Παρασκευή 21 Σεπτεμβρίου 2018

ΕΑΜοβούλγαροι και Μακεδονομάχοι



της Ρίας Καλφακάκου*
Όταν η Ελλάδα διπλασιάστηκε μετά τους Βαλκανικούς πολέμους, η άρχουσα τάξη των Αθηνών, εκτός από την περιφανή νίκη, βρέθηκε αντιμέτωπη με πολλά προβλήματα.
Στην παλιά Ελλάδα, προστέθηκαν περιοχές, όχι και πολύ «ελληνικές», αποτελούμενες από ένα μείγμα πληθυσμών, με Έλληνες, Τούρκους και τουρκόφωνους, Εβραίους, σλαβόφωνους, αλβανόφωνους, με πολλές γλώσσες και γλωσσικά ιδιώματα, πληθυσμοί που είχαν εν μέρει ελληνική συνείδηση, αλλά το κύριο συνδετικό τους στοιχείο ήταν η αντίθεση στον οθωμανικό ζυγό.
Ήταν ανάγκη αυτές οι περιοχές να εξελληνιστούν άμεσα, με το καλό ή με το ζόρι, με την εκπαίδευση αλλά και με απαγορεύσεις και τρομοκρατία ακόμα.
Εξάλλου οι γείτονες, Βούλγαροι, Αλβανοί, Σλάβοι, καραδοκούσαν, καθώς θεωρούσαν ότι αδικήθηκαν στη μοιρασιά και δικαιούνταν πολλά κομμάτια της αναγνωρισμένης ως μέρους της ελληνικής επικράτειας Βόρειας Ελλάδας.
Μέσα σε αυτό το κλίμα, η πόλη μας, η Θεσσαλονίκη, σταυροδρόμι πολιτισμών στη διάρκεια των αιώνων, με σημαντικό ρόλο στην ευρύτερη περιοχή, παρέμενε μια πόλη πολυπολιτισμική, με πολλούς δημοκρατικούς αγώνες έως την Κατοχή.
Προς μεγάλη ανακούφιση πολλών ιθυνόντων της τότε ελληνικής αστικής τάξης, που πάλευε να ξεπεράσει τον βλαχο-φραγκισμό της, η φασιστική Γερμανία έκανε τη βρόμικη δουλειά και έστειλε στα στρατόπεδα θανάτου 50 χιλ. Εβραίους της Θεσσαλονίκης, που ήταν και η δεύτερη μεγαλύτερη πληθυσμιακή ομάδα.
Ακολούθησαν σκληρές προσπάθειες διεκδίκησης ελληνικών εδαφών από τους Βούλγαρους, μην ξεχνάμε πως οι διαδηλώσεις του ΕΑΜ στην Αθήνα απέτρεψαν την παραχώρηση της ελληνικής Μακεδονίας στη Βουλγαρία στη διάρκεια της Κατοχής.
Στη διάρκεια της απελευθέρωσης, και μετά τον εμφύλιο, επικράτησε μια ιδιόρρυθμη αστική δημοκρατία, με δεκανίκι τους δωσίλογους, που αναγορεύτηκαν σε πατριώτες, ενώ η μεγαλειώδης εθνική αντίσταση χάθηκε στο ομιχλώδες τοπίο της αντικομμουνιστικής υστερίας.
Η Θεσσαλονίκη έγινε η πόλη της τρομοκρατίας και του παρακράτους, με τις γνωστές συνέπειες, δολοφονία Λαμπράκη το 1963, δολοφονίες Τσαρουχά και Χαλκίδη στην αρχή της χούντας.
Η μεταπολίτευση κράτησε πολύ λίγο. Η πόλη έπρεπε να παραμείνει εθνικόφρων, έτσι, επί 25 χρόνια, μια σειρά δεξιοί δήμαρχοι και νομάρχες άφηναν την πόλη να σαπίζει, κλειστή, φοβική, οπισθοδρομική.
Το 2010, μια περίεργη παράταξη, λίγο Κέντρο, λίγο Αριστερά, πιο πολύ Κεντροαριστερά, με πολλά δεξιά μπολιάσματα, η Πρωτοβουλία, πήρε τον Δήμο. Ένας περίεργος δήμαρχος, το κακό παιδί της αστικής τάξης, άρχισε να αλλάζει το κλίμα στην πόλη. Ταξικά συνειδητοποιημένος ο κ. Μπουτάρης, καλλιεργημένος άνθρωπος, με κοινωνικές ευαισθησίες, με το μεγάλο του ατού ότι ανήκε στην ανώτερη κοινωνική τάξη της πόλης από κούνια, κατάφερε να κάνει τομές και καθησυχάζοντας έμπρακτα τους επιχειρηματίες να ανοίξει την πόλη και να αναδείξει την ιστορία της.
Η ένοχη σιωπή 50 χρόνων επιτέλους έσπασε, η πορεία των Εβραίων καθιερώθηκε, αντιρατσιστικές και αντισεξιστικές παρεμβάσεις υποστηρίχτηκαν, υπήρξαν σημαντικές ενέργειες στο προσφυγικό, μειώθηκε το έντονο κλίμα του εθνοπατερισμού που κυριαρχούσε στην πόλη. Επιτέλους, η Θεσσαλονίκη άρχισε να ανασαίνει δημοκρατικά.
Βέβαια η παρουσία και οι προτάσεις της Αριστεράς στον δήμο, μέσα από την παράταξή μας, την Ανοιχτή Πόλη, συνέβαλαν στο να αποτιναχτεί το πέπλο του σκοταδισμού, της ημιμάθειας, του αγκυλώματος σε κάθε τι μη ελληνικό και μη χριστιανικό, που είχαν επιβάλει οι προηγούμενες δημοτικές αρχές. Η ημέρα της απελευθέρωσης της πόλης, στις 30 Οκτωβρίου 1944, η οδός Γιάννη Χαλκίδη, η πρόταση για το βραβείο στον Άμος Οζ και η στήριξη όλων των θετικών πρωτοβουλιών για τους Εβραίους, το gay pride, τους πρόσφυγες.
Το τελευταίο διάστημα, με αφορμή το όνομα της ΠΓΔΜ, ένα κλίμα άκριτου εθνικισμού εξαπλώθηκε στην πόλη, αγγίζοντας και τμήματα του πληθυσμού που κλασικά ανήκαν στον λεγόμενο προοδευτικό χώρο.
Η ομογενοποίηση του πληθυσμού που επετεύχθη μέσα σε ένα και πλέον αιώνα, με την εκπαίδευση, τη γλώσσα, την καταπίεση, τον εκφοβισμό, δημιούργησε μια έντονη αίσθηση της εθνικής ταυτότητας στη βόρεια Ελλάδα.
Ταυτόχρονα, μια συσσωρευμένη πικρία των κατοίκων της βόρειας Ελλάδας, για την αντιμετώπισή τους από τους παλαιοελλαδίτες (μην ξεχνάμε τα γνωστά ακραία ποδοσφαιρικά συνθήματα περί Βουλγάρων και τουρκόσπορων για τις θεσσαλονικιές ομάδες), βρήκε την ευκαιρία να εκφραστεί με έναν άκρως συναισθηματικό και άλογο τρόπο. Είμαστε Έλληνες, είμαστε Μακεδόνες, φωνάζουν με θυμό δημοκρατικοί άνθρωποι, δίπλα στα ακροδεξιά αποβράσματα.
Με όλη την κατανόηση για την ευαισθησία και το πάθος της διεκδίκησης μιας αναμφισβήτητης εθνικής ταυτότητας, και ιστορικής συνέχειας, μιας περιοχής που η ελληνικότητά της ανάγεται στους χρόνους του Φιλίππου και του Μ. Αλεξάνδρου, η συνέχιση του εθνικιστικού παραληρήματος είναι άκρως επικίνδυνη για το πισωγύρισμα της πόλης στον σκοταδισμό.
Και βέβαια, η κατανόηση δεν αφορά ούτε τη Δεξιά, που μαζεύει ακροδεξιά ψηφαλάκια, ούτε ακόμα περισσότερο τα κομμάτια της Κεντροαριστεράς που ψαρεύουν στα θολά νερά ενός ακραίου εθνικισμού να ανακτήσουν χαμένα μεγαλεία.
Αυτό το πισωγύρισμα στον σκοτεινό Βαρδάρη, στην έλλειψη ανεκτικότητας, στον φόβο του διαφορετικού, στην επιμονή στην ανιστόρητη, αποκλειστικά ελληνοχριστιανική ταυτότητα της πόλης, αγωνιζόμαστε να αποτρέψουμε, ως δημοκρατικοί πολίτες, ως Ανοιχτή Πόλη, στις επόμενες δημοτικές εκλογές.
* Η Ρία Καλφακάκου είναι επικεφαλής της δημοτικής παράταξης Θεσσαλονίκη Ανοιχτή Πόλη. Το παρόν βασίζεται στην ομιλία της στην ημερίδα που διοργάνωσε το Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς σε συνεργασία με τον Όμιλο Φίλων Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς Θεσσαλονίκης στις 7.9.18 με θέμα: “Θεσσαλονίκη, ο σκοτεινός Βαρδάρης”
αυγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου