Πέμπτη 25 Ιουλίου 2019

Το πρόβλημα με τον Ανθιμο


Το πρόβλημα με τον Ανθιμο

του Δημήτρη Ακριβούλη*
Το πρόβλημα με την πρόσφατη επιτιμοποίηση του παναγιότατου μητροπολίτη Θεσσαλονίκης κ. Ανθιμου είναι διττό. Δεν είναι μόνον ουσιαστικό και εξόχως πολιτικό, όπως ορθά συζητείται. Οι τυπικές του διαστάσεις περιπλέκουν τη διεκδικούμενη ανάκληση της σχετικής απόφασης ως διοικητικής πράξης.
Επιδίωξή μου είναι η συμβολή στη νομική θεμελίωση της ανάκλησης. Επιθυμία μου είναι η αφαίρεση του τιμητικού τίτλου από έναν ιεράρχη που -πέραν όσων άλλων πολιτικών τε και επιστημονικών έχει κατά καιρούς δηλώσει- με πρόσχημα τον σεβασμό της ιδιωτικότητας του κατ’ εξακολούθηση βιασθέντος ανήλικου τροφίμου σε ίδρυμα ευθύνης του (Παπάφειο Ορφανοτροφείο) δήλωσε ότι το ζήτημα «δεν δικαιολογεί εκτεταμένη δημοσιότητα».
Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης απάλλαξε τον παναγιότατο από τις κατηγορίες της παράβασης καθήκοντος και υπόθαλψης εγκληματία, υποστηρίζοντας ότι η μη ενημέρωση της Αστυνομίας και της Εισαγγελίας Ανηλίκων μετά την πρώτη καταγγελία του βιασθέντος ήταν ορθή, «δεδομένης της φύσης της υπόθεσης και της ανηλικότητας των εμπλεκομένων». Στη θεσμική της έκφραση, ωστόσο, η Δικαιοσύνη δεν μπορεί να τον απαλλάξει από την ηθική ευθύνη των πράξεων ή παραλείψεων εκείνων που εν τέλει επέτρεψαν την επανάληψη του βιασμού, ούτε προφανώς να δικαιολογήσει την ένοχη σιωπή του, πόσο δε μάλλον την ως άνω επαίσχυντη δήλωση. Για την απουσία όμως του ονείδους είμαστε όλοι συνυπεύθυνοι. Και θυμίζω τα παραπάνω για να αναλάβουμε τη δική μας ευθύνη.
Πιστεύω στην πολιτική δύναμη της διαφωνίας. Συνάδελφοι που σέβομαι και εκτιμώ πλέον περισσότερο για τη γενναιότητα της αντίδρασής τους έχουν δημόσια ζητήσει την ανάκληση της απόφασης. Το διαδικτυακό «ψήφισμα πολιτών» που διενεργείται ζητώντας την «ακύρωση της απόφασης του ΑΠΘ», έχει ήδη συγκεντρώσει περισσότερες από 37.000 υπογραφές. Δεν είναι η στιγμή να σταθούμε στην κριτική του «κλικ-ακτιβισμού». Μια πράξη ωστόσο που παράγει νομικά αποτελέσματα ανατρέπεται (τουλάχιστον εντός της έννομης τάξης που την παρήγαγε) με τρόπο νομικό.
Πράγματι το τότε ισχύον νομοθετικό πλαίσιο (Ν. 4009/2011) δεν εξαρτούσε την ισχύ της απόφασης της Κοσμητείας περί αναγόρευσης από την έγκριση ενός ανώτερου οργάνου. Εθετε όμως παρόμοιες αποφάσεις εντός των όρων και κριτηρίων απονομής του τίτλου, που θα έπρεπε να περιγράφονται στον Οργανισμό του ιδρύματος. Ο λόγος της υπαγωγής είναι σαφής και μαρτυρά τη βούληση του νομοθέτη: η αποτροπή της αυθαίρετης χρήσης του θεσμού και η ένταξή του σε ένα πλαίσιο αρχών που τίθενται με απόφαση ανώτερου συλλογικού οργάνου. Ανάλογη ρύθμιση όμως απουσίαζε. Αυτά προφανώς τα γνώριζε το Τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας, όπως γνώριζε και την επερχόμενη (δύο μήνες μετά) μεταβολή του νομοθετικού πλαισίου, που μεταβίβασε πλέον την εν λόγω αρμοδιότητα στη Σύγκλητο. Εύχομαι ο παναγιότατος να χαίρει άκρας υγείας.
Η εύκολη νομικά λύση θα ήταν ασφαλώς η Κοσμητεία της Θεολογικής Σχολής να ανακαλέσει η ίδια την απόφασή της. Μια άλλη λύση θα ήταν ο παναγιότατος να αποποιηθεί τον τίτλο υπό το βάρος της δημόσιας κατακραυγής. Κανένα από τα δύο ενδεχόμενα δεν είναι πιθανά. Αν δεχθούμε ότι πρόκειται περί «νόμιμης» ευμενούς διοικητικής πράξης, τότε η ανάκλησή της θα μπορούσε να θεμελιωθεί στην επίκληση ειδικά αιτιολογημένων λόγων δημοσίου συμφέροντος, δεδομένης της πρωτοφανούς δημόσιας αντίδρασης. Η επιλογή αυτή φαίνεται ως η μόνη διέξοδος που επιτρέπει το γράμμα του νόμου και οι αυστηρά προσδιορισμένες αρμοδιότητες των οργάνων του ιδρύματος.
Το γεγονός αυτό και μόνο αποδεικνύει ότι το Πανεπιστήμιο παραμένει ουσιαστικά ανοχύρωτο στην εκπλήρωση της εκ του νόμου αποστολής του, της «προσήλωσης στις αρχές της κοινωνικής συνοχής», του «σεβασμού στις αξίες της κοινωνικής αλληλεγγύης, της ειρήνης και της ισότητας», της προάσπισης των αρχών «της αμεροληψίας των οργάνων του κατά την άσκηση του έργου τους και κατά τη λήψη ατομικών και συλλογικών αποφάσεων» και «της ίσης μεταχείρισης μεταξύ των φύλων και του σεβασμού κάθε διαφορετικότητας».
Σε κάθε περίπτωση, όπως η δημοκρατία δεν μπορεί να εκπληρώσει την αποστολή της όταν αντιμετωπίζεται μόνον ως μέθοδος, έτσι και ο νόμος δεν μπορεί να υπηρετήσει το δίκαιο, όταν η γραμματική του ερμηνεία αναιρεί τις αρχές που τον γέννησαν. Αν διατηρείτε ακόμη επιφυλάξεις, θα ήθελα να ρωτήσω το εξής: Τι θα συνέβαινε αν η ιστορική συγκυρία επέτρεπε τη διαμόρφωση ομόφωνης απόφασης αναγόρευσης ενός δικτάτορα σε επίτιμο διδάκτορα; Θα συνεχίζαμε να επιμένουμε σαν να μη διδαχθήκαμε απολύτως τίποτε από την πρόσφατη ιστορία;
Η πρότασή μου είναι απλή και δύσκολη: Αν και η επίκληση λόγων δημοσίου συμφέροντος θα αρκούσε από μόνη της ως νομική βάση, μια πλέον πολιτική επιλογή θα έστελνε ένα ηχηρότερο μήνυμα στην κοινωνία και θα περιποιούσε τιμή στο ίδρυμα ιστορικά. Ανώτατο συλλογικό όργανο διοίκησης ενός Πανεπιστημίου είναι πλέον η Σύγκλητος και ως τέτοιο έχει την καταρχήν υποχρέωση υπηρέτησης της αποστολής του και προάσπισης των αρχών λειτουργίας του. Ως τέτοιο και σε αυτή τη βάση έχει την υποχρέωση της με κάθε τρόπο ανάκλησης της απόφασης. Αλλως, το Παπάφειο θα προστεθεί στη μακρά λίστα των κτιρίων που στοιχειώνουν την πόλη.
*επίκ. καθηγητής του Τμήματος Βαλκανικών, Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας
efsyn

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου