Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 2015

Τι είναι και τι θέλει ο ΣΥΡΙΖΑ



Η ιδεολογική αμηχανία και η πολιτική εξάντληση της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας και η πλήρης απαξίωση της εγχώριας εκδοχής της δίνουν την ευκαιρία στον ΣΥΡΙΖΑ να αναλάβει να καλύψει το κενό, εμπνέοντας ταυτοχρόνως και τα συγγενή σχήματα στην Ευρώπη. 
του Τάσου Παππά
Στα ψιλά πέρασε η ομιλία του πρωθυπουργού στη δεύτερη συνδιάσκεψη της νεολαίας του ΣΥΡΙΖΑ. Ο Αλέξης Τσίπρας έθεσε για πρώτη φορά με τόση έμφαση ορισμένα στοιχεία που, κατά τη γνώμη μου, συγκροτούν την πιο σοβαρή απόπειρα στρατηγικού αναπροσανατολισμού του κόμματός του μέσα στους δομικούς περιορισμούς της περιόδου.
Απευθυνόμενος προφανώς στους πρώην συντρόφους του (που αποχώρησαν και δημιούργησαν τη Λαϊκή Ενότητα) και στην ευρύτερη ριζοσπαστική Αριστερά (που τον εγκαλεί για πλήρη παράδοση στην κυρίαρχη ιδεολογία) κυρίως όμως στα μέλη και τα στελέχη που παραμένουν στις γραμμές του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά δυσκολεύονται να υπερασπιστούν τις επιλογές της ηγεσίας και βιώνουν με οδυνηρό τρόπο τη μετάβαση από τον συλλογικό ενθουσιασμό του Γενάρη του 2015 στον συμβιβασμό του Ιουλίου, είπε μεταξύ άλλων και τα εξής:

Η προσπάθεια της Αριστεράς δεν είναι αγώνας της μιας στιγμής, δεν είναι μια απλή έφοδος στο κάστρο του αντιπάλου... Χρειάζονται πολιτικές συμμαχίες, πρόσκαιροι συμβιβασμοί για να μη γίνει η Αριστερά ένας διάττοντας αστέρας, για να μην επιστρέψει στην παραδοσιακή αντιπολιτευτική θέση της και στην ακαδημαϊκή κριτική.

Μίλησε για «κενές θεωρητικολογίες του εγχώριου αριστερισμού», επισημαίνοντας πως «τα ιστορικά άλματα χρειάζονται ιστορικούς συμβιβασμούς για να σταθούν». Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι πρόκειται για μια απελπισμένη προσπάθεια να δικαιολογηθεί -με αναφορές στις παλιές διαιρετικές τομές της Αριστεράς- η δεξιά στροφή του κόμματος και να διασκεδαστεί η μελαγχολία που προκαλεί στο ακροατήριο της παράταξης η διαχείριση της κατάστασης. Θα ισχύει αυτό αν δεν υπάρξει συνέχεια, αν δηλαδή δεν οργανωθεί ένας σοβαρός διάλογος για το τι είναι και τι θέλει να εκφράσει ο ΣΥΡΙΖΑ.
Ο κομματικός ΣΥΡΙΖΑ μπήκε στην περιπέτεια της διακυβέρνησης με τα όπλα που τον βοήθησαν να εκτοξευτεί από το περιθώριο της πολιτικής ζωής στην πρώτη γραμμή, δηλαδή με την κινηματική κουλτούρα και τον πολιτικό βολονταρισμό.
Οταν οι αυταπάτες σκόνταψαν στη δύστροπη πραγματικότητα με τον αντίπαλο να πιέζει πανταχόθεν και να εκβιάζει με την απειλή της οικονομικής καταστροφής, η ηγεσία εκλήθη να αναμετρηθεί με το ερώτημα: «πώς ένα κόμμα διαμαρτυρίας μετεξελίσσεται σε κόμμα εξουσίας που παίρνει υπόψη του τους καταναγκασμούς της συγκυρίας και πώς ο ευέλικτος πραγματισμός που του επιβάλλουν οι συνθήκες και οι συσχετισμοί δυνάμεων δεν θα ακυρώσει το ριζοσπαστικό στίγμα του;».
Εύκολη απάντηση δεν υπάρχει. Τηρουμένων των αναλογιών, έχουμε να κάνουμε με το πρόβλημα που αντιμετώπισαν τα ευρωκομμουνιστικά κόμματα τις δεκαετίες του '60 και του '70 όταν επιχείρησαν να σπάσουν τον κλοιό της θεσμικής απομόνωσής τους. Η μετατροπή τους από κόμματα διαμαρτυρίας και προπαγάνδας σε κόμματα διακυβέρνησης πήρε χρόνο και δεν έγινε χωρίς συγκρούσεις στο εσωτερικό τους.
Εγκατέλειψαν -άλλο με τόλμη, άλλο με αντιφάσεις και πισωγυρίσματα- ορισμένες από τις βασικές αρχές που χαρακτήριζαν την ιστορική διαδρομή τους (δικτατορία του προλεταριάτου, δημοκρατικός συγκεντρωτισμός, πρωτοπορία της εργατικής τάξης), κράτησαν αποστάσεις από το σοβιετικό μοντέλο που είχε χάσει προ πολλού την όποια προωθητική δύναμη του και δεν ήταν καθόλου ελκυστικό ύστερα και από την επέμβαση στην Τσεχοσλοβακία, μετακινήθηκαν από τη «λογική της εφόδου» (Λένιν) στη «στρατηγική της εξάντλησης» (Κάουτσκι), απαλλάχτηκαν από την καχυποψία τους για τους αστικούς θεσμούς, σχετικοποίησαν τον ρόλο του κράτους, αποδέχτηκαν το ευρωπαϊκό πλαίσιο, υιοθέτησαν τον κεϊνσιανισμό (μεικτή οικονομία, κράτος πρόνοιας), έκαναν ανοίγματα στα ανερχόμενα μεσαία στρώματα, αγκάλιασαν τα νέα κινήματα που έβαζαν μεταϋλιστικούς στόχους, έχτισαν πολιτικές συμμαχίες με τον προαιώνιο εσωτερικό αντίπαλο (τη σοσιαλδημοκρατία), αλλά και με τις προοδευτικές πτέρυγες των συντηρητικών κομμάτων, διεκδίκησαν και πέτυχαν τη συμμετοχή τους στη διακυβέρνηση.
Με λίγα λόγια «η ιστορία του ευρωκομμουνισμού διασταυρώθηκε με εκείνη της σοσιαλδημοκρατίας μέσα από την παράδοξη ιστορική σχέση της ανταγωνιστικής συμβίωσης τους». (Για την πορεία και την κατάληξη του ευρωκομμουνιστικού εγχειρήματος, αλλά και για τη σύγχρονη ευρωπαϊκή ριζοσπαστική Αριστερά είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον και πολύ χρήσιμο το βιβλίο του Γιάννη Μπαλαμπανίδη «Ευρωκομμουνισμός» εκδόσεις «Πόλις»).
Σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ είναι υποχρεωμένος να λειτουργήσει κάτω από αντίξοες συνθήκες, λόγω της κρίσης και της ασφυκτικής κυριαρχίας του νεοφιλελευθερισμού στην Ευρώπη, ωστόσο έχει ένα πλεονέκτημα που δεν είχαν την εποχή τους τα τρία από τα τέσσερα δυτικά ευρωκομμουνιστικά κόμματα (γαλλικό, ισπανικό, ελληνικό - το τέταρτο ήταν το ιταλικό): Η ιδεολογική αμηχανία και η πολιτική εξάντληση της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας και η πλήρης απαξίωση της εγχώριας εκδοχής της δίνουν την ευκαιρία στον ΣΥΡΙΖΑ να αναλάβει να καλύψει το κενό, εμπνέοντας ταυτοχρόνως και τα συγγενή σχήματα στην Ευρώπη.
Προϋπόθεση γι' αυτό είναι η διαμόρφωση μιας προγραμματικής πλατφόρμας που θα περιλαμβάνει, εκτός από τα ιδρυτικά ριζοσπαστικά προτάγματά του και στοιχεία της χρυσής σοσιαλδημοκρατικής περιόδου, τα οποία στη σημερινή Ευρώπη είναι εξίσου επαναστατικά με όσα υποστήριζαν οι κομμουνιστές τον Μεσοπόλεμο!
efsyn

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου