίσκηνα και άθλιο δίκτυο ύδρευσης και αποχέτευσης. Το λιγοστό ψωμί μοιράζονταν σε συσσίτια. Ασθένειες όπως ο τύφος και η ευλογιά θέριζαν. Ο τόπος γέμισε με Μόριες, όπου ωστόσο μιλούσαν ελληνικά. Παστριά ελληνικά.
Για να αποσοβηθεί ο κίνδυνος επιδημιών, αμερικανικές φιλανθρωπικές οργανώσεις δημιούργησαν υγειονομικό σταθμό καραντίνας στη Μακρόνησο, όπου γινόταν έλεγχος σε όσους επέβαιναν στα πλοία που μετέφεραν τους πρόσφυγες. Άλλες οργανώσεις μοίραζαν φάρμακα και παρείχαν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη στους πρόσφυγες.
Για καλή τους τύχη, δεν είχαν εφημερίδες να διαβάσουν. Με κάποιον τρόπο, επιβίωσαν. Πρόκοψαν, έφτιαξαν οικογένειες, γέννησαν παιδιά και έσπειραν τα τομάρια που σήμερα απαιτούν απέλαση ή και εξόντωση των απόκληρων της Μόριας.
koutipandoras

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου