Κυριακή 26 Οκτωβρίου 2014

«Απλά μου αρέσει».



του Χρήστου Μωραίτη
Υπάρχει κάτι στη ζωή μας που να μην είναι φορτισμένο ιδεολογικά, να μην αποκαλύπτει δηλαδή στάσεις και επιλογές γεμάτες από αξιακά φορτία; Η γλώσσα του καθενός, η ιδιόλεκτός του, η στάση του απέναντι σε φίλους, η σεξουαλική συμπεριφορά ή συνήθεια, ο τρόπος που οδηγάει, που ντύνεται, τα μέρη όπου συχνάζει εξηγούνται με αυτό το γνωστό «γιατί έτσι μου αρέσει» ή η προτίμηση δείχνει και ιδεολογική επιλογή συνειδητή ή ασυνείδητη;
Ρητορικό το ερώτημα. Υποθέτω ότι το ίδιο ισχύει και για το τι αρέσει σε μια ολόκληρη κοινωνία. Τι αποδέχεται ως καλό ή κακό, δίκαιο ή άδικο, ωραίο ή άσχημο είναι αποκαλυπτικά της ιδεολογικής επιλογής αυτής της κοινωνίας. Το τι γιορτάζει λοιπόν μια κοινωνία και ο τρόπος που προτιμά να το γιορτάζει αποκαλύπτει κάτι. Στην Ελλάδα επιλέγουμε, για παράδειγμα, να γιορτάζουμε την έναρξη του πολέμου στις 28 Οκτωβρίου 1940 κι όχι την απελευθέρωση από τους Γερμανούς τον Οκτώβρη του 1944, την έκρηξη της επανάστασης του 1821 κι όχι την ίδρυση του πρώτου ανεξάρτητου ελληνικού κράτους το 1830. Οι ήρωές μας είναι πολέμαρχοι και η σχολικά διδασκόμενη ιστορία μας συνεχίζει να είναι αφήγηση πολεμικών κατορθωμάτων και διπλωματικών συγκρούσεων εξίσου πολεμικών.
Μπορεί, βέβαια, κανείς να ισχυριστεί ότι μέσα από πολέμους κερδίσαμε την ελευθερία μας κι ότι αυτό αντανακλάται στην ιστορική αφήγηση και το ποιόν των ηρώων μας. Κι όμως αυτό θα ήταν ήδη μια δήλωση ιδεολογικά φορτισμένη, μέσα από την οποία αποκαλύπτεται μια αντίληψη για τον ελληνικό λαό κι όχι μια αντικειμενική πραγματικότητα. Αποσιωπά δηλαδή ότι αγώνες για την ελευθερία έχουν κάνει δεκάδες λαοί κι ότι δεν είμαστε τίποτα ξεχωριστό στην ιστορία της ανθρωπότητας ούτε είμαστε έθνος ηρώων. Κι όμως η συντριπτική πλειοψηφία αυτών των λαών επιλέγει να γιορτάζει την έναρξη της ειρήνης κι όχι του πολέμου. Εμείς όχι. Επιλέγουμε έτσι και υιοθετούμε ένα μήνυμα γεμάτο ιδεολογία, το οποίο αποκαλύπτεται αν σκεφτούμε τους συμβολισμούς και το μιλιταριστικό πνεύμα που περιέχουν οι παρελάσεις, με τις οποίες γιορτάζουμε αυτήν την «ηρωική» επέτειο.
Αυτό το πνεύμα δοξάζεται στις παρελάσεις, οι οποίες καθιερώθηκαν, διότι έδιναν την ευκαιρία να μπαίνει gross plan στο κάδρο της ημέρας ο ίδιος ο Μεταξάς και η αντίληψη της 4ης Αυγούστου για την κοινωνία και τους ανθρώπους. Μια αντίληψη γεμάτη από όλα τα χαρακτηριστικά του φασισμού: τον εξανδραποδισμό της ατομικότητας, την απόλυτη υποταγή στον αρχηγό, την βίαιη πειθάρχηση στις επιταγές του, την απόλυτη εξαφάνιση της ιδιαιτερότητας, της διαφορετικότητας, εξού και η στολή ως απαραίτητο ένδυμα σε όλες τις φασιστικές ομάδες. Ο στρατός αναγορεύεται σε αυτόνομο μηχανισμό, αποκομμένο από τον λαό, παρόλο που στην πραγματικότητα στρατός είναι ο ίδιος ο λαός. Για την ακρίβεια ο λαός αποκτά αξία και γίνεται συμμέτοχος εγγυητής της ελευθερίας μόνο στο βαθμό που γίνεται στρατός και υιοθετεί το στρατιωτικό πνεύμα. Αυτό δοξάζεται μέσω της παρέλασης. Το ίδιο και η νεολαία. Αξίζει να την καμαρώνει κανείς μόνο στο βαθμό που μπορεί να φέρεται στρατιωτικά, με πειθαρχία, σχηματισμούς, αντρίκιο παράστημα και βήμα – ναι, αντρίκιο ακόμα και τα κορίτσια που στην ανάγκη πρέπει να φέρονται ως άνδρες. Η στρατιωτική λογική – ο παραλογισμός του στρατού δηλαδή- εμφανίζεται να είναι αυτή που μπορεί να εγγυηθεί την ελευθερία ενός λαού, την αυτόνομη ύπαρξή του, την γλώσσα, τον πολιτισμό του κι όλα τα στοιχεία της ιστορικής του ταυτότητας. Σε μια εποχή παγκοσμιοποίησης του δυτικού πολιτισμικού προτύπου μπορεί η πολιτισμική ταυτότητα να διασωθεί μέσω μιας τέτοιας λογικής; Και μπορεί η παρέλαση να είναι ο κατάλληλος τρόπος να γιορτάσουμε την αντίσταση στον φασισμό;
Είναι μια ιδεολογική επιλογή, λοιπόν, το τελετουργικό που υιοθετείται για τον εορτασμό μιας τέτοιας επετείου. Θα ήταν μια εντελώς διαφορετική ιδεολογική επιλογή, αν πρότεινε κανείς να γιορτάζουμε την απελευθέρωση της χώρας, αντί για την κήρυξη του πολέμου και μάλιστα με λαϊκά γλέντια σε όλες τις γειτονιές, αντί να τιμούμε το φασιστικό πνεύμα με παρελάσεις που το δοξάζουν και το αναπαράγουν. Ειδικά σε μια εποχή που το φασιστικό πνεύμα διαγράφει ανοδική πορεία μέσα σε συνθήκες κρίσης, η επιλογή αυτή θα αποκτούσε πολύ μεγαλύτερη αξία.
Όμως οι παρελάσεις μετά από τόσες δεκαετίες έχουν πια μετατραπεί σε παράδοση. Έχουν πάρει τον χαρακτήρα μιας κοινωνικής εκδήλωσης, όπως οι λιτανείες τις οποίες πολλοί παρακολουθούν κι ας μην είναι θρησκευόμενοι ή χωρίς να πιστεύουν στα θαύματα του Αγίου Σπυρίδωνος. Έτσι οι εκδηλώσεις αυτές αποδεσμεύονται από το αρχικό ιδεολογικό τους φορτίο, ισχυρίζονται μερικοί. Αλήθεια αποδεσμεύονται; Ή μήπως λειτουργούν ως συνδετικοί κρίκοι του καθενός μας με το φασιστικό μιλιταριστικό πνεύμα; Αν όμως αυτό το πνεύμα «μας αρέσει», γιατί να το στερηθούμε; Οι απαντήσεις από εδώ και πέρα μπορεί να είναι πολλές, όλες όμως συνιστούν ιδεολογικές επιλογές κι όχι αθώες υποθέσεις γούστου.

corfupress

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου