Δευτέρα 27 Απριλίου 2020

Τελικά θα πεθάνουμε όλοι από κορονοϊό ή φάγαμε παπά;



Έχει γίνει ένας μικρός χαμός, όπως ήταν αναμενόμενο στην εποχή μας, με τις πληροφορίες σχετικά με το νέο ιό, τον SARS-CoV-2. Πόσο επικίνδυνος είναι τελικά;
του Ευάγγελου Κανάρη*
Αυτό που νομίζω ότι ενδιαφέρει πρωταρχικά πολλούς ανθρώπους είναι το πόσο επικίνδυνος είναι ο εν λόγω ιός. Οι εκτιμήσεις ποικίλλουν: από τις δέκα πληγές του Φαραώ συνδυασμένες, μέχρι το «μια απλή γρίπη είναι», με όλες τις ενδιάμεσες διαβαθμίσεις. Οι απόψεις για τα μέτρα καραντίνας εξαρτώνται άμεσα από την εκτίμηση του κινδύνου σε σχέση με τα παραπάνω. Αν κάποιος/α πιστεύει ότι πρόκειται για μια απλή γρίπη, προφανώς διαφωνεί με τα μέτρα θεωρώντας τα υπερβολικά. Αν κάποιος πιστεύει ότι ο κορονοϊός είναι εξαιρετικά επικίνδυνος, επικροτεί και υπερθεματίζει. Αυτό το κείμενο αποσκοπεί στο να διαλευκάνει κάποιες από τις παρανοήσεις που συχνά εντοπίζονται στο δημόσιο διάλογο, επιδιώκοντας, μέσα από έννοιες που λίγο πολύ όλοι έχετε ακούσει, να απαντήσει στο ερώτημα «πόσο επικίνδυνος είναι τελικά ο SARS-CoV-2». 
Ξεκινώντας, μια σύντομη σημείωση για την ορολογία: Όπως, για παράδειγμα, ο ιός HIV προκαλεί την ασθένεια AIDS, έτσι κι ο ιός SARS-CoV-2 προκαλεί την ασθένεια COVID-19 (από το αρτικόλεξο COronaVIrus Disease και το 19 το έτος εμφάνισης). Τον λέμε κορονοϊό γενικά, ατυχώς, καθώς υπάρχουν κι άλλοι κορονοϊοί, αλλά καθώς δεν έχει και τόση σημασία μια που όλοι μιλάμε για το ίδιο πράγμα, θα τον λέω έτσι κι εγώ. 
Το πόσο επικίνδυνος είναι ο κορονοϊός μπορεί να προσεγγισθεί μέσω της απάντησης στο ερώτημα: «εάν κάποιος κολλήσει κορονοϊό, πόσες πιθανότητες έχει να τη βγάλει καθαρή;», ή, λίγο πιο άκομψα: «πόσες πιθανότητες έχει να πεθάνει;». Η απάντηση σε αυτήν την ερώτηση είναι σημαντική, διότι καθορίζει - εν πολλοίς - και τη στάση μας απέναντι στον κίνδυνο, τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο.
Οι περισσότεροι άνθρωποι αρκούνται στο μέτρημα των χιλιάδων θανάτων και στις συναισθηματικά φορτισμένες εικόνες που χρησιμοποιούν τα μέσα ενημέρωσης και δίνουν μια αβίαστη απάντηση. Τον ήπιαμε. Χωρίς την καραντίνα, θα ήμασταν όλοι μελλοθάνατοι, και αν όχι όλοι οι περισσότεροι, κι αν όχι οι περισσότεροι, πολλοί τέλος πάντων. «Δες τι γίνεται στην Ιταλία», «δες τα φορτηγά με τους νεκρούς στο Μπέργκαμο», «δες τους ομαδικούς τάφους στη Νέα Υόρκη». Δεν θα μπω σε ανάλυση υποπεριπτώσεων, αλλά οι συναισθηματικές απαντήσεις σε επιστημονικά ερωτήματα δεν είναι πάντοτε σωστές. Αν και για τους περισσότερους η ενστικτώδης απάντηση στο ερώτημα «Πόσες πιθανότητες έχει κάποιος να πεθάνει αν μολυνθεί από κορονοϊό;» είναι «πολλές», η επιστημονική απάντηση είναι σαφώς πιο πολύπλοκη.
Ένας δείκτης που θα μπορούσε κάποιος να σκεφτεί είναι αυτός της θνησιμότητας από μια συγκεκριμένη αιτία (cause-specific mortality). Στο προκείμενο, η αιτία είναι προφανώς ο κορονοϊός και ο δείκτης είναι απλός στον υπολογισμό. 
 
Για παράδειγμα, εάν στην Ελλάδα των -ενδεικτικά- 10 εκατομμυρίων ανθρώπων, το 2020 πεθάνουν οι 123 από κορονοϊό (χρησιμοποιώ αυτούς που έχουν ήδη πεθάνει), θα έχουμε, για το εν λόγω έτος, δείκτη θνησιμότητας από τον κορονοϊό 1,23. Συνεπώς, για το 2020, 1,23 άνθρωποι ανά 100,000 ανθρώπους θα έχουν πεθάνει λόγω κορονοϊού. Ή, ποσοστιαία, αν και είναι αδόκιμο για δείκτες θνησιμότητας, 0.00123%.
Αν δεν είχαμε πάρει τα μέτρα καραντίνας και είχαμε, για παράδειγμα, 10.000 θανάτους, ο δείκτης θνησιμότητας θα ήταν 100 ανά 100.000. Δυστυχώς, όπως είναι ψιλοεύκολα αντιληπτό, αυτός ο δείκτης αδυνατεί να μας προσφέρει τις πληροφορίες που ψάχνουμε. Αυτό που μετράει -στην καλύτερη περίπτωση- είναι η πιθανότητα να πεθάνει οποιοσδήποτε κάτοικος της Ελλάδας από κορονοϊό σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο, δεν είναι η πιθανότητα να πεθάνει κάποιος αν μολυνθεί από τον κορονοϊό.
Ένας δείκτης που χρησιμοποιείται συχνά στα μέσα ενημέρωσης και στο δημόσιο διάλογο είναι η θνητότητα ανά επιβεβαιωμένο κρούσμα. Στην ιατρική ορολογία, θνητότητα είναι η αναλογία των θανάτων από κάποια νόσο σε σχέση με το συνολικό αριθμό ανθρώπων που έχουν διαγνωστεί με τη συγκεκριμένη νόσο σε δεδομένο χρονικό διάστημα. Στα αγγλικά το λένε case fatality rate (CFR). Ο υπολογισμός του εν λόγω δείκτη είναι επίσης σχετικά απλός: 
 
Συχνότατα, τα νούμερα που αναφέρονται στα μέσα ενημέρωσης, ακόμα κι αυτά που έλεγε πρόσφατα ο γενικός διευθυντής του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, αναφέρονται ακριβώς σε αυτό το CFR. Ας δούμε εάν αυτός ο δείκτης μας παρέχει ικανοποιητικές πληροφορίες για την επικινδυνότητα του ιού. 
Ο αριθμητής, δηλαδή ο αριθμός των θανάτων από κορονοϊό, ας πούμε ότι είναι σχετικά ακριβής (δεν είναι και πολύ, ίσως γράψω παρακάτω γιατί). Ο παρονομαστής όμως, ο αριθμός των επιβεβαιωμένων κρουσμάτων είναι προφανώς το πρόβλημα. Καθώς στις περισσότερες χώρες η στρατηγική είναι να κρατάμε τα ήπια περιστατικά στο σπίτι και να μην κάνουμε, για διάφορους λόγους, ευρεία χρήση τεστ, ο αριθμός των επιβεβαιωμένων κρουσμάτων απέχει αρκετά από τον αριθμό των πραγματικών κρουσμάτων. 
Στην Ελλάδα, για παράδειγμα, έχουμε σήμερα 2.408 επιβεβαιωμένες περιπτώσεις του ιού και 123 θανάτους. Το CFR μας είναι 123/2.408 επί 100= 4,9%. Καθώς όμως η στρατηγική μας είναι να κάνουμε τεστ με συγκεκριμένα κριτήρια και να απομονώνουμε τους ανθρώπους με ήπια συμπτώματα στο σπίτι τους χωρίς τεστ, τα 2.408 κρούσματα κορονοϊού που έχουμε επιβεβαιώσει προφανώς απέχουν από τον πραγματικό αριθμό των κρουσμάτων κορονοϊού στην επικράτεια. Λόγω ακριβώς της εξάρτησης του παρονομαστή του εν λόγω δείκτη από το πόσο εκτεταμένη χρήση τεστ γίνεται ανά περίπτωση, το CFR πρέπει να ερμηνεύεται με πολλή προσοχή και ουσιαστικά αδυνατεί να μας παρέχει ικανές πληροφορίες σχετικά με το πόσο επικίνδυνος είναι ο κορονοϊός.
Παγκόσμια έχουμε, την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, CFR 6,96%. Στην  Ιταλία, με 25.000 θανάτους και 187.000 καταγεγραμμένα κρούσματα έχουμε CFR 13,39%. Δηλαδή, στα 100 άτομα με κορονοϊό, πάνω από τους 13 πεθαίνουν. Είναι αυτό το νούμερο ενδεικτικό της πιθανότητας να πεθάνει κανείς αν μολυνθεί από κορονοϊό; Τόσο για τους γενικότερους λόγους στους οποίους αναφέρθηκα παραπάνω, όσο και για μια σειρά ειδικότερων ανά περίπτωση, η απάντηση είναι όχι. Στην Ισλανδία, τη χώρα όπου έχουν γίνει τα περισσότερα τεστ αναλογικά με τον πληθυσμό, έχουμε 1785 περιπτώσεις κορονοϊού και 10 θανάτους, γεγονός που μας δίνει CFR περί το 0,56%. 
Ο δείκτης που μας ενδιαφέρει είναι προφανώς η θνητότητα ανά επιμόλυνση -στα αγγλικά, infection fatality rate (IFR). 
Η μαύρη αλήθεια είναι όμως ότι αντιμετωπίζουμε σημαντικές δυσκολίες στον υπολογισμό του IFR. Ας δούμε κάποιες από αυτές εν συντομία.
Ο αριθμητής, δηλαδή ο αριθμός των θανάτων, φαίνεται σχετικά απλός. Άλλωστε, κάθε μέρα, κάθε χώρα μετράει (σχεδόν με παθολογικό τρόπο) τον απόλυτο αριθμό νεκρών. Αν και φαινομενικά τον αριθμητή μπορούμε να τον υπολογίσουμε με ασφάλεια, θα αναφερθώ σε δύο μόνο λόγους, που καθιστούν ακόμα και αυτούς τους υπολογισμούς προβληματικούς. Αρχικά, με δεδομένο ότι στις χώρες που αντιμετωπίζουν έντονο πρόβλημα, κάποιοι πεθαίνουν στα σπίτια τους χωρίς να τους έχει γίνει τεστ, υπάρχει ένα θέμα υποεκτίμησης του αριθμού των θανάτων. Για παράδειγμα, στη Γαλλία υπολογίζεται ότι περίπου 30% επιπλέον θάνατοι έχουν σημειωθεί σε σπίτια και δεν έχουν καταγραφεί. Ή, σε μερικές χώρες όπως η Κίνα, υπάρχουν σοβαρές υποψίες υποκαταγραφής θανάτων, κυρίως λόγω πολιτικών σκοπιμοτήτων. Από την άλλη και προς την αντίθετη κατεύθυνση, έχουμε αυτό που στα αγγλικά ονομάζεται ascertainment bias, δεν είμαι σίγουρος ποιός είναι ο δόκιμος ελληνικός όρος. Ακριβώς επειδή όλα περιστρέφονται γύρω από τον κορονοϊό, υπάρχει η τάση όλα να αποδίδονται σε αυτόν. Σε αυτό, συμπεριλαμβάνονται και οι θάνατοι. Έτσι, για παράδειγμα, αν ένας ασθενής σε τελικό στάδιο καρκίνου πεθάνει και βρεθεί θετικός σε τεστ για κορονοϊό, είναι ζήτημα ερμηνείας αν πέθανε «από» κορονοϊό ή πέθανε από καρκίνο «με» κορονοϊό. Αν σκεφτεί κανείς, ότι πολλοί από τους νεκρούς έχουν υποκείμενα νοσήματα, η ερμηνεία στην οποία αναφέρθηκα προηγουμένως επηρεάζει άμεσα και τις μετρήσεις. Για την ώρα, όποιος πεθαίνει έχοντας θετικό τεστ για τον κορονοϊό καταγράφεται ως θάνατος από τον κορονοϊό. Αυτή η ιδιαιτερότητα θα επιφέρει σημαντικές αλλαγές στα νούμερα που θα αναλύονται για τον κορονοϊό μετά το πέρας αυτού του κύματος της πανδημίας. Για παράδειγμα, στις Η.Π.Α., ενώ αυτή τη στιγμή ισχύει αυτό που προείπα, όποιος/α δηλαδή πεθαίνει και έχει θετικό τεστ καταγράφεται ως θάνών/θανούσα από κορονοϊό, στα αναλυτικά στοιχεία που συγκεντρώνουν για ανάλυση εκ των υστέρων, μετά δηλαδή την πανδημία, οι θεράποντες ιατροί δηλώνουν, προφανώς με σημαντικό βαθμό υποκειμενικότητας, εάν ο θάνατος ήταν «από» κορονοϊό ή αποδίδεται σε άλλα αίτια ή προγενέστερα νοσήματα. Με άλλα λόγια, και χωρίς να αναφερθώ σε άλλες παρόμοιες δυσκολίες, ακόμα και το φαινομενικά απλό, μακάβριο θέμα του αριθμού των νεκρών, αποκρύπτει σημαντικές δυσκολίες στον ακριβή υπολογισμό του IFR.
Ο παρονομαστής, δηλαδή ο αριθμός αυτών που έχουν νοσήσει από κορονοϊό, είναι προφανώς ο μεγάλος άγνωστος αυτή τη στιγμή. Οι δυσκολίες που οι περισσότερες χώρες αντιμετώπισαν με τα τεστ καθιστούν εξαιρετικά προβληματική την εκτίμηση του πραγματικού αριθμού των κρουσμάτων. Μπορούμε με σχετική βεβαιότητα να πούμε ότι ο αριθμός των νοσούντων είναι πολλαπλάσιος του αριθμού των επιβεβαιωμένων κρουσμάτων. Πόσο μεγαλύτερος όμως, δεν γνωρίζουμε. Ελπίζουμε ότι μελλοντικά θα συμπληρώσουμε τα κενά αυτά με αξιόπιστα τεστ αντισωμάτων, ή, ακόμα και με μοριακά τεστ σε ευρεία κλίμακα και στοχευμένες έρευνες. Προφανώς δεν θα περιμένουμε τα κινητά συνεργεία του ΕΟΔΥ, αναφέρομαι σε έρευνες που διεξάγονται ανά τον κόσμο. 
Και θα μου πεις, καλά αυτό δεν επηρεάζεται από την ηλικία και τα τοιαύτα; Προφανώς. Συγκεκριμένα, στα τελικά στοιχεία θα μπορεί κανείς να υπολογίσει IFR για συγκεκριμένες ηλικιακές ή άλλες ομάδες. Επίσης, είναι σαφές ότι άλλες πιθανότητες έχει να πεθάνει κανείς αν κολλήσει κορονοϊό σε ένα χωριό της Ελβετίας, ας πούμε στη Γενεύη, κι άλλες σε ένα χωριό του Τσαντ, ας πούμε στην Κούμρα. Αυτό όμως στο οποίο αναφέρομαι, μια που μιλάμε για πανδημία, είναι ο παγκόσμιος μέσος όρος. Εκεί συνυπολογίζονται νέοι, γέροι, υγιείς, ασθενείς, άνθρωποι με πρόσβαση σε άριστες παροχές υγείας και άνθρωποι χωρίς νερό να πλύνουν τα χέρια τους. 
Ο κορονοϊός σαφώς και δεν είναι ο πρώτος ιός που εμφανίστηκε ούτε και αυτή η πανδημία η πρώτη που αντιμετώπισε η ανθρωπότητα. To 1957 - 1958 είχαμε τον Η2Ν2, ή αλλιώς Ασιατική Γρίπη και το 1968 - 1969 τον Η3Ν2, ήτοι, Γρίπη του Χονγκ Κονγκ. Αν περιοριστούμε στον αριθμό των θυμάτων, προφανώς μιλάμε για ανείπωτες τραγωδίες. Και στις δύο περιπτώσεις είχαμε πάνω από 1 εκατομμύριο θανάτους παγκοσμίως. Προφανώς, αν είχαμε λάβει τότε ανάλογα μέτρα καραντίνας θα είχαμε λιγότερους. Αυτό όμως δεν θα μετέβαλλε την επικινδυνότητα του ιού ανά περίπτωση. Εκτιμάται ότι στις δυο αυτές πανδημίες μολύνθηκε περί του 20% του τότε παγκόσμιου πληθυσμού, δηλαδή πάνω από 500 εκατομμύρια άνθρωποι. IFR δηλαδή περί το 0,2% για κάθε περίπτωση.
Το 2009 είχαμε τον Η1Ν1/09, γνωστό και ως Γρίπη των Χοίρων. Και πάλι εκατοντάδες χιλιάδες πέθαναν. Συγκεκριμένα, οι εκτιμήσεις κυμαίνονται μεταξύ 150 και 570 χιλιάδων. Εκτιμάται ότι μολύνθηκαν από 700 εκατομμύρια μέχρι 1,4 δισεκατομμύρια άνθρωποι. IFR περί του 0,03%. 
Ποιός είναι πιο επικίνδυνος; Ο Η2Ν2 ή ο Η1Ν1/09; Κοιτάζοντας τον αριθμό των νεκρών βλέπουμε εκατόμβες και στις δύο περιπτώσεις και είναι δύσκολο να απαντήσει κανείς. Βλέποντας τους IFR, η απάντηση γίνεται πιο εύκολη.
Η τυπική εποχική γρίπη (διάφοροι ιοί) υπολογίζεται ότι προσβάλλει ετησίως από 340 εκατομμύρια έως και 1 δισεκατομμύριο ανθρώπων. Εκτιμάται ότι σκοτώνει από 290 μέχρι 650 χιλιάδες ετησίως. IFR κάτω του 0.1%. 
Λόγω των δυσκολιών στις οποίες αναφέρθηκα παραπάνω, αδυνατούμε προς το παρόν να προβούμε σε ασφαλείς εκτιμήσεις για τον IFR του κορονοϊού και κατά συνέπεια για το βαθμό επικινδυνότητάς του. Χωρίς αυτόν, μπορούμε μονάχα να κάνουμε επισφαλείς εκτιμήσεις. Η εμμονική αναφορά σε απόλυτους αριθμούς νεκρών και η δραματοποίηση της κατάστασης από τα μέσα ενημέρωσης όχι μόνο δεν προσφέρει τίποτα σε αυτή την κατεύθυνση, αλλά προκαλεί μια δυσανάλογη ψυχολογική επιβάρυνση σε μια ήδη επιβαρυμένη, εκ των συνθηκών, συνθήκη. 
Δε γνωρίζω ποια θα είναι τα τελικά αποτελέσματα σχετικά με το IFR του κορονοϊού. Διαβάζα τις προάλλες σε ένα σχετικό άρθρο από τα ελληνικά hoaxes ότι «το ποσοστό θνητότητας της COVID-19 (δηλαδή πόσα από τα άτομα που έχουν κολλήσει τη νόσο πεθαίνουν) κυμαίνεται μεταξύ 1,5% και 4,5%». Επαναλαμβάνω, δε γνωρίζω ποιά θα είναι τα τελικά αποτελέσματα σχετικά με το IFR του κορονοϊού, αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν θα με εξέπληττε εάν αποδειχθεί ότι τα ελληνικά hoaxes κυκλοφορούσαν hoaxes. Η βεβαιότητα της πρόβλεψης για 1,5-4,5% είναι παραπλανητική. Άλλωστε, μια πιο προσεκτική ματιά στην πηγή που επικαλούνται τα ίδια τα ελληνικά hoaxes εύκολα αποκαλύπτει την υποσημείωση ότι τα νούμερα είναι αρχικές εκτιμήσεις και είναι πολύ πιθανό να μεταβληθούν.
Καλό είναι να μην προτρέχουμε. Στη περίπτωση της Γρίπης των Χοίρων πριν καμιά δεκαετία, είχαμε ξεκινήσει με εκτιμήσεις διψήφιων ποσοστών για τον ICR, τον δείκτη θνησιμότητας ανά επιμόλυνση. Μερικούς μήνες αργότερα, κατά τη διάρκεια της πανδημίας αναπροσαρμόσαμε τις εκτιμήσεις, με έρευνες να δείχνουν ποσοστά μεταξύ 1,5 και 5%. Στο τέλος καταλήξαμε, όπως προείπα, περί το 0,03%. Όπως αντιλαμβάνεται κανείς, άλλος είναι ο βαθμός επικινδυνότητας με 5% IFR και άλλος με 0,03%. Άλλα μέτρα παίρνεις με 5%, άλλα με 0,03%. Συγκεκριμένα με 5% όλοι θα έτρεχαν να προλάβουν να κάνουν το εμβόλιο για τη Γρίπη των Χοίρων, όταν αυτό βγήκε για να σωθούν, ή τουλάχιστον θα έπρεπε. Με 0.03% όμως, καμιά δεκαπενταριά εκατομμύρια εμβόλια μας έμειναν στο ράφι στην Ελλάδα, καθώς δεν πείσθηκε κανείς για την επικινδυνότητα, ούτε γιατροί, ούτε επαγγελματίες υγείας, ούτε γενικός πληθυσμός, ορθά κατά τη γνώμη μου.
Δε λέω ότι το ίδιο θα γίνει με τον κορονοϊό. Αν μου βάζανε το πιστόλι στον κρόταφο ζητώντας να μαντέψω IFR θα έλεγα 0.2-0.3%. Όμως, άλλος θα πει 1,5, άλλος 5, οι μαντεψιές είναι για στοιχήματα σto καφενείο. Αυτό που λέω είναι ότι δεν ξέρουμε και καλό θα ήταν να μάθουμε σύντομα.  
Διάφορες έρευνες τρέχουν και κάποια αποτελέσματα έχουν ήδη δημοσιευθεί και μπορεί κανείς να τα βρει στο διαδίκτυο από δεδομένα που προέρχονται από περιοχές της Ιταλίας, της Γερμανίας ή των Η.Π.Α. Δυστυχώς, το πολιτικό κλίμα έχει ήδη πολωθεί σε ένα βαθμό και αυτό δε βοηθάει την αμερόληπτη επιστημονική έρευνα. 
Συμπερασματικά και ανακεφαλαιώνοντας, δεν γνωρίζουμε αυτή τη στιγμή πόσο επικίνδυνος είναι ο κορονοϊός. Ακριβώς επειδή δεν γνωρίζουμε, και επειδή ενδέχεται ο ιός να είναι πολύ επικίνδυνος, τα ακραία μέτρα καραντίντας που καταλύουν πολλές ελευθερίες μπορούν να αιτιολογηθούν, σύμφωνα με την αρχή της προφύλαξης μπροστά σε επιστημονική αβεβαιότητα. 
Ταυτόχρονα όμως, τα μέτρα που πήραμε είναι πρωτόγνωρα και έχουν σοβαρές επιπτώσεις. Η καραντίνα δεν είναι η απάντηση της σύγχρονης ιατρικής στον κορονοϊό. Η καραντίνα είναι η τελευταία γραμμή άμυνας μιας κοινωνίας απέναντι σε ένα μεταδοτικό ιό και είναι μέτρο μεσαιωνικό. Η ίδια η λέξη καραντίνα προέρχεται από το ιταλικό quaranta giorni, τις 40 ημέρες που τα πλοία, ήδη από τον 14ο αιώνα, ήταν υποχρεωμένα να αγκυροβολήσουν στα ανοιχτά, πριν προσεγγίσουν τα βενετσιάνικα λιμάνια, για να μην εξαπλωθεί η πανούκλα.
Κατά συνέπεια, όσο πιο γρήγορα βγούμε από την επιστημονική αβεβαιότητα και την αρχή της προφύλαξης, τόσο το καλύτερο. Τί πρέπει να γίνει μόλις αποκτήσουμε τις πληροφορίες που αναζητούμε; Χωρίς πλέον την επιστημονική αβεβαιότητα θα εξακολουθούν να αιτολογούνται τα μέτρα καραντίνας που πήραμε; Ίσως ναι, ίσως και όχι. 
Κάποιος μπορεί να ισχυρισθεί ότι έστω κι ένας άνθρωπος να σωθεί, αυτό δικαιολογεί τα μέτρα καραντίνας και να ενισχύσει την ανθρωποκεντρική του θέση με κανένα αρχαίο ρητό. Από την άλλη, αυτή η θέση είναι μη ρεαλιστική διότι είναι αδύνατο να μπαίνουμε σε καραντίνα κάθε φορά που κυκλοφορεί κάποια μεταδοτική ασθένεια προκειμένου, αν γίνεται, να μην πεθάνει ούτε ένας άνθρωπος. Όπως επίσης είναι βέβαιο ότι δεν μπορούμε να μείνουμε σε καραντίνα για πάντα.
Πόσο χαμηλό/υψηλό πρέπει να είναι το IFR και το Ro, η επικινδυνότητα δηλαδή του ιού, για να λάβουμε το ένα ή το άλλο μέτρο; Η εύκολη απάντηση είναι ότι θα μας πει η επιστήμη. Όπως συμβαίνει συχνά, η εύκολη/βολική απάντηση δεν είναι και η σωστή, τουλάχιστον όχι με αυτό που εννοούν οι περισσότεροι με τον όρο «επιστήμη». Είναι πολλοί οι λόγοι για αυτό, αλλά για την ώρα θα αρκεστώ στον βασικότερο: η επιστήμη μπορεί να μας πει ποιοι είναι οι κίνδυνοι (στο προκείμενο υπολογίζοντας το IFR και το Ro) και ποιες είναι οι πιθανές ωφέλειες (από τα μέτρα που μπορούμε να πάρουμε). Δεν μπορεί να μας πει ποιούς κινδύνους οφείλουμε να αποφύγουμε και ποιές από τις πιθανές ωφέλειες οφείλουμε να επιδιώξουμε. Αλλά μια και το κείμενο για μια ακόμα φορά μεγάλωσε επικίνδυνα, περισσότερα επ’ αυτού στο επόμενο. 
* Ο Δρ. Ευάγγελος Κανάρης είναι οικονομολόγος
koutipandoras

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου