Δευτέρα 13 Ιουνίου 2016

Οι Σκληροί Χορεύουν «Τσάμικο»;



του Μπάμπη Ιμβρίδη*
«Κλειστό» ζήτημα για την ελληνική πλευρά και «ανοιχτό» για την αλβανική. Ένα πρόσφατο παρελθόν κρυμμένο στα αζήτητα που όταν έρχεται στην επιφάνεια, έρχεται πάντοτε προπαγανδιστικά και από τις δύο πλευρές και επιμελώς εξωραϊσμένο. Μόνο όταν οι κοινωνίες μας μάθουν το τι και πως, όταν αναζητήσουν ιστορικές αλήθειες, θα είναι έτοιμες για κάθε συνδιαλλαγή…
Το 1913, όταν η Ήπειρος ενώθηκε με την Ελλάδα, οι αλβανόφωνοι κάτοικοί της ανέρχονταν στους 40.000. Πολλοί απ’ αυτούς αναγκάσθηκαν να εγκαταλείψουν την περιοχή και να μεταβούν στην Τουρκία και στην Αίγυπτο λόγω πιέσεων των ελληνικών αρχών. Πριν το 1928 ο μουσουλμανικός πληθυσμός της Ηπείρου ανέρχονταν στους 20.160 κατοίκους, σε 63 διαφορετικά χωριά και πόλεις. Ενώ το 1928, ο πληθυσμός των μουσουλμάνων Τσάμηδων έφτανε τους 19.244 από την πρώτη απογραφή πληθυσμού και οι 17.008 δήλωναν ως μητρική τους γλώσσα την αλβανική.
Την εποχή βέβαια της απογραφής αυτής, η Ελλάδα έβγαινε από πολεμικές περιπέτειες, και η ατμόσφαιρα δεν ευνοούσε την απρόσκοπτη καταγραφή της όποιας διαφορετικότητάς γλώσσας και θρησκείας. Σε έκθεση του 1928 ο Φεΐζι Λεπετσίνα, Αλβανός κάτοικος Ιωαννίνων, γράφει για τις συνθήκες διαβίωσης και τα προβλήματα των Τσάμηδων και προσδιόριζε τον τότε πληθυσμό τους στους 23–24.000. Το 1936, όταν οι επαρχίες Θυάμιδος, Παραμυθιάς και Μαργαριτίου αποτελούν τον νεοσύστατο νομό Θεσπρωτίας, σύμφωνα με ελληνικές εκτιμήσεις, ο πληθυσμός των μουσουλμάνων Τσάμηδων φτάνει τους 17.311. 
Οι πίνακες που καταρτίστηκαν από την προξενική αρχή της Αλβανίας στα Ιωάννινα ανεβάζουν τους Αλβανούς κατοίκους της Θεσπρωτίας στους 23.084. Αλλά και στην επόμενη απογραφή (Οκτώβριος 1940) ο αριθμός των Τσάμηδων εμφανίζεται το ίδιο συρρικνωμένος στα 16.890 άτομα. Η πιο αξιόπιστη εκτίμηση συνηγορεί στον πληθυσμό των 24-25.000 σύμφωνα και με στοιχεία που συνέλεξαν και οι Βρετανοί την περίοδο εκείνη.
Μια ακόμα απογραφή (Απρίλιος 1951) παραθέτει πως 22.736 Έλληνες σε ολόκληρη την επικράτεια δηλώνουν ως μητρική τους γλώσσα την αλβανική, απ’ αυτούς μόνο οι 7.357 στην περιοχή της Ηπείρου, ενώ μόλις οι 127 δηλώνουν μουσουλμάνοι και μπορούν να ταυτιστούν με τους Τσάμηδες. Η τεράστια αυτή διαφορά μεταξύ των δύο απογραφών οφείλεται στην μαζική έξοδο από την χώρα μετά την αποχώρηση των Γερμανών το 1944. Οι Τσάμηδες αρχικά εγκαταστάθηκαν στις συνοριακές περιοχές της νότιας Αλβανίας, ενώ αργότερα προωθήθηκαν και στην ενδοχώρα. Σήμερα κατοικούν κυρίως στις περιοχές των Άγιων Σαράντα, Δελβίνου, Αυλώνας, Μπερατίου και Τιράνων.
Τα Άγνωστα Στοιχεία του Μεσοπολέμου
Για την προέλευση της ονομασίας «Τσάμηδες» διατυπώθηκαν κατά καιρούς διαφορετικές απόψεις. Ορισμένοι ερευνητές υποστηρίζουν ότι αυτή προέρχεται από το όνομα του Ίσαμ από το Λεσκοβίκη, του πρώτου Ηπειρώτη που αλλαξοπίστησε, άλλοι από τον αρχαίο ηπειρωτοϊλλυρικό λαό «Σάμεις», ενώ ο πιο πιθανή εκδοχή φαίνεται να είναι αυτή από το όνομα του ποταμού Θύαμη, σημερινό Καλαμά.
Με τη δημιουργία των βαλκανικών κρατών στα εδάφη της καταρρεόυσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν αναπόφευκτο σημαντικές εθνικές, θρησκευτικές και γλωσσικές πληθυσμιακές ομάδες να χωριστούν από τα νεοσύστατα σύνορα. Η ανταλλαγή πληθυσμών κρίθηκε ως αναπόφευκτη λύση. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα, η Συνθήκη της Λοζάννης του 1923 μεταξύ Ελλάδος - Τουρκίας, για την ανταλλαγή των χριστιανών κατοίκων Τουρκίας με τους μουσουλμάνους κατοίκους Ελλάδας. Εκεί ο Έλληνας εκπρόσωπος Δημήτριος Κακλαμάνος δήλωσε πως της ανταλλαγής εξαιρούνται οι Τσάμηδες ως μουσουλμάνοι αλβανικής καταγωγής.
Όμως ο εθνικός προσδιορισμός και η πιστοποίηση της καταγωγής των Τσάμηδων –στοιχεία που θα χρησιμοποιούσαν οι ελληνικές αρχές για την εξαίρεση της ανταλλαγής– θα αποδεικνυόταν έργο οδυνηρό. Θορυβημένη η αλβανική πλευρά προσπάθησε να προσεγγίσει και να ενημερώσει τις μεγάλες δυνάμεις –Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία– πως δεν ήταν δυνατόν οι ελληνικές αρχές να ζητούν έγγραφα και πιστοποιητικά καταγωγής που οι Τσάμηδες αδυνατούσαν να προσκομίσουν, με άμεσο κίνδυνο την εκδίωξή τους στην Τουρκία. Μάλιστα ο αρχηγός της τότε αλβανικής κυβέρνησης Αχμέτ Ζώγου –μετέπειτα πρόεδρος και βασιλιάς Ζογκ– δήλωνε πως αν η Ελλάδα δεν συμμορφωνόταν με τις δεσμεύσεις της, η Αλβανία θα προέβαινε στην ανταλλαγή του αλβανικού πληθυσμού της Ηπείρου με τους Έλληνες της Αλβανίας.
Τελικά η αλβανική κυβέρνηση φέρνει το θέμα στη σύνοδο του συμβουλίου της Κοινωνίας των Εθνών το 1923, θέτοντας ταυτόχρονα τόσο το ζήτημα της εξαίρεσης από την ανταλλαγή, όσο και αυτό των αποζημιώσεων των απαλλοτριωθέντων κτημάτων (από την κυβέρνηση Πλαστήρα, το Φεβρουάριο του 1923, που τα παραχώρησε στους πρόσφυγες που έφταναν από τη Μικρά Ασία) των μη ανταλλάξιμων μουσουλμάνων. Το συμβούλιο αποφάσισε τη σύσταση μικτής επιτροπής που αποφάσισε να αναβληθεί οποιαδήποτε διαδικασία αναχώρησης έως ότου κάποιες αντιπροσωπείες επισκεφθούν τις περιοχές και διερευνήσουν το θέμα στη βάση του.
Τα συμπεράσματα κατέληγαν πως ο τόπος καταγωγής θα έπρεπε να αποτελεί βασικό κριτήριο για την εξαίρεση της ανταλλαγής και να ακολουθούν η γλώσσα, η εθνική συνείδηση και δευτερευόντως τα ήθη και έθιμα. Η αλβανική πλευρά αμφισβήτησε την εγκυρότητα της μεθοδολογίας, υποστηρίζοντας πως βασικό κριτήριο έπρεπε να αποτελεί η γλώσσα και όχι ο τόπος καταγωγής μιας και οι Τσάμηδες ήταν αυτόχθονες και από την άλλη οι ίδιοι δεν μπορούσαν να εκφράσουν ελεύθερα την επιθυμία τους για εξαίρεση λόγω των έντονων πιέσεων των ελληνικών αρχών να τους εξαναγκάσουν σε φυγή. Γεγονός ήταν πως η ελληνική πλευρά, σκεπτόμενη πως η Αλβανία ίσως χρησιμοποιούσε τους Τσάμηδες ως μοχλό πίεσης σε διάφορα ζητήματα προσπάθησε από το 1924 να προκαλέσει με κάθε πρόσφορο τρόπο την εκούσια μετανάστευσή τους. Σε πρώτη φάση έφερε στην περιοχή μερικές χιλιάδες χριστιανούς πρόσφυγες της Μικράς Ασίας με σκοπό να ενταθεί η πίεση προς τους Τσάμηδες. Οι χριστιανοί πρόσφυγες με στήριγμα τη νομοθεσία των υποχρεωτικών απαλλοτριώσεων έλαβαν σημαντικό μέρος της γης, ιδιαίτερα στις πλούσιες περιοχές Ηγουμενίτσας και Φαναριού. Η απαλλοτρίωση περιελάμβανε καλλιεργήσιμες εκτάσεις και κατοικίες. Η καταναγκαστική αυτή συγκατοίκηση έμελλε να είναι οδυνηρή για τους Τσάμηδες.
Εν τω μεταξύ οι επιτροπές της Κοινωνίας των Εθνών που επισκέφθηκαν τις περιοχές το 1925 διαπίστωσαν πως οι πληθυσμοί δεν είχαν ιδέα περί καταγωγής, δήλωναν μουσουλμάνοι και η επιθυμία τους για μετανάστευση οφείλονταν περισσότερο στην αβεβαιότητα για το μέλλον, στο τι επιφύλασσαν οι ελληνικές αρχές για τις περιουσίες τους και στην ελπίδα πως στην Τουρκία θα είχαν καλύτερη τύχη. Κατέληξαν στη συμβιβαστική λύση της αναχώρησης για όσους το επιθυμούσαν (ποσοστό 40%) και της εξαίρεσης των υπολοίπων. Αντίθετα, η ελληνική πλευρά εκτιμούσε πως το ποσοστό θα έφτανε στο 75% αν η Τουρκία έδινε τη συγκατάθεσή της, ελπίζοντας πως γρήγορα θα ακολουθήσουν και οι υπόλοιποι. Η Τουρκία όμως ανακοίνωσε πως θα δεχόταν μόνο 5.000 μουσουλμάνους της Θεσπρωτίας. Μα και αυτός ο αριθμός σήμαινε για την Αθήνα ένα πρώτο βήμα.
Η ανατροπή της κυβέρνησης Μιχαλακοπούλου από το πραξικόπημα του στρατηγού Πάγκαλου τον Ιούνιο του 1925 έβαλε φρένο στην ελληνοτουρκική συμφωνία. Ο Πάγκαλος δήλωσε πως όλοι οι Αλβανοί της Ηπείρου θα εξαιρούνταν της ανταλλαγής. Στις ελληνοαλβανικές συμφωνίες που υπογράφηκαν τότε περιελαμβάνονταν και αποζημιώσεις των αναγκαστικών απαλλοτριώσεων, με καθεστώς μάλιστα ιδιαιτέρα ευνοϊκό. Η συνολική έκταση των κτημάτων έφτανε το ένα εκατομμύριο στρέμματα, στο όποιο έπρεπε να προστεθούν και οι αστικές περιουσίες (σπιτιών-καταστημάτων). Αυτό αποδείχθηκε δυσβάσταχτο οικονομικό βάρος για το ελληνικό κράτος με αποτέλεσμα η συγκεκριμένη συμφωνία να μην ψηφισθεί από την ελληνική βουλή.
Στο μεταξύ το καθεστώς Πάγκαλου ανατρέπεται και η επόμενη κυβέρνηση δεν φαίνεται διατεθειμένη να ανταποκριθεί σε τέτοιες οικονομικές θυσίες. Το ζήτημα των αποζημιώσεων παραμένει σε εκκρεμότητα, γεγονός που συμβάλλει στο κλίμα δυσπιστίας. Οι συνθήκες διαβίωσης των Τσάμηδων μετά την εφαρμογή των οικονομικών και διοικητικών μέτρων σε βάρος τους με την απαλλοτρίωση των κτημάτων τους είναι άθλιες. Εξαιρούμενοι και της ανταλλαγής βρίσκονται χωρίς σπίτια, κτήματα και τα στοιχειώδη προς επιβίωση. Πολλοί απ’ αυτούς είχαν μεταβεί στο λιμάνι της Ηγουμενίτσας περιμένοντας για μέρες τα πλοία που θα τους μετέφεραν στην Τουρκία, ώσπου η αναχώρησή τους ματαιώθηκε.
Η διαδικασία απόδοσης στους δικαιούχους των απαλλοτριωθέντων κτημάτων μετά την εξαίρεση τους από την ανταλλαγή κινούταν με εξαιρετικά βραδείς ρυθμούς. Όλες οι υποθέσεις βρίσκονταν σε μακρόχρονη εκκρεμότητα. Η Αλβανία έθεσε ξανά το ζήτημα στην Κοινωνία των Εθνών, που παρέπεμψε τις δύο πλευρές σε διαπραγματεύσεις.
Με την επάνοδο του Ελευθερίου Βενιζέλου στην εξουσία το 1928 φάνηκε να ανοίγει ο δρόμος προς την εξομάλυνση των σχέσεων και την υλοποίηση των συμφωνιών που υπογράφηκαν τα προηγούμενα χρόνια, η υπόθεση όμως των κτηματικών απαλλοτριώσεων απορρίφθηκε ξανά από την ελληνική βουλή. Για τα επόμενα δέκα χρόνια τα ζητήματα των περιουσιών και των συνθηκών διαβίωσης των Αλβανών Τσάμηδων θα συνεχίζουν να απασχολούν τις διμερείς σχέσεις χωρίς όμως ιδιαίτερες εξάρσεις. Το 1931 ψηφίστηκε νόμος που προέβλεπε την καταβολή αποζημιώσεων με την παραχώρηση στους δικαιούχους Τσάμηδες ανάλογου αριθμού ομολογιών και την άμεση απόδοση των κακώς απαλλοτριωθέντων αστικών ακινήτων τους.
Η κατάσταση ωστόσο παρέμενε εξαιρετικά χρονοβόρα τόσο λόγω έλλειψης των απαραίτητων στοιχείων, αλλά και της αλβανικής κυβέρνησης που δεν δεχόταν την καταβολή αποζημιώσεων σε ομολογίες στους Αλβανούς υπηκόους που είχαν εγκαταλείψει την Ελλάδα την περίοδο 1923-1926. Το 1933 η Αλβανία δέχθηκε επιτέλους τις ομολογίες και με νέο νόμο ξεκίνησε η διαδικασία. Έως τα μέσα του 1935 ένας αριθμός Αλβανών υπηκόων δικαιούχων είχε ικανοποιηθεί. Όμως οι κατοπινές ελληνικές κυβερνήσεις ανέτρεψαν πολλές από τις θετικές ρυθμίσεις εκείνης της περιόδου τόσο για τους Αλβανούς υπηκόους όσο και για τους Έλληνες υπηκόους αλβανικής καταγωγής με αποτέλεσμα πολλές περιπτώσεις να παραμένουν άλυτες ως το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Με την μοναρχία Κονδύλη την άνοιξη του 1935, οι δημοκρατικοί θεσμοί έδωσαν την θέση τους σε αυταρχικές επιλογές. Ο νέος γενικός Διοικητής Ηπείρου Παναγιωτάκος, ξεκίνησε μέτρα πίεσης και εκφοβισμού των Τσάμηδων με πρωταγωνιστικό ρόλο της Χωροφυλακής και των τοπικών αρχών. Οι αυθαιρεσίες ήταν τόσο προκλητικές που ακόμα και οι ελληνικές εφημερίδες διαμαρτυρήθηκαν με δημοσιεύματα… Το αποκορύφωμα ήρθε με την εγκαθίδρυση του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου και την επιβολή μιας απροκάλυπτα κατασταλτικής πολιτικής στην Ήπειρο. Οι Τσάμηδες – όπως και οι κομμουνιστές – άρχισαν να αντιμετωπίζονται ως «εσωτερικός εχθρός».
Οι μέθοδοι της χωροφυλακής περιελάμβαναν αυθαίρετες συλλήψεις, έρευνες σε σπίτια, ξυλοδαρμούς, βιαιοπραγίες, εκτοπίσεις, απαγόρευση της αλβανικής γλώσσας σε δημόσιους χώρους, απαγόρευση κυκλοφορίας αλβανικών εντύπων. Το Υπουργείο Εξωτερικών με οδηγίες στη Γενική Διοίκηση Ηπείρου πρότεινε τη λήψη μέτρων προς διευκόλυνση όσων μουσουλμάνων Τσάμηδων ήθελαν να μεταναστεύσουν στην Τουρκία, με έκδοση διαβατηρίων και χορήγηση δανείων από την Αγροτική Τράπεζα σε χριστιανούς της Ηπείρου ώστε να είναι σε θέση να εξαγοράσουν τα κτήματά τους. Η σθεναρή άρνηση της Τουρκίας να δεχθεί Τσάμηδες και οι αλβανικές απειλές για εγκατάστασή τους σε περιοχές Ελλήνων της Βόρειας Ηπείρου, έβαλαν σε σκέψεις τους υπεύθυνους του μεταξικού καθεστώτος και οδήγησαν σε μεταστροφή της πολιτικής τους.
Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος: Η Εκδίκηση των Τσάμηδων 
Το 1939 με την κατάληψη της Αλβανίας από τους Ιταλούς, αναβαθμίστηκαν από την πρώτη στιγμή και τα ζητήματα που αφορούσαν αλβανικές μειονότητες στις γειτονικές χώρες. Η Ιταλία φρόντισε να ενθαρρύνει τον αλβανικό αλυτρωτισμό από νωρίς, ώστε να τον χρησιμοποιήσει ως αποσταθεροποιητικό παράγοντα σε ολόκληρη τη Βαλκανική. Τόσο ο Ιταλός Υπουργός Εξωτερικών Τσιάνο, όσο κα ο ίδιος ο Μουσολίνι κατά τη διάρκεια της προσφοράς του αλβανικού στέμματος στον Ιταλό βασιλιά Βιτόριο Εμανουέλε Γ΄, έδωσαν υποσχέσεις για το μέλλον της Μεγάλης Αλβανίας. Οι επαφές των Τσάμηδων, ιδιαίτερα ισχυρών οικογενειών της περιοχής, όπως των αδελφών Μαζάρ και Νουρή Ντίνο με φασίστες Ιταλούς άρχισαν να πυκνώνουν και να μεταφέρουν εθνικιστικές και φασιστικές απόψεις στα μειονοτικά χωριά. Η ελληνική πλευρά πήρε άμεσα μέτρα με την πύκνωση των δυνάμεων του στρατού και της χωροφυλακής, ιδιαίτερα στις «θερμές» ζώνες και την απομάκρυνση των ανδρών Τσάμηδων μέσω επιστράτευσης. Αντιδράσεις υπήρξαν μέσω λιποταξιών και μη παρουσίασης τους σε μονάδες επιστράτευσης και γραφεία κατάταξης. Πολλοί λιποτάκτες και ανυπότακτοι περνούσαν τα σύνορα, όπου τους περίμεναν οι ιταλικές στρατιωτικές αρχές που με υποσχέσεις αποζημιώσεων συγκροτούσαν τάγματα εθελοντών.
Η σύμπραξη των Τσάμηδων με τις ιταλικές δυνάμεις κατά τη διάρκεια της ιταλικής επίθεσης στην Ελλάδα συνοδεύτηκε από ενθουσιασμό και πανηγυρισμούς στους τσάμικους πληθυσμούς της Θεσπρωτίας. Τα σώματα ατάκτων εθελοντών Τσάμηδων που πλαισίωναν τους Ιταλούς, λεηλατούν και πυρπολούν αρκετά χωριά και πόλεις, ενώ καταγράφονται και δολοφονίες προσώπων στο πλαίσιο αντεκδίκησης και κτηματικών διαφορών που είχαν ανακύψει στο παρελθόν. Πολλοί πρόσφυγες και φυγάδες από την περιοχή επέστρεψαν στα σπίτια τους διεκδικώντας ό, τι είχαν χάσει. Το διάστημα της ιταλικής παρουσίας όμως υπήρξε σύντομο: στα μέσα Νοεμβρίου του 1940 με την ελληνική αντεπίθεση οι Ιταλοί υποχωρούν και μαζί με αυτούς και οι Τσάμηδες εθελοντές. Η επιστροφή των ελληνικών αρχών και των χριστιανών κατοίκων συνοδεύτηκε με πράξεις αντεκδίκησης, εκτελέσεις και εκτοπίσεις μερικών εκατοντάδων αντρών στη Χίο, Μυτιλήνη και Κρήτη. Αυτά έως τη γερμανική επίθεση του 1941 που σήμαινε την οπισθοχώρηση του ελληνικού στρατού από την Αλβανία και την Ήπειρο και την εγκαθίδρυση των Ιταλών στην περιοχή.
Οι Τσάμηδες απέκτησαν πλέον ελευθερία κινήσεων και καθεστώς ατιμωρησίας με αποτέλεσμα την τρομοκράτηση των Ελλήνων Ηπειρωτών. Οι κεντρικές ελληνικές αρχές στην προσπάθειά τους να ισορροπήσουν τις σχέσεις των δύο κοινοτήτων επανέφεραν το θέμα των αποζημιώσεων, ενώ σε συνεργασία με τους Ιταλούς ιθύνοντες της περιοχής συμφώνησαν ένα μέρος της παραγωγής των αμφισβητούμενων κτημάτων να δίνεται στους παλιούς ιδιοκτήτες. Η προσπάθεια απέβη άκαρπη μιας και διακόπηκε από τις ιταλικές αρχές, ενώ η δολοφονία τοπικού ηγέτη των Τσάμηδων και η απαγωγή και δολοφονία από Τσάμηδες οκτώ ατόμων της κοινότητας Σπαθαραίων, μεταξύ αυτών του προέδρου και του παπά, άνοιξαν το δρόμο για σειρά αντιποίνων. Παλιές βεντέτες, κτηματικές διαφορές, ληστρικές επιδρομές, βιασμοί και δολοφονικές επιθέσεις ήταν καθημερινό φαινόμενο. Η μετωπική σύγκρουση των δύο κοινοτήτων πήρε μεγαλύτερες διαστάσεις όταν ο ανθυπασπιστής της Ελληνικής Χωροφυλακής του τοπικού σταθμού Παραμυθιάς σκότωσε στο κέντρο της πόλης δύο Τσάμηδες παράγοντες της περιοχής. Οι επιθέσεις με χειροβομβίδες σε σταθμούς χωροφυλακής σε αντίποινα για όσα είχαν υποστεί απ’ αυτούς, οι επιθέσεις δολοφονίας με πιο χαρακτηριστικές αυτές εναντίον του ενωμοτάρχη Φιλιατών και του νομάρχη Θεσπρωτίας οδήγησαν στην απομάκρυνση της πολιτικής και εκτελεστικής εξουσίας από τις περιοχές.
Το 1942 ιδρύθηκε ένα «Εθνικό Αλβανικό Συμβούλιο» με το όνομα «Ξίλια» (Keshilli Nacional Shqipetar) που αντικατέστησε την ελληνική διοίκηση. Η δράση ένοπλων ομάδων Τσάμηδων υπήρξε ουσιαστικά ανεξέλεγκτη μέχρι την εμφάνιση των πρώτων ομάδων Ελλήνων ανταρτών. Η συνεργασία των Τσάμηδων με τους Γερμανούς που τους οργάνωσαν τους έδωσε τη δυνατότητα να κυκλοφορούν ελεύθερα σε πόλεις και χωριά οπλισμένοι. Στόχος των Γερμανών δεν ήταν η προσάρτηση της Τσαμουριάς στην Αλβανία, αλλά για να έχουν τους Τσάμηδες στο πλευρό τους, τους άφηναν να ελπίζουν. Φήμες μάλιστα έλεγαν πως οι Τσάμηδες, κατάφερναν να στρέφουν τα γερμανικά αντίποινα σε περιοχές που αυτοί υποδείχνανε, με το πρόσχημα επιθέσεων ανταρτών ή υποστήριξης των ανταρτών από τους κατοίκους. Χαρακτηριστική υπήρξε η περίπτωση της εκτέλεσης των 49 προκρίτων της Παραμυθιάς από τους Γερμανούς, ενώ ο μητροπολίτης Δωρόθεος υποστήριζε πως η επιλογή τους ήταν έργο των Τσάμηδων.
Ο Ξεριζωμός των Τσάμηδων
Στόχος της οργάνωσης του Ζέρβα ΕΔΕΣ το καλοκαίρι του 1944 υπήρξε η περιοχή της Παραμυθιάς, ώστε να διευκολυνθεί ο από θαλάσσης ανεφοδιασμός των συμμαχικών δυνάμεων. Στα μέσα Ιουνίου ο μεγάλος όγκος των Γερμανών εγκατέλειψε την πόλη στην οποία έμεινε μικρή γερμανική φρουρά και σώματα Τσάμηδων. Στις 29 Ιουνίου τμήματα της 10ης μεραρχίας του ΕΔΕΣ κατέλαβαν την Παραμυθιά. Επακολούθησε χάος, λεηλασίες, βιασμοί, κακοποιήσεις και αδιάκριτες μαζικές σφαγές των μουσουλμάνων στην πόλη και τα περίχωρα. Ο διοικητής του 16ου συντάγματος του ΕΔΕΣ συνταγματάρχης Κρανιάς συγκάλεσε έκτακτο στρατοδικείο, στο οποίο παρέπεμψε 34 επιβιώσαντες Τσάμηδες, που εκτελέστηκαν επί τόπου. Άρχισε η γενική αποψίλωση των μουσουλμανικών χωριών από τα νότια του ποταμού Καλαμά. Οι περισσότεροι των κατοίκων εκδιώχθηκαν στις βόρειες περιοχές της οδού Ηγουμενίτσας–Ιωαννίνων. Οι περιοχές Φιλιατών και Σαγιάδας ήταν ζώνες που δρούσαν μονάδες του ΕΛΑΣ –μετά από τη Συμφωνία της Καζέρτας και τον προσδιορισμό των ζωνών ευθύνης– ένα τάγμα μάλιστα περιελάμβανε και μουσουλμάνους Τσάμηδες αντάρτες. Παρ’ όλα αυτά δυνάμεις του ΕΔΕΣ με άδεια των Βρετανών πέρασαν βόρεια του Καλαμά στην περιοχή Φιλιατών, όπου ακολούθησε σφαγή. Όσοι από τους κατοίκους παρέμειναν στην πόλη και δεν ακολούθησαν τους Γερμανούς στην υποχώρηση θανατώθηκαν, τα σπίτια λεηλατήθηκαν και τα τζαμιά παραδόθηκαν στις φλόγες. Οι τοπικές οργανώσεις του ΕΑΜ έκαναν κάποιες προσπάθειες ώστε να συγκρατήσουν η φυγή προς την Αλβανία, όμως έως τον Δεκέμβριο του 1944 πέρασαν τα σύνορα 22–25.000 άτομα.
Για το επίσημο ελληνικό κράτος η υπόθεση των Τσάμηδων έκλεισε άμεσα το 1945. Λίγο μετά την απελευθέρωση και την αποκατάσταση των ελληνικών αρχών στη Θεσπρωτία, κινήθηκαν διαδικασίες υποβολής μηνύσεων τόσο από ιδιώτες όσο και από υπηρεσίες ασφαλείας εναντίον των Αλβανών Τσάμηδων που είχαν διαπράξει βιαιότητες και συνεργάσθηκαν με Γερμανούς και Ιταλούς. Οι υποθέσεις εκδικάσθηκαν με συνοπτικές διαδικασίες από ειδικό δικαστήριο δοσιλόγων στα Ιωάννινα το οποίο καταδίκασε ερήμην 1.930 άτομα. Μερικά χρόνια μετά εκδόθηκαν νομοθετικά διατάγματα «περί αναγκαστικής απαλλοτρίωσης των κτημάτων τους προς αποκατάσταση ακτημόνων καλλιεργητών», «περί επανεποικισμού των παραμεθορίων περιοχών και ενισχύσεως του πληθυσμού αυτών».
Έτσι απαλλοτριώθηκε πλήρως η ακίνητη περιουσία των Τσάμηδων. Την ίδια περίπου εποχή που το ελληνικό κράτος «έκλεινε» το θέμα, ο Έμβερ Χότζα έδινε τη δική του χαριστική βολή: το 1953 εξέδωσε διάταγμα με το οποίο έδινε την αλβανική υπηκοότητα σε όλους τους Τσάμηδες που κατοικούσαν στην Αλβανία. Όσοι αντιτάχθηκαν σε αυτό διώχθηκαν ή φυλακίστηκαν. Πενήντα χρόνια ακριβώς μετά τις σφαγές της Παραμυθιάς –Ιούνιος 1994– η αλβανική βουλή ορίζει την 27η Ιουνίου ως ημέρα μνήμης της γενοκτονίας των Τσάμηδων.
Βιβλιογραφία
Ελευθερία Μαντά, Οι Μουσουλμάνοι Τσάμηδες της Ηπείρου, Εκδόσεις ΙΜΧΑ
Γιώργος Μαργαρίτης, Ανεπιθύμητοι Συμπατριώτες, Εκδόσεις Βιβλιόραμα
Βασίλης Κόντης, Ευαίσθητες Ισορροπίες: Ελλάδα και Αλβανία στον 20ο αιώνα, Εκδόσεις Παρατηρητής
Miranda Vickers, Οι Αλβανοί, Εκδόσεις Οδυσσέας
Λάμπρου Μπαλτσιώτη, Τσαμουριά: Πραγματικότητες και Φαντασιώσεις, περιοδικό Ο Πολίτης τ. 126.
 *  Ο Μπάμπης Ιμβίδης είναι δημοσιογράφος και στέλεχος Πολιτισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης.
Το 1928, ο πληθυσμός των μουσουλμάνων Τσάμηδων της Ηπείρου έφτανε τους 19.244 από την πρώτη απογραφή πληθυσμού και οι 17.008 δήλωναν ως μητρική τους γλώσσα την αλβανική.
Διαπιστώθηκε πως οι πληθυσμοί δεν είχαν ιδέα περί καταγωγής, δήλωναν μουσουλμάνοι και η επιθυμία τους για μετανάστευση οφείλονταν περισσότερο στην αβεβαιότητα για το μέλλον, στο τιεπιφύλασσαν οι ελληνικές αρχές για τις περιουσίες τους και στην ελπίδα πως στην Τουρκία θα είχαν καλύτερη τύχη.
Το 1935, ο νέος γενικός Διοικητής Ηπείρου Παναγιωτάκος, ξεκίνησε μέτρα εκφοβισμού των Τσάμηδων με πρωταγωνιστικό ρόλο της Χωροφυλακής και των τοπικών αρχών. Οι αυθαιρεσίες ήταν τόσο προκλητικές που ακόμα και οι ελληνικές εφημερίδες διαμαρτυρήθηκαν με δημοσιεύματα…
Το 1953 ο Έμβερτ Χότζα εξέδωσε διάταγμα με το οποίο έδινε την αλβανική υπηκοότητα σε όλους τους Τσάμηδες που κατοικούσαν στην Αλβανία. Όσοι αντιτάχθηκαν σε αυτό διώχθηκαν ή φυλακίστηκαν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου