Τρίτη 31 Ιουλίου 2018

Φλεγόμενα Μάτια



Στο εξοχικό μας περάσαμε τα καλύτερά μας χρόνια. Οι αισθήσεις λειτουργούσαν ανέκαθεν διαφορετικά εκεί· σίγουρα αλλιώτικα πολύ από όσα συναισθανόμασταν στην πόλη και τους στεγνούς, άνυδρους τοίχους της. Ήταν λες και τα φρούτα, τα φαγητά, τα λαχανικά άφηναν άλλο αποτύπωμα πάνω στη γλώσσα σου. Ήταν οι γεύσεις εκείνες που πήγαιναν και κάθονταν κατευθείαν στον ουρανίσκο και θαρρείς ότι σχεδόν θώπευαν τη ραχοκοκαλιά σου, κάθε που κατάπινες.
Του Πάνου Μουχτερού
Εκείνος ο μελτεμένιος αέρας, που τόσο χαρακτηριστικά σε χάιδευε στο πρόσωπο, όπως ο πατέρας που προστατεύει τα παιδιά του και τα παίρνει σφιχτά στην αγκαλιά του και τα φιλάει δυνατά και βαθειά μέσα στις οριζόντιες γραμμές από τα φρούδα μέτωπά τους. Ήταν τα φιλιά σχεδόν στο στόμα που δεχόσουν από τον γείτονα και που δεν είχαν καμία σύγκριση με τις γκρίζες, διεκπεραιωτικές καλημέρες των υπαλλήλων στην τράπεζα, των αγχωμένων περαστικών, των αγνώστων ενοίκων σε μια πολυκατοικία που δεν ήξερες πια ούτε πως είναι τα πρόσωπα τών από πάνω και τών από κάτω σου. Τόσο που απορούσες αν ποτέ συνέβαινε κάποιο έκτακτο, τυχαίο γεγονός, ένας σεισμός, μια πυρκαγιά, μια πλημμύρα, αν θα έχεις κάποιον να σε ακούσει τη στιγμή που θα κραυγάζεις βοήθεια, να πιάσεις ένα χέρι να σε τραβήξει έξω, να νιώσεις ότι ακόμα και οι άγνωστοι μεταξύ τους γίνονται γνωστοί, όταν χαροπαλεύουν, όταν φωνάζουν κάποιον να έρθει να τους σώσει, ότι ακόμα κι αν το τέλος μοιάζει αναπόφευκτο, θα φύγουμε άγνωστοι αλλά τουλάχιστον χαμογελαστοί. Τάχα γελαστοί μα γελασμένοι.
Θυμάμαι για χρόνια τον παππού μου που γελούσε και κοκορευόταν μαζί με τα κοκόρια στο κοτέτσι του ότι κατάφερε να χτίσει εκεί που όλοι έλεγαν ότι δεν μπορούσε να χτίσει ούτε πουλί φωλιά για τα πουλιά του. Ήταν οι εποχές που ο κάθε σωστός οικογενειάρχης είχε αρχίσει να καταστρώνει ένα δικό του σχέδιο διαφυγής από την άχρωμη πρωτεύουσα κι ήταν ικανός να κάνει οποιαδήποτε θυσία για να το καταφέρει. Κι οι περισσότεροι δεν νοιάζονταν αν τελικά κάποιος τους χαρακτήριζε εντός ή εκτός αυτού του σχεδίου. Κι ας ήταν τριγύρω όλο αδιέξοδα κι ελάχιστοι οι δρόμοι, ας μην υπήρχε ούτε ένα κουμπί εξόδου για να το πατήσεις και να ειδοποιήσεις κάποιον να έρθει να σε βγάλει από εκεί μέσα· αρκεί να είχες καταφέρει να απλώσεις την αράδα σου κάτω από το πολυπόθητο τσαρδάκι των ονείρων σου. Και μας έλεγε ότι για να δώσουν μεγαλύτερη έμφαση στις ήδη έντονες αισθήσεις, φυτέψανε σε ένα βράδυ μέσα εκατοντάδες πεύκα δίπλα-δίπλα κι ατέλειωτες κουκουναριές, για να είναι όλα όπως δεν ήτανε ποτέ μέσα στα αποπνικτικά τα διαμερίσματα, να θυμίζει θέλανε τη γη της επαγγελίας, μια επίγεια Εδέμ, γεμάτη περιβόλια, σπίτια, περιβόλια, σπίτια κι από κάτω την απέραντη, αδάμαστη θάλασσα. Ακόμα κι αν δεν είχαν σκεφτεί καλά καλά πως θα κατέβαιναν προς αυτή τη θάλασσα, ήταν αρκετό να τη νιώθουν από κάτω τους, είχαν παρόμοιες αντιδράσεις όπως ένας που είναι για μέρες πολλές διψασμένος κι όταν αντικρίσει έστω μια σταγόνα από νερό ορμάει πάνω της απελπισμένα, δίχως να τον νοιάζει αν θα σκοτωθεί στη δίψα του επάνω. Γη και ύδωρ.
Μετά από χρόνια, όταν σταδιακά πια είχε διαδοθεί το μυστικό μας κι είχαν αρχίσει κι άλλοι πολλοί να θέλουν να έρθουν και να βρουν τη δική τους γωνιά στον Παράδεισο, η κατάσταση έγινε περίπλοκη. Θυμάμαι ότι κάμποσοι κι από υπερβολική αγάπη για τον τόπο τους θέλησαν να μαντρώσουν τα οικόπεδα, με πελώριες, ατσάλινες πόρτες, καρφώνοντας επάνω τους μεγαλεπήβολες επιγραφές που έλεγαν για νόμους, για άρθρα από κώδικες, είχαν ύφος απειλητικό με συνεχόμενα θαυμαστικά και προειδοποιούσαν ότι η γη αυτή δεν είναι κανενός θεού ούτε διαβόλου, τούτο το χώμα που πατούμε δεν είναι δικό σας αλλά ολότελα δικό μας και καλά θα κάνατε να προσέχετε που περπατάτε και που εισέρχεστε γιατί μπορεί στο τέλος να μην ξέρετε από που θα βγείτε. Τι κι αν αλλάζανε οι κυβερνήσεις, οι αρχές κι οι κομματάρχες, όλοι τους έλεγαν συνεχώς τις ίδιες επαναλαμβανόμενες ατάκες για «καμένη γη», για «φωτιά και λάβρα», για την ανάγκη να ταχτοποιηθούμε και να τα τακτοποιήσουμε όλα τώρα κι ας μην τακτοποιούνται, έτσι, για να είναι όλοι ευχαριστημένοι, άραγε αυτό δεν είναι δημοκρατία, να μην κάνεις διακρίσεις σε αυθαίρετα και νόμιμα, όλοι είχαν δικαίωμα σε μια σπιθαμή ελπίδας κι ευτυχίας, να έχουν το δικό τους καταφύγιο, τη δική τους απόδραση από τη φυλακή των μεγάλων, αχανών, απάνθρωπων πόλεων. Κι αν ήταν οι κατηφόρες περισσότερες από τις ανηφόρες, αν τα μονοπάτια ήταν αδύνατο από ένα σημείο και μετά να τα περπατήσεις, θα βρίσκαμε πάλι τον τρόπο, βρε αδερφάκι μου, θα κάναμε τα στραβά τα μάτια, έτσι για να ταιριάζει και με το όνομα που έχει τούτη η περιοχή. Στο Μάτι του κυκλώνα.
Κάπως έτσι περικυκλωθήκαμε σταδιακά από όλο και περισσότερες διψασμένες οικογένειες που καίγονταν για λίγη ελευθερία και που κωδικοποιημένα την είχαν ονομάσει και τη λέγανε αποκέντρωση. Κι αρχίσαμε να γινόμαστε μια εντελώς νέα, έστω άναρχη, γειτονιά, αφού πρώτα δώσαμε την υπόσχεση να μην κάνουμε ποτέ ξανά τα ίδια λάθη και να είμαστε εξ αρχής κοντά ο ένας στον άλλο, ότι θα ξέραμε που μένει ο καθένας, στο πιο πάνω σπίτι η κυρά Μαριώ με τα εγγόνια της, στο παρακάτω ο πατέρας με την οικογένεια εκείνη με τα πολύχρωμα ποδήλατα, παραδίπλα εκείνη η ηθοποιός που ψεύδιζε γλυκά και που βλέπαμε από παιδιά στην τηλεόραση και τις παιδικές τις παραστάσεις, παραπέρα εκείνος ο χωρατατζής ο ταβερνιάρης με τα αστεία του και αστείρευτα τα ντόπια τα κρασιά του, παρακάτω οι παππούδες με τις δίδυμες εγγονές που τις λέγαμε φωτοβολίδες, εκείνοι όλοι που ήταν κοντά σου στο πι και φι κι ας περπατούσαν μερικοί και με το πι· ήταν λες κι είχαμε μετατραπεί όλοι μαζί σε μια μεγάλη οικογένεια και που είχαμε καταγράψει μέσα μας τη φράση εκείνου του ένδοξου ποιητή, που έλεγε ότι κι όταν δεν πεθαίνει ο ένας για τον άλλο είμαστε κιόλας νεκροί. Και κυρίως και πάνω απ’ όλα ότι αυτό θα γινόταν πράξη ακόμα κι αν χρειαζόταν να φτάσουμε κυριολεκτικά μέχρι το τέλος, ότι ακόμα κι αν τούτη η τέλεια γη έφτανε κάποια στιγμή να δοκιμάσει τις αντοχές της και δεν μας σήκωνε άλλο πάνω της, εμείς θα πεθαίναμε όχι απλά ο ένας για τον άλλο αλλά θα σβήναμε σφιχταγκαλιασμένοι. Θα νικούσαμε το θάνατο. Θανάτω θάνατον πατήσας.
Είχα καιρό να γυρίσω εκεί πίσω. Σταδιακά εκείνες οι πρώτες θεϊκές αισθήσεις έδωσαν τη θέση τους σε μια γεύση στυφή, λες και μασάς συνεχώς στάχτη. Περπατώντας στα μονοπάτια, αντικρίζεις τώρα ένα μόνιμο, μουντό σκοτάδι, σαν ο Ήλιος ν’ απανθρακώθηκε. Με το που ανοίξεις τα κολλημένα σου μάτια, σε πνίγουν άσβηστοι καπνοί, τόσο που όλο βήχεις και φτύνεις φωτιά και αίμα. Σκοντάφτεις πάνω σε παρατημένα αυτοκίνητα που θυμίζουν κεριά που δεν άντεξαν την ιδία τους τη φλόγα και λιώσανε και σβήσαν. Τα σπίτια έχουν αινιγματικά σύμβολα στους τοίχους, γράμματα Χ, άλλοτε κόκκινα κι άλλοτε κατακόκκινα. Τα σίδερα στους φράχτες ακόμα ζεματάνε κι αφήνεις εκεί κομμάτια που ξεκολλάνε από τη σάρκα τής παλάμης σου. Οι υπερήφανες, αδιαπέραστες πόρτες δεν υπάρχουν πια, εισβάλλεις στους ορόφους σαν τον κλέφτη. Η οθόνη από την τηλεόραση στο δωμάτιο έχει μείνει σε ένα ίδιο, κολλημένο πλάνο, με τίτλους για «ανείπωτη τραγωδία» και για «κανένα λάθος». Ανά στιγμές ακούς ψιθυριστές φωνές ακατανόητες, «προσέξτε, είναι ακόμα κάποιος εδώ», «είναι κανείς εδώ;», «είμαστε από τον Ερυθρό Σταυρό», «κάντε το σταυρό σας να βρούμε κάποιον ζωντανό», «όχι, δεν είναι δυνατόν, είναι παιδιά καμένα, γιατί, Θεέ μου;», «προσοχή, κάτω από το κρεβάτι» «σκυλί, κούκλα, κάτι που δεν αναγνωρίζεται», «θα ταυτοποιηθούν όλα στο νεκροτομείο», «χτυπάει το κινητό, απαντήστε», «μια φωτοβολίδα, μες τη νύχτα σκάει κι η καρδιά μου σπάει», «ναι, βρήκαμε τα παιδάκια», «πρέπει να βγούμε έξω το συντομότερο», «εδώ οι τοίχοι είναι λες και έχουν αυτιά», «υπάρχουν φράσεις από κάρβουνο γραμμένες στα ντουβάρια», «μπαμπά, μαμά, Ελλάδα».
«Γιατί αργήσατε;»
πηγή: kakoskeimena.net

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου