Πέμπτη 10 Οκτωβρίου 2019

Πρόσφυγας ή μετανάστης;



της Νικολέτας Μπίθα
Η ομολογουμένως μεγάλη αύξηση των προσφυγικών ροών το τελευταίο δίμηνο φαίνεται πως αιφνιδίασε την κυβέρνηση και ύστερα από αρκετές μέρες μουδιάσματος και σιωπής (ενώ παράλληλα είχαμε και τον τραγικό θάνατο της Φεριντέ Ταγίκ η οποία κάηκε ζωντανή στον καταυλισμό της Μόριας) η νέα επικοινωνιακή τακτική της κυβέρνησης είναι ότι τώρα δεν έχουμε προσφυγικό πρόβλημα αλλά, μεταναστευτικό.
Παράλληλα είχαμε αλλαγές στη διαδικασία χορήγησης ασύλου, με την εισαγωγή του όρου ''άτομο χαμηλού ή υψηλού προσφυγικού προφίλ'' και φυσικά επικρατεί ένα τεράστιο μπέρδεμα σε όλους  για το ποια είναι τα κριτήρια που πρέπει να πληροί κάποιος για να θεωρηθεί πρόσφυγας. Πώς γίνεται ο πρωθυπουργός να λέει ότι ο Αφγανός δεν είναι πρόσφυγας άλλα οικονομικός μετανάστης, ενώ το Αφγανιστάν θεωρείται η λιγότερο ειρηνική χώρα στον κόσμο σύμφωνα με τη σχετική έρευνα Global Peace Index 2019; Και επίσης θα αναρωτηθεί κανείς, χώρες όπως η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό ή η Σομαλία θεωρούνται σε μη εμπόλεμη κατάσταση; 
Για να απαντήσουμε όμως στο ερώτημα 'Πρόσφυγας ή μετανάστης' πρέπει να  κάνουμε μια ιστορική αναδρομή στις αρχές του 20ου αιώνα.
Ξεκινώντας από το προφανές, οι μετακινήσεις πληθυσμών δεν είναι κάτι το καινούριο. Είναι απόλυτα λογικό οι άνθρωποι να φεύγουν από μια περιοχή για να πάνε οπουδήποτε αλλού για οποιονδήποτε λόγο αυτοί επιθυμούν. Συνήθως ένας άνθρωπος δε φεύγει από τον τόπο που μένει αν δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Και αυτό το γνωρίζουμε καλά οι Έλληνες, μιας και είμαστε εγγόνια προσφύγων και μεταναστών (να πάλι η διαφοροποίηση..), αλλά και επειδή η γενιά μου, η γενιά της κρίσης, αναγκαστήκαμε να μαζέψουμε τα μπογαλάκια μας και να εγκατασταθούμε κακήν κακώς στις χώρες της κεντρικής κυρίως Ευρώπης. Και μάλλον χωρίς επιστροφή. Ξέρουμε λοιπόν πολύ καλά τους λόγους που οι άνθρωποι αναγκάζονται να ξενιτευτούν (και ας τους ξεχάσαμε για λίγες δεκαετίες ευμάρειας και νεοπλουτισμού. Όσο και να θες όμως κάποια  τραύματα δεν ξεχνιούνται, πάντα επανέρχονται. Και σε ξυπνάνε απότομα).
Ο κόσμος λοιπόν ανά τους αιώνες μετακινούνταν και οι νέοι πληθυσμοί δεν αντιμετωπίζονταν σαν ένα πρόβλημα που χρήζει λύσης, ούτε σαν εισβολείς. Και αυτό γιατί πολύ απλά ο κόσμος τότε ήταν χωρισμένος σε μεγάλες αυτοκρατορίες, οι οποίες περιείχαν τεράστιες εκτάσεις γης, ανακατεμένους πληθυσμούς διαφορετικών εθνικοτήτων και θρησκειών. Η κινητικότητα ήταν αναμενόμενη, η δε εθνικότητα σε αρκετούς πληθυσμούς δε σήμαινε πρακτικά απολύτως τίποτε, σε άλλους ήταν δευτερεύουσας σημασίας. Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία για παράδειγμα η κατηγοριοποίηση των πολιτών γινόταν μόνο με βάση το θρήσκευμα και όχι την εθνικότητα. 

Οι πρόσφυγες σαν απειλή

Παρόλο που οι μετακινήσεις πληθυσμών όχι απλά δε θεωρούνταν πρόβλημα αλλά δεν υπήρχε και κρατική παρέμβαση για την αντιμετώπιση τους, οι συγκρούσεις και η βία στις αρχές του 20ου αιώνα (του πιο βίαου αιώνα στην ιστορία της ανθρωπότητας σύμφωνα με τον Ε.Χομπσμπάουμ) ανέτρεψαν τα δεδομένα. Ο κόσμος άλλαζε. Και άλλαζε με σκληρό τρόπο. Οι αυτοκρατορίες θα κατέρρεαν σύντομα, η ανάδειξη των εθνών κρατών ήταν προ των πυλών. Ο πόλεμος, οι συγκρούσεις πληθυσμών μαζί με την παράλληλη ανάπτυξη εθνικής συνείδησης (έννοια άγνωστη μέχρι τότε) καλλιέργησε την ανάγκη εθνικής (και πολιτισμικής) ομοιογένειας σαν τη μόνη λύση για την επικράτηση της ειρήνης και του ίδιου του έθνους κράτους φυσικά. 
Οι ξένοι, οι εθνοτικές μειονότητες (όρος του 20ου αιώνα και αυτός) δεν έχουν θέση στον νέο κόσμο που δημιουργείται. Και ας σήμαινε αυτό ότι έπρεπε να ξεριζωθούν από τον τόπο τους άνθρωποι, οικογένειες που ζούσαν  για ολόκληρες γενιές σε ένα μέρος. Πλέον δεν άνηκαν εκεί. 
Μέσα σε αυτές τις συγκρούσεις, το μίσος, τον πόλεμο και τις σφαγές, οι ξεριζωμένοι, οι πρόσφυγες αντιμετωπίζονταν πλέον σαν εχθροί, σαν εισβολείς. Αν και μέχρι τότε δεν υπήρχε κάποια κρατική μέριμνα ή κρατικός έλεγχος για τους πρόσφυγες , ο μαζικός αριθμός των εκτοπισμένων οδήγησε στην ανάγκη κρατικού ελέγχου. Έτσι δημιουργήθηκαν τα πρώτα 'κέντρα κράτησης προσφύγων στρατόπεδα συγκέντρωσης με λίγα λόγια, έξω από τις μεγάλες πόλεις. Η λογική ήταν ότι εκεί θα γινόταν η καταγραφή τους, δε θα μπορούσαν να αναμειχθούν στην κοινωνία και θα επέστρεφαν πίσω στα σπίτια τους μετά το τέλος του πολέμου. Στα κέντρα αυτά ζούσαν σε άθλιες συνθήκες ενώ πολύ συχνά έπεφταν θύματα βίας από τους ντόπιους. Στη Γαλλία, οι κρατικές αρχές έγραφαν αναφορές για τον χαρακτήρα των προσφύγων, ποιοι ήταν ΄΄ταραχοποιοι΄΄ και ποιοι ανάλογα με το μορφωτικό τους επίπεδο μπορούσαν να βοηθήσουν στην ανάπτυξη της ρημαγμένης από τον πόλεμο οικονομίας της χώρας. Δεν υπήρχε λογική ή σωτηρία. Όσοι πρόσφυγες βοηθούσαν ήταν υποχρεωμένοι να το κάνουν, ενώ όσοι αρνούνταν απέφευγαν το καθήκον τους. Όλοι τους όμως θεωρούνταν βρωμιάρηδες, κλέφτες, λιποτάκτες. ''Θεέ μου σώσε μας από τους Βέλγους'' λέγανε οι Βρετανοί για τους περίπου 600.000 Βέλγους που βρήκαν εκεί καταφύγιο στη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, ''οι σωστοί πατριώτες μένουν στην χώρα τους και πολεμούν. Τί θέλουν εδώ; Γιατί εμείς να τους δίνουμε φαγητό;΄΄
Ίδια αντιμετώπιση είχαν και οι Έλληνες που ήρθαν απο την Μικρά Ασία. Βρωμιάρηδες, ξένοι, τουρκόσποροι. ''Δεν υπάρχει περίπτωση να αποδεχτώ τους Καυκάσιους΄΄έλεγε ενας ντόπιος Έλληνας το 1923. ''Ο Βενιζέλος έφερε τα σκατά στην Μακεδονία, τους γιαουρτοβαφτισμένους, τους τουρκόσπορους΄΄. Ο έλληνας υπουργός Εξωτερικών έκανε λόγο για υπερκορεσμό της χώρας απο πρόσφυγες και δημοσιεύματα της εποχής μιλούσαν για ''ογλοκρατία'' (απο το χαρακτηριστικό -γλου των τουρκικών επιθέτων) ενώ το Λαϊκό Κόμμα μιλούσε  για δικτατορία των προσφύγων οι οποίοι δεν έπρεπε με τίποτα να αποκτήσουν εκλογικά δικαιώματα. Γιατί δεν ήταν Έλληνες.
Το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου έφερε το τέλος του κοσμοπολιτισμού,  τον εγκλεισμό και τον έλεγχο ομάδων πληθυσμού εξαιτίας της εθνικότητάς τους σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος ολοκλήρωσε αυτή την παράλογη φρίκη. Στη διάρκεια του έγινε η μεγαλύτερη (και η πιο σκληρή) μετακίνηση πληθυσμών στην ανθρώπινη ιστορία. Τα έθνη κράτη χτίστηκαν πράγματι με αίμα. Ο φασισμός τόνωσε το μίσος που είχε ήδη ξεσπάσει απο τις αρχές του 20ου αιώνα, ο φόβος για τον ξένο έγινε ακόμα πιο βαθύς και ο διαχωρισμός των ανθρώπων με βάση την εθνικότητά τους έγινε ακόμα πιο έντονος (σε βαθμό που σήμερα θεωρούμε εξαιρετικά δύσκολο να φανταστούμε τον κόσμο και τον εαυτό μας χωρίς αυτόν τον διαχωρισμό).

Το νομικό πλαίσιο

Οι κυβερνήσεις και οι διεθνείς οργανισμοί για την προστασία των προσφύγων (που πρωτομεφανίστηκαν κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου) στόχευαν στον επαναπατρισμό των εκτοπισμένων πληθυσμών καθώς πίστευαν ότι μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου οι άνθρωποι αυτοί θα ήθελαν να επιστρέψουν στις πατρίδες τους εφόσον υπήρχε πλέον ειρήνη.  Η πραγματικότητα όμως αποδείχτηκε πολύ πιο περίπλοκη. Αρχικά, το ποιος θεωρούνταν πρόσφυγας ή όχι εξαρτιόταν από τις γεωπολιτικές σκοπιμότητες των δυτικών χωρών: οι πολίτες της ΕΣΣΔ που ζητούσαν άσυλο στην Ευρώπη ήταν καλοδεχούμενοι (πολλοί γινόντουσαν αμέσως πολίτες στις χώρες υποδοχής χωρίς καν να περάσουν από τη διαδικασία ασύλου) ενώ αντίθετα οι εκτοπισμένοι από τον πόλεμο και τη διχοτόμηση της Ινδίας δε θεωρήθηκαν ποτέ πρόσφυγες. Αντίστοιχα τη δεκαετία του 1950, η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία κατάφεραν να αποτρέψουν τη συμμετοχή του ΟΗΕ στις προσφυγικές κρίσεις στο Χονγκ Κονγκ και στην Αλγερία με τη δικαιολογία ότι ήταν καθαρά δικό τους εσωτερικό/εθνικό ζήτημα. 
Πιο συγκεκριμένα όμως, το νομικό πλαίσιο που έχουμε σήμερα για το προσφυγικό και τη διαδικασία χορήγησης ασύλου είναι σε γενικές γραμμές απαράλλακτο από το 1950 με τη δημιουργία της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες. Η Ύπατη Αρμοστεία είναι υπεύθυνη για την τήρηση της Σύμβασης της Γενεύης για το καθεστώς των προσφύγων (1951), το οποίο προστατεύει τα δικαιώματα των ατόμων (όχι ομάδων πληθυσμού όπως συνέβαινε μέχρι τότε) που βρίσκονται 'εκτός της χώρας καταγωγής τους', μόνο όμως εφόσον το κάθε άτομο μπορεί να αποδείξει ότι κινδυνεύει στη χώρα του εξαιτίας της φυλής του, ή της θρησκείας του, ή της εθνικότητάς του ή των πολιτικών του φρονημάτων. Αν μπορέσουν να το αποδείξουν τότε δεν μπορεί το κράτος που βρίσκονται να τους επιστρέψει πίσω στη χώρα τους. Σύμφωνα με την Ύπατη Αρμοστεία ένας οικονομικός μετανάστης εγκαταλείπει τη χώρα του με τη θέλησή του προς ανεύρεση μιας καλύτερης ζωής, συνεχίζοντας να απολαμβάνει την προστασία της χώρας του / της. Ένας πρόσφυγας δεν έχει επιλογές όταν εγκαταλείπει τη χώρα του εξαιτίας του φόβου δίωξης.
Βέβαια, η απόφαση της Ύπατης Αρμοστείας δεν έχει δεσμευτικό χαρακτήρα που πιο απλά σημαίνει ότι απλώς παρέχει συστάσεις στα κράτη τα οποία καλό θα ήταν να τις ακολουθήσουν. Δεν υπάρχουν δηλαδή ουσιαστικές νομικές κυρώσεις. Παρόλα αυτά όλες οι χώρες, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που δεν έχουν υπογράψει τη Σύμβαση, είναι υποχρεωμένες να παρέχουν βασικές αρχές προστασίας στους πρόσφυγες, βάσει του διεθνούς δικαίου (δηλαδή να παρέχουν ανθρώπινες συνθήκες διαβίωσης και να σέβονται την αρχή της μη επαναπροώθησης  να μην επιστρέφουν δηλαδή κάποιον που μπορεί να κινδυνεύει η ζωή του.) Πάλι χωρίς ουσιαστικές κυρώσεις όμως. Ο καθένας λοιπόν μπορεί να βγάλει τα συμπεράσματά του.
Είναι πολύ δύσκολο να γράφω αυτές τις γραμμές ενώ ξέρω ότι λίγα χιλιόμετρα πιο μακριά ζουν άνθρωποι σε απάνθρωπες συνθήκες, άνθρωποι που δεν έχουν φταίξει σε τίποτα. Όχι απλά δεν έχουν φταίξει σε τίποτα αλλά είναι κυνηγημένοι από πολέμους και φτώχεια για τα οποία  σε πολύ μεγάλο βαθμό ευθύνονται οι χώρες της Δύσης, οι οποίες αρνούνται να τους δώσουν βοήθεια με βάση ένα (όχι και τόσο) νομικό πλαίσιο το οποίο οι ίδιες φτιάχνουν με στόχο μόνο την εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους. 
Οι άνθρωποι δεν είναι είτε πρόσφυγες είτε οικονομικοί μετανάστες. Ο διαχωρισμός είναι άνθρωποι που είχαν την καθαρή τύχη να γεννηθούν σε δυτική πλούσια χώρα που φτιάχνει τους κανόνες ή όχι. 
Ο μόνος διαχωρισμός είναι ή άνθρωπος ή τέρας. 
Και ας κοιταχτούμε όλοι στον καθρέφτη.
κουτι πανδωρας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου