Τρίτη 10 Νοεμβρίου 2015

Πατρίδα


Γκράφιτι με θέμα τους πρόσφυγες σε δρόμο στο κέντρο της Αθήνας

του Γιώργου Μαργαρίτη *
Kαθώς ο κύκλος της φεουδαρχίας έκλεινε, κάπου εκεί στον 14ο και τον 15ο αιώνα, η εκμετάλλευση των δουλοπάροικων από τους αφέντες τους γινόταν ολοένα και πιο έντονη, πιο ασφυκτική.
Η εξέλιξη αυτή κάθε άλλο παρά ασυνήθιστη είναι στην ιστορία. Κάθε φορά που οι άρχουσες τάξεις αντιμετωπίζουν κρίσεις, πιέσεις και αδιέξοδα, προσπαθούν να ξεφύγουν από αυτά εντείνοντας την εκμετάλλευση των ανθρώπων που βρίσκονται κάτω από το πέλμα της εξουσίας τους.
Οι δούλοι, οι δουλοπάροικοι, οι προλετάριοι, θα είχαν πολλά να μαρτυρήσουν γι' αυτό.
Σε μερικές περιοχές της Ευρώπης η πίεση πάνω στους αγροτικούς πληθυσμούς πήρε εκείνον τον καιρό πραγματικά ανυπόφορες διαστάσεις.
Οι περιοχές αυτές συγκεντρώνονταν κυρίως στη νοτιοανατολική και την κεντρική Ευρώπη.
Μια γενική δυσπραγία εκδηλώθηκε με ποικίλους τρόπους στην περιοχή, άλλοτε με εξεγέρσεις, άλλοτε με «αιρετικές» θρησκευτικές επιλογές – το ίδιο και το αυτό ήταν στην ουσία.
Οταν ο εχθρός, οι Οθωμανοί, φάνηκε στα σύνορα των εκεί χριστιανικών ηγεμονιών και βασιλείων -το Βυζάντιο συμπεριλαμβανόταν σε αυτά-, οι ηγεμόνες κάλεσαν τον λαό τους να υπερασπίσει την Αγία του πίστη.
Θεωρούσαν ότι η προσήλωση στον σωστό Θεό δεν χρειαζόταν κανένα υλικό υπόβαθρο για να μείνει ζεστή, ενεργή και μαχητική.
Σε τελευταία ανάλυση, ίσως σκέφτονταν: οι σωστοί χριστιανοί προσδοκούν την αιώνια ζωή και, ως εκ τούτου, περιφρονούν τις συνθήκες του γήινου, πραγματικού κόσμου.
Μπορούμε να υποθέσουμε ότι εξεπλάγησαν δυσάρεστα όταν οι υποτακτικοί τους αγρότες έδειξαν πολύ μικρή προθυμία να υπερασπιστούν τον κόσμο της πίστης και του Θεού.
Οταν ήρθε η ώρα της επιλογής, ελάχιστα συνέδραμαν τους κυρίους τους στην προάσπιση του τόπου, ενώ αντίθετα υποδέχθηκαν ευχάριστα τον επερχόμενο κατακτητή, έστω κι αν ο τελευταίος δεν πίστευε στον ίδιο Θεό και παγερά αδιαφορούσε για τη σωτηρία των ψυχών και την επέκεινα επουράνια βασιλεία της χριστιανικής πίστης.
Η οργή και η θλίψη των παλαιών χριστιανών αφεντάδων μάλλον κορυφώθηκε όταν οι υποτακτικοί τους προτίμησαν, πέρα από την αλλαγή αφέντη, να αλλάξουν ακόμα και τον Θεό στον οποίο πίστευαν.
Τους αρκούσε που ο επερχόμενος φορολογούσε λιγότερο, έδερνε λιγότερο και τους άφηνε να συμπληρώνουν την τροφή τους με το κυνήγι και όσα βρώσιμα έδινε το δάσος.
Στη χριστιανική εκδοχή του, το τελευταίο ανήκε στον Θεό και κατά συνέπεια βρισκόταν στην αποκλειστική δικαιοδοσία και νομή του αφέντη.
Οι ραγδαίες πρόοδοι της οθωμανικής κατάκτησης οφείλονταν σ' αυτήν τη γενική απροθυμία των αγροτικών πληθυσμών της Βαλκανικής και του Δούναβη να υπερασπιστούν τη φυλακή τους, τον χώρο και τους όρους της βασανισμένης ζωής τους.
Σχεδόν πάντοτε, όταν στην ιστορία έχουμε λαμπρές κατακτήσεις, κάτι δυσάρεστο υπάρχει στην απέναντι πλευρά. Θα το γνωρίζαμε καλύτερα εάν στην αστική ιστοριογραφία μας δεν επιμέναμε τόσο μα τόσο πολύ στις ικανότητες των «μεγαλοφυών» ηγεμόνων-κατακτητών: του Μεγαλέξανδρου, του Καίσαρα, του Τζένγκις Χαν, του Ναπολέοντα.
Η πατρίδα είναι κάτι που αξίζει να το προασπίσεις – να το προστατεύσεις από εχθρούς και απειλές.
Θα ήταν παράλογο αν προάσπιζε κανείς το κελί της φυλακής του ή το τραπέζι πάνω στο οποίο βασανίζεται.
Εχει κάτι να σου δώσει η πατρίδα, υπάρχουν κίνδυνοι από τους οποίους μόνον αυτή μπορεί να σε προστατεύσει και, όταν έρθουν τα γεράματα, όταν έρθει η αρρώστια ή όταν μεγαλώνουν τα παιδιά, να λειτουργεί ως εγγύηση και ως καταφύγιο, ως υπόσχεση προστασίας.
Τι γίνεται με τις πατρίδες που δεν έχουν τίποτα να προσφέρουν από τα βασικά;
Τι γίνεται όταν πεθαίνει η πατρίδα ως υπερασπίσιμη έννοια, ως υπερασπίσιμη κατάκτηση και αγαθό;
Δημιουργείται ένα κενό εκεί· κενό το οποίο ενίοτε καλύπτουν οι κατακτητές, όταν αυτοί υπάρχουν.
Τα πράγματα γίνονται ιδιαίτερα πολύπλοκα όταν απουσιάζουν ως λύση ακόμα και οι κατακτητές. Εάν κάτι από την παράγραφο αυτήν παραπέμπει στη σημερινή Ελλάδα, δεν φταίμε εμείς γι' αυτό.
Η αντίδραση των ανθρώπινων κοινωνιών στο κενό και στο αδιέξοδο συνίσταται συνήθως στην έκπτωση του πραγματικού και στην επιστράτευση του φαντασιακού.
Τη θέση της έκπτωτης υπαρκτής πατρίδας παίρνει μια φανταστική, προερχόμενη συνήθως από το χθες – δυστυχώς ως άνθρωποι δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε τις πατρίδες τού αύριο.
Οι αρετές, οι ιδιότητες που απουσιάζουν από την πρώτη προβάλλονται στη δεύτερη. Και πάνω στην τελευταία αυτή κτίζονται πολιτικές, ιδεολογίες, ψευδαισθήσεις, πάθη και μίση.
Η ζοφερή πραγματικότητα των Μνημονίων και του ευτελισμού των ανθρώπων -και ως εκ τούτου της πατρίδας ολόκληρης- δημιουργεί πλαστά λάβαρα εξορκισμού και δικαίωσης.
Τα λάβαρα αυτά φτιάχνονται από κοινωνική απόγνωση και γι' αυτό εύκολα εκτρέπονται σε λάβαρα μίσους.
Ο εθνικισμός σπεύδει να τα σηκώσει· ο φασισμός, ο ναζισμός επίσης.
Αυτή είναι η αποστολή και το έργο τους. Να προστατεύσουν εκείνους που καθιστούν την πατρίδα αφιλόξενη στρέφοντας την απόγνωση και το μίσος των πολλών ενάντια σε «προαιώνιους εχθρούς» ή φυλετικά «κατώτερους ανθρώπους».
Η πατρίδα είναι η ζωή των απλών ανθρώπων. Η αξιοπρέπειά της συνδέεται με την αξιοπρέπεια στην καθημερινή ζωή των τελευταίων.
Οταν εκλείπει το πρώτο, εκλείπει και το δεύτερο. Και τότε ή «περιμένουμε τους βαρβάρους» ή, όταν αυτοί δεν έρχονται, φτιάχνουμε φανταστικούς αντίστοιχους και ξεκινούμε εξίσου φανταστικούς πολέμους.
Ο περί γενοκτονιών λόγος -περίπου πενήντα (!) «γενοκτονίες» έχουν θεσμικά «επισημοποιήσει» τα κοινοβούλια των βαλκανικών κρατών, συνήθως «προτεκτοράτων»- από τα παραπάνω εκπορεύεται.
Για τον θάνατο της Πατρίδας, των Πατρίδων, πρόκειται.

*καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας ΑΠΘ

efsyn

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου