Παρασκευή 6 Σεπτεμβρίου 2019

Οι Βοεβόδες και οι νταήδες του… «νόμος και τάξη»



Πάντοτε η δεξιά και ακροδεξιά ένιωθαν μια περίεργη «ερωτική» έλξη για την αστυνομία και γενικότερα για την καταστολή...
του Ευάγγελου Κωνσταντέλου
Η διετία 1983-1984 υπήρξε ορόσημο στη σύγχρονη ελληνική ιστορία, χάρη σε δύο ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις της κυβέρνησης Ανδρέα Παπανδρέου. Αρχικά, το 1983 ιδρύεται το ΕΣΥ. Ήταν μια μεταρρύθμιση, που αναβάθμιζε τη δημόσια υγεία, παρέχοντας δωρεάν υπηρεσίες και κάλυπτε τις ιατροφαρμακευτικές και νοσηλευτικές ανάγκες ολόκληρης της ελληνικής κοινωνίας, καθολικά δίχως περιορισμούς. Η δεύτερη και ίσως πιο σημαντική μεταρρύθμιση ήρθε την επόμενη χρονιά (1984), όταν ο Α. Παπανδρέου, το μεγαλύτερο «troll» της σύγχρονης πολιτικής ιστορίας, ζήτησε από τον υπουργό του και παλιό ΕΠΟΝιτη και ΕΛΑΣιτη, Γιάννη Σκουλαρίκη (εξίσου μεγάλο troll), να καταργήσει τα παραδοσιακά σώματα ασφαλείας (Χωροφυλακή και Αστυνομία Πόλεων) και να δημιουργήσει την Ελληνική Αστυνομία. Να δημιουργήσει δηλαδή την ΕΛΑΣ. Ήταν τόσο μεγάλο το πλήγμα για τους χουντικούς και βασιλόφρονες χωροφύλακες, αστυφύλακες και χαφιέδες της εποχής, καθώς ήταν αναγκασμένοι, να υπηρετούν έναν κρατικό φορέα, που ονομαζόταν ΕΛΑΣ, καθώς ο όρος «ΕΛΑΣ» ήταν για δεκαετίες ταυτισμένος με τον Ελληνικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό, τον Άρη Βελουχιώτη και τον Κομμουνισμόν. Για αρκετούς μήνες οι τότε αρχηγοί, Μανώλης Μπριλλάκης και Παναγιώτης Ραφτόπουλος, καθοδηγούσαν το νέο σώμα και ταυτόχρονα προσπαθούσαν να διαχειριστούν το ψυχολογικό πρόβλημα που είχε δημιουργηθεί, καθώς τα μέλη της ΕΛΑΣ ήταν, και συνέχισαν για αρκετό ακόμη καιρό να είναι, «παγωμένα» από φόβο, έκπληξη, και… ντροπή.
Η ανάγκη ή καλύτερα η αναγκαιότητα, που εκπορεύεται από τη σχέση αιτίας και αποτελέσματος μέσα σε μια οργανωμένη κοινωνία, δηλαδή τις αναγκαστικές αλληλεπιδράσεις των υποκειμένων μιας πολιτικής κοινότητας, επιτάσσει, διαχρονικά, την εκάστοτε άρχουσα τάξη, να χρησιμοποιεί τις κρατικές δομές, ώστε να επιβάλλει δια της βίας τις απαιτήσεις της και να επιβάλλεται στις υπόλοιπες κοινωνικές τάξεις. Η ανάγκη λοιπόν για αστυνόμευση έγινε αντιληπτή ήδη από την αρχαιότητα και λειτουργούσε ως το «κρατικό» βίαιο χέρι της τήρησης [sic] μιας ηγεμονικής κοινωνικής τάξης. Στην αρχαία Αθήνα υπήρχαν διάφορες κατηγορίες ομάδων για την «τήρηση της τάξης». Υπήρχαν οι αγορονόμοι, οι γυναικονόμοι, οι τειχοποιοί, οι σιτοφύλακες, οι μετρονόμοι, οι «ένδεκα» Στρατηγοί κτλ., των οποίων τα καθήκοντα εποπτεύονταν από τον Άρειο Πάγο. Στη Σπάρτη, από την άλλη, δεν υπήρχε η ποικιλία που συναντάμε στην Αθήνα. Σύμφωνα με τη Μεγάλη Ρήτρα του Λυκούργου, οι Έφοροι είχαν επιφορτιστεί με την υποχρέωση της αστυνόμευσης χρησιμοποιώντας τους Ιππείς, οι οποίοι αποτελούνταν από τριακόσιους επίλεκτους πολίτες.
Στην αρχαιότητα υπήρχαν και οι ραβδούχοι, οι οποίοι ονομάζονταν έτσι από τη ράβδο που κρατούσαν ως ένδειξη του αξιώματός τους. Οι ραβδούχοι επέβαλαν την τήρηση της τάξης στο θέατρο και στους Ολυμπιακούς αγώνες. Οι «αλύται» (με ύψιλον) της Ολυμπίας ήταν σώμα ραβδοφόρων και μαστιγοφόρων, οι οποίοι είχαν αστυνομικά καθήκοντα, λειτουργούσαν ως εκτελεστικό όργανο των Ελλανοδικών (άρχοντες που επέβλεπαν τους Ολυμπιακούς αγώνες), επέβλεπαν και επέβαλαν την τάξη και ο επικεφαλής τους ονομαζόταν αλυτάρχης (πάλι με ύψιλον). Αργότερα, στα ελληνιστικά χρόνια, οι ραβδούχοι ήταν δημόσιοι υπηρέτες, οι οποίοι επιτηρούσαν μόνο τους αγώνες και σπάνια αναφέρονται ως μαστιγονόμοι. Στα ρωμαϊκά χρόνια οι ραβδούχοι ή lictores ήταν δημόσιοι υπάλληλοι, οι οποίοι συνόδευαν και προστάτευαν τους άρχοντες, τους ιερείς, και τα επίσημα μέλη της άρχουσας τάξης. Αργότερα, κατά τα Βυζαντινά χρόνια, η αστυνόμευση ήταν δουλειά των έπαρχων, οι οποίοι μάλιστα είχαν αναλάβει και δικαστικά καθήκοντα. Κατά την Τουρκοκρατία, την επίβλεψη και τήρηση της τάξης είχε ο Βοεβόδας και οι αγάδες του, οι οποίοι με τους αρχηγούς των επαρχιών ηγούνταν σωμάτων εθνοφυλακής. Οι δομές της τήρησης της τάξης κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας σε μεγάλο βαθμό συνεχίστηκαν και μετά την Επανάσταση του 1821. Οι τοπικές διοικήσεις αναλάμβαναν τα αστυνομικά καθήκοντα και από τη διακυβέρνηση του Ιωάννη Καποδίστρια και κατά τη διάρκεια όλου του υπόλοιπου 19ου αιώνα η αστυνομία ήταν δημοτική και στρατιωτική. Προς το τέλος του 19ου αιώνα δημιουργείται η αστυφυλακή, η οποία επιτηρεί τους δήμους, ενώ παράλληλα η χωροφυλακή είναι για την ύπαιθρο. Αργότερα, ιδρύεται και η Αστυνομία Πόλεων, την οποία συγχωνεύει ο Σκουλαρίκης, όπως είπαμε, με την χωροφυλακή το 1984.
Σημαντική βέβαια είναι η καινοτομία επί Χούντας, η οποία είχε την ιδέα της δημιουργίας των Μονάδων Αποκατάστασης της Τάξης, τα γνωστά σε όλους μας ΜΑΤ. Τη δεκαετία του 1960, τόσο στην Ελλάδα όσο και στον υπόλοιπο κόσμο, υπάρχει μια έντονη κινηματική ατμόσφαιρα με διαδηλώσεις στους δρόμους και τις περισσότερες φορές υπάρχουν ταραχές. Σε μια τέτοια ταραχή υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας και ο πρωθυπουργός της Χούντας, Σπύρος Μαρκεζίνης. Ο Μαρκεζίνης στα απομνημονεύματά του φαίνεται εντυπωσιασμένος από την αποτελεσματικότητα των γαλλικών μονάδων καταστολής σε μια διαδήλωση στη μνήμη του Χιλιανού προέδρου Σαλβαδόρ Αλιέντε, να δέρνουν κόσμο και μάλιστα προέβη σε εισήγηση δημιουργίας παρόμοιας μονάδας στην Ελλάδα. Ο Μαρκεζίνης δεν κρατιόταν, και όπως λέει, είχε ήδη παραγγείλει οπλισμό, για να καταστείλει την εξέγερση του Πολυτεχνείου, ώστε να αποφευχθεί η επέμβαση των τεθωρακισμένων. Η ιδέα του Μαρκεζίνη όμως δεν θα πραγματοποιηθεί επί Χούντας. Η ιδέα αυτή βέβαια… δε θα πεθάνει. Η δημιουργία ειδικής μονάδας πάνοπλων αστυνομικών, επιφορτισμένων με την κρατική «υποχρέωση» να χτυπούν και να τραμπουκίζουν την κοινωνία, θα υλοποιηθεί με υπουργική απόφαση λίγο μετά την μεταπολίτευση κατ’ εντολή του «εθνάρχη» Καραμανλή.
Πάντοτε η δεξιά και ακροδεξιά ένιωθαν μια περίεργη «ερωτική» έλξη για την αστυνομία και γενικότερα για την καταστολή. Από τις αυξήσεις στους μισθούς των αστυνομικών και το «Εσείς είστε το κράτος» της κυβέρνησης Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, μέχρι και τις «δωρεές» αλεξίσφαιρων γιλέκων (και προς έκπληξη όλων μας όχι νανογιλέκων) στους αστυνομικούς από το ΛΑ.Ο.Σ και τον Γιώργο Καρατζαφέρη και το «ο Έλληνας αστυνομικός είναι η Ασπίδα…» του Αντώνη Σαμαρά, φαίνεται η δεξιά να διακατέχεται από έναν υφέρποντα «ηδονισμό» προς τα σώματα ασφαλείας και την αστυνομοκρατία. Τα αισθήματα βέβαια είναι αμοιβαία. Και η αστυνομία είναι ερωτευμένη με τη δεξιά, την ακροδεξιά και μάλιστα κατά τη διάρκεια της κρίσης αποδείχτηκε, αφού πρώτα πέσαμε από τα σύννεφα, ότι οι μισοί αστυνομικοί ήταν ψηφοφόροι της Χρυσής Αυγής, οι οποίοι βέβαια «επαναπατρίστηκαν» στη ΝΔ, βλέποντας ότι η «αισθητική» της νέας κυβέρνησης τους ταιριάζει καλύτερα.
Η Ελληνική Αστυνομία, όπως και οι περισσότεροι φορείς και θεσμοί στην Ελλάδα, δεν χαίρουν μεγάλης εμπιστοσύνης και εκτίμησης από την κοινωνία. Ακόμη και συντηρητικοί πολίτες, όσο και να μιλούν με θετικό τρόπο ή να είναι «φίλοι» της αστυνομίας, αναγνωρίζουν, ότι ο βασικός ρόλος της είναι να προστατεύει υπουργούς, βουλευτές, δημοσιογράφους, καναλάρχες, επιχειρηματίες, να κόβει πρόστιμα, όταν το ζητάει ο Υπουργός Οικονομικών, να εκτοπίζει γυναίκες με μωρά στην αγκαλιά, να χτυπά διαδηλωτές, να τραμπουκίζει gay ζευγάρια και μετανάστες, να δολοφονεί εφήβους στα Εξάρχεια, να εξευτελίζει και να βασανίζει ανθρώπους, να ξυλοκοπεί φοιτητές κοντά σε ζαρντινιέρες, να χυδαιολογεί, να κακοποιεί ανθρώπους με διανοητική διαταραχή, να βιαιοπραγεί κατά φωτορεπόρτερ και ανταποκριτών, να ξυλοφορτώνει ηλικιωμένους και συνταξιούχους, να λειτουργεί παρακρατικά, να εκφοβίζει και να απειλεί ανθρώπους, να σέρνει διαδηλωτές από τα μαλλιά κτλ. Όταν πριν ένα χρόνο περίπου η Ελληνική Αστυνομία, θέλοντας να δείξει ένα πιο «ανθρώπινο» πρόσωπο, καλούσε τους γονείς, να μην τρομάζουν τα παιδιά τους δείχνοντας αστυνομικούς απειλώντας ότι θα τα βάλουν φυλακή, αν δεν τρώνε το φαγητό τους ή δεν κάθονται φρόνημα, ξέχασε να προσθέσει όλα εκείνα τα περιστατικά αστυνομικής βίας και ακόμη περισσότερο ξέχασε να δημοσιεύσει τις απαλλακτικές δικαστικές αποφάσεις των εμπλεκόμενων νταήδων αστυνομικών, για τα οποία κάθε γονιός και κάθε πολίτης θα έπρεπε όχι απλά να φοβάται, αλλά να νιώθει τρόμο και να μην μπορεί να κοιμηθεί.
Νιώθει άραγε ο πολίτης ασφάλεια με μία τέτοια αστυνομία; Εμπιστεύεται κανείς ένα κράτος, που προσλαμβάνει και εκπαιδεύει συνέχεια αστυνομικούς και ειδικούς φρουρούς, παρά δασκάλους και γιατρούς; Και δεν είναι τυχαίο το γεγονός, ότι η αστυνομία και ο αστυνομικός είναι δέκτες υβριστικών συνθημάτων από την κοινωνία. Δεν είναι τυχαίο, που η λέξη «αστυνομικός» έχει συνδεθεί με όλα σχεδόν τα αρνητικά επίθετα, που αφορούν τον ουσιαστικά και εμφατικά αντικοινωνικό χαρακτήρα αυτού του επαγγέλματος. Για τον μέσο πολίτη ιστορικά η αστυνομία είναι ταυτισμένη με τον χαφιεδισμό, τη ρουφιανιά, τη βία, την ανασφάλεια, τη ρυπαρότητα, τη διαφθορά, το ρατσισμό, το παρακράτος, την ακροδεξιά και τη ζωολογία. Δύσκολα μπορεί κανείς να πειστεί, ότι η δουλειά της αστυνομίας είναι να προστατεύει τους πολίτες. Όταν ακόμη και δημόσια εκφράζεται η άποψη, ότι κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης του Σύριζα η αστυνομία… «καταπιεζόταν», εύκολα μπορεί κανείς να συμπεράνει, γιατί τις τελευταίες εβδομάδες στελέχη και βουλευτές της ΝΔ με λόγια και πράξεις προσπαθούν να μεταρσιώσουν την δίψα της αστυνομίας για βία και καταστολή.
Η συμπλεγματική, κοντόφθαλμη και αντικοινωνική πολιτική της νέας κυβέρνησης στο εσωτερικό, έδωσε δείγματα ήδη από τον πρώτο μήνα και μετουσιώθηκε στις επιδρομικές επιχειρήσεις των «ανδρών» των ΜΑΤ στα Εξάρχεια. Οι «προδοτικές» γκάφες της κυβέρνησης στο εξωτερικό, από την άλλη, θα φέρουν μεγαλύτερη αμηχανία, όταν θα πρέπει να απολογηθεί και να αντιμετωπίσει τους Χρυσαυγίτες ψηφοφόρους της, τους «μακεδονομάχος» και τα «γραμμάτια», που υπέγραψε πριν τις εκλογές και τώρα πρέπει να εξοφλήσει. Και τότε να είστε σίγουροι, ότι θα δούμε κι άλλους Βοεβόδες στα κανάλια, να μιλάνε για «αιματάκια», «σκόνες» και «σκουπίδια», Ρουβίκωνες, αναρχικούς, μπαχαλάκηδες και οι δρόμοι να ρυπαίνονται με τους νταήδες του νόμου και της τάξης.
ΥΓ1 Η ΠΟΑΣΥ κήρυξε «έκπτωτο» και παρέπεμψε τον Μπαλάσκα στο Διοικητικό Συμβούλιο για τις ρατσιστικές του δηλώσεις. Δηλαδή η ΠΟΑΣΥ έπεσε από τα σύννεφα με τον Μπαλάσκα και δεν γνωρίζει αν υπάρχουν κι άλλοι «Μπαλάσκες» στην αστυνομία. Εάν δεν το γνωρίζουν ας κοιταχτούν μεταξύ τους και αν είναι τίμιοι, να παραδεχτούν, ότι συμφωνούν με το συνάδερφό τους. Θεωρώ, ότι η ΠΟΑΣΥ ακολουθεί την τακτική της επικοινωνίας παρά της ουσίας, όπως ακριβώς και οι πολιτικοί της προϊστάμενοι… δηλαδή της υποκρισίας.
ΥΓ2 Το επιχείρημα, ότι οι αστυνομικοί είναι οικογενειάρχες άνθρωποι, που κάνουν μια δουλειά και δεν ευθύνονται οι ίδιοι για τις διαταγές που παίρνουν, έχει πάψει προ πολλού να ακούγεται λογικό. Ο καθένας από εμάς, όταν αποφασίσει, να επιλέξει τι δουλειά θέλει να κάνει, οφείλει να γνωρίζει και τις ιδιαιτερότητες και τα γενικά χαρακτηριστικά της.
koutipandoras

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου