Σάββατο 2 Μαΐου 2015

Εργασιακά, η πιο μεγάλη από τις μάχες,


 1561982-thumb-large_0

του Χρήστου Λάσκου
Έχουμε όλοι συνειδητοποιήσει τον τελευταίο καιρό από τι εμποδίζεται η πορεία των διαπραγματεύσεων, μ’ όλο που η ελληνική κυβέρνηση έχει πολύ έμπρακτα δείξει, ήδη με τη συμφωνία της 20ής Φεβρουαρίου, πως είναι έτοιμη για υποχωρήσεις και έχει πραγματική διάθεση για συμβιβασμό, ο οποίος, μάλιστα, έχει από την ίδια την ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ χαρακτηριστεί επώδυνος, χωρίς, ωστόσο, να απορριφτεί. Που πάει να πει πως και το «έξαλλο» κόμμα, ακόμη, δεν στέκεται εμπόδιο σε αυτήν την επιδίωξη.
Ό,τι, λοιπόν, εμποδίζει την επίτευξη αυτού του απολύτως επώδυνου, για το ΣΥΡΙΖΑ και τον ελληνικό λαό, συμβιβασμού είναι αποκλειστικά και μόνο η απόφαση των «εταίρων», σε αγαστή σύμπνοια με τους έλληνες καπιταλιστές και τους πολιτικούς τους εκπροσώπους, από τη σαμαρική ακροδεξιά και την μητσοτακική νεοφιλελεύθερη εξαλλοσύνη μέχρι το εξτρεμιστικό κέντρο, που εκπροσωπείται από Λοβέρδο και Θεοδωράκη, να επιχειρήσουν να εξοντώσουν την πρώτη προσπάθεια στην Ευρώπη να αναστραφεί η πολιτική της λιτότητας και της κοινωνικής εξαθλίωσης. Γι’ αυτό και θα πιέσουν μέχρι τέλους, ακόμη και «μετά την ασφυξία», ώστε να μη μείνει καμιά γραμμή άμυνας της κυβέρνησης ανέγγιχτη.
Σε αυτήν τους την προσπάθεια το πεδίο των εργασιακών είναι απολύτως κομβικής –στρατηγικής, καλύτερα- σημασίας. Πράγμα που δεσμεύει και τη δική μας πλευρά σε απόλυτα σθεναρή στάση. Και αυτό θα πρέπει να προστεθεί στο γεγονός πως το «Πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης», αυτό για το οποίο ψήφισε τη ριζοσπαστική Αριστερά ο ελληνικός λαός, είχε ως σκληρό του πυρήνα ακριβώς την αποκατάσταση των εργασιακών δικαιωμάτων. Γιατί, όπως πολλές φορές υποστηρίξαμε τους τελευταίους μήνες πριν από τις εκλογές, ήταν το στοιχείο του προγράμματος, που περισσότερο από οποιοδήποτε έδειχνε τον ταξικό του προσανατολισμό, τη δέσμευσή μας σε μια κοινωνικά μεροληπτική στάση.
Στον τομέα, συνεπώς, των εργασιακών δεν έχουμε το παραμικρό περιθώριο για υποχωρήσεις. Ήδη, μάλιστα, η προϊδέαση για μια σταδιακή –και όχι άπαξ- εφαρμογή της επαναφοράς του κατώτατου μισθού συνιστά πρόβλημα. Ο,τιδήποτε παραπάνω θα ήταν παράδοση στο στρατηγικότερο, όπως ήδη σημείωσα, πεδίο μάχης.
***
Είναι γνωστό από την ιστορία πως, μ’ όλη την αντίθετη ιδέα που έχουν όσοι υποστηρίζουν το μότο «όσο χειρότερα τόσο καλύτερα», εννοώντας πως η εξαθλίωση παράγει θετική ριζοσπαστικοποίηση στην κοινωνική πλειοψηφία, γενικά οι αγώνες των εργαζομένων και τα θετικά αποτελέσματα της ταξικής πάλης συνδέονται συνηθέστατα με περιόδους άνθησης της οικονομίας. Αντίθετα, η καπιταλιστική κρίση, την ίδια στιγμή που κάνει εμφανή τα καταστροφικά «μειονεκτήματα» του συστήματος, φαίνεται να το ενδυναμώνει. Πραγματικά, όλες οι κρίσεις από τον 19ο αι έως και την τρέχουσα, σηματοδοτούν μια συντριπτική κατίσχυση των δεξιών με μικρές εξαιρέσεις. Για να μείνουμε στις πιο πρόσφατες, η κρίση της δεκαετίας του ’70 σήμανε την εγκαθίδρυση της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης, αναγορεύοντας σε ηγεμονικές, ιδέες που φυτοζωούσαν για πολλές δεκαετίες, ενώ η σημερινή, γενικά, έχει σημάνει μια ενίσχυση και έναν παροξυσμό αυτής της ιδεολογίας και των σύστοιχων πρακτικών, παρόλο που τα πραγματικά δεδομένα δείχνουν, πέρα από κάθε αμφιβολία, πως η πρακτική των απορρυθμίσεων και της απόλυτης απελευθέρωσης της αγορά εξευτελίστηκε με τον πιο απόλυτο τρόπο. Ακόμη και τη δεκαετία του ’30 τον τόνο δεν έδιναν οι πολιτικές του Ρούζβελτ, αλλά οι φασισμοί, οι ναζισμοί και οι χούντες με φούντες, που γέμισαν τον κόσμο. Χρειάστηκε η απίστευτη ανθρωποσφαγή του 2ου Παγκόσμιου Πολέμου, για να αλλάξουν τα πράγματα.
Οι λόγοι αυτής της «παράδοξης» εξέλιξης είναι, νομίζω, πλέον εξαιρετικά προφανείς.
Και ο πρώτος και σημαντικότερος είναι πως κρίση σημαίνει πρώτα απ’ όλα ανεργία για μεγάλο μέρος της εργατικής τάξης και φόβο της ανεργίας, για την υπόλοιπη. Αυτό γίνεται το μεγαλύτερο όπλο της άρχουσας τάξης στην προσπάθειά της να υπερασπιστεί το εμφανώς ξεφτιλισμένο, σε τέτοιες περιστάσεις, σύστημά της1. Δίνει τη δυνατότητα για πλήρη αποδιάρθρωση των εργασιακών δικαιωμάτων και κάνει εφικτή τη μεγάλη άνοδο του ποσοστού εκμετάλλευσης, που είναι όρος για την υπέρβαση της κρίσης. Η δυσκολία της να πετυχαίνει αυτά τα πράγματα σε συνθήκες έστω οιονεί πλήρους απασχόλησης είναι αυτονόητη –και η πρόσφατη (μέσα στο 2015 από τις εκδόσεις Ποταμός) έκδοση του εξαιρετικού δοκιμίου του Μιχάλ Καλέτσκι του 1942, «Πολιτικές όψεις της πλήρους απασχόλησης», συνιστά ευτύχημα, για την κατανόηση του πράγματος.
Η αντίσταση, λοιπόν, σε αυτό είναι η πρώτη προτεραιότητα για τους εργαζόμενους και τις αριστερές δυνάμεις. Αν δεν ενδυναμωθεί η εργασία τα πράγματα θα γίνονται όλο και χειρότερα. Αν, στις τωρινές αντικειμενικά άγριες σε ακραίο βαθμό συνθήκες, δεν αποκατασταθούν εργασιακές σχέσεις και αντίστοιχα δικαιώματα τουλάχιστον στις προ μνημονίων ρυθμίσεις και μάλιστα άμεσα –«χθες», όπως λέει και το σχετικό κλισέ- και δεν φανεί η κυβέρνηση αδιάλλακτα αποφασισμένη να υπερασπιστεί την τεράστια πλειοψηφία των εργαζόμενων απέναντι σε μικρά, μεσαία και μεγάλα αφεντικά, η μάχη που δίνουμε δεν έχει καμία τύχη στο μέτρο που δεν διαφυλάσσει την μόνη κοινωνική βάση, που μπορεί να στηρίξει μια μαχητική στάση για όσο χρόνο απαιτείται. Κανένα «εθνικό αντιστασιακό αφήγημα» δεν μπορεί να υποκαταστήσει αυτήν την επιλογή.
***
Η επιμονή των αντιπάλων μας σε σχέση με τα εργασιακά δεν είναι ούτε ανορθολογική ούτε εμμονική ούτε προκύπτει από γνήσια πίστη στα «μοντέλα» τους. Απόδειξη γι’ αυτό είναι το γεγονός πως πρόσφατη έκθεση –του Μαρτίου του 2015- του ίδιου του ΔΝΤ αποδεικνύει οικονομετρικά, όπως τόσο αγαπούν οι νεοφιλελεύθεροι, πως οι «διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις» στην αγορά εργασίας και δεν βοηθούν στην αύξηση της παραγωγικότητας και έχουν αρνητικές επιπτώσεις στη βραχυχρόνια διάρκεια.
Η επιμονή τους οφείλεται στην πλήρη συνείδηση του στρατηγικού χαρακτήρα του εργασιακού πεδίου. Όπως σωστά το έθεσε την περασμένη Κυριακή στην «Αυγή» ο Ηλίας Ιωακείμογλου, αιτία της επιμονής είναι πως «οι διαρθρωτικές αλλαγές στην αγορά εργασίας, ως ιδεολόγημα και ως πολιτική, αποτελούν, ήδη από εικοσαετίας, ένα πανίσχυρο εργαλείο με το οποίο ο κόσμος του κεφαλαίου, του πλούτου, των επιχειρήσεων, των αγορών, με δυο λόγια της αστικής τάξης, έχει καθυποτάξει τον κόσμο της μισθωτής εργασίας σε ένα παιχνίδι εντεινόμενης ιδιοποίησης της εργασίας των μεν από τους δε, σε μια απόπειρα διάσωσης ενός οικονομικού καθεστώτος που δεν γνωρίζει πια πού πατάει και πού πηγαίνει».
Αυτό κάνει αναγκαία και τη δική μας απόλυτη –και κατ’ απόλυτη προτεραιότητα- επιμονή. Ούτε βήμα πίσω!

Πηγή: Alterthess

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου