Παρασκευή 13 Ιανουαρίου 2017

Η αχαρτογράφητη πορεία της Ευρώπης στα 2017


Λευκός Οίκος

του Γεώργιου Νικ. Σχορετσανίτη
Κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, η γηραιά ήπειρος της Ευρώπης για το μεγαλύτερο τουλάχιστον χρονικό διάστημα, δεν ένιωσε μοναξιά, εγκαταλειμμένη και αβοήθητη στις ανώμαλες ορέξεις των Ναζί, αφού είχε, με κάποιο τρόπο, τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής στο πλευρό της.
Έκτοτε οι σχέσεις των δύο συμμάχων, υπήρξαν καλές με αρκετά όμως κατά καιρούς σκαμπανεβάσματα, αλλά σίγουρα ήταν μια μάλλον «οικογενειακή υπόθεση», βασισμένη ουσιαστικά στην αίσθηση ότι ο ένας θα βρίσκεται δίπλα στον άλλο σε επικίνδυνες περιόδους κρίσεων και ότι οι δύο πλευρές είναι ομοϊδεάτες που μοιράζονται ίδια πολιτιστικά ιδεώδη και μακροχρόνιες κοινές ιστορικές αξίες.
Όλα αυτά, μέχρι πρόσφατα!
Η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στο ανώτατο αξίωμα ως Προέδρου των ΗΠΑ, απειλεί κατά τα φαινόμενα να οδηγήσει αυτή τη μακροχρόνια και αρμονική σχέση σε μια υποψία διάστασης ή πιθανού διαζυγίου, τουλάχιστον όπως διαγράφεται και διαφαίνεται στον ορίζοντα στις μέρες μας.
Ο καινούργιος πρόεδρος πιστεύει και είναι υπέρμαχος περισσότερο της ανύψωσης πολυποίκιλων τοίχων και ακόμα των δύσκολα προσπελάσιμων ωκεανών, απ’ ό,τι στην αλληλεγγύη με τους παραδοσιακούς Ευρωπαίους συμμάχους, και έχει καταστήσει σαφές ότι θα βάλει σε πρώτη προτεραιότητα τη δική του χώρα.
«Δεν θα παραδώσουμε πλέον αυτή τη χώρα, ή τους ανθρώπους της», δήλωσε σε μια σημαντική ομιλία όταν αναφέρθηκε στην εξωτερική πολιτική, «ούτε θα έρθουμε σε επαφή με το ψεύτικο τραγούδι της παγκοσμιοποίησης», καταφερόμενος εμμέσως πλην ασαφώς ενάντια στις πολυποίκιλες παραμέτρους της παραπάνω έννοιας.
Τι θα κάνει τελικά ο Ντόναλντ Τραμπ είναι ένα ερώτημα που πλανάται αμείλικτο στον ορίζοντα!
Οι μελλοντικές του αποφάσεις είναι αντικείμενο με το οποίο ασχολούνται κατά κόρον όλα τα υπουργεία Εξωτερικών και τα πολιτικά ιδρύματα σε όλο τον κόσμο, ενώ παράλληλα οι πολιτικοί αναλυτές και σχολιαστές προσπαθούν να δουν και να ζυγίζουν το κόστος και τα οφέλη, τόσο για την Αμερική, όσο και τον υπόλοιπο κόσμο των όποιων δρομολογημένων και μελλοντικών επιλογών του. 
Οι Ευρωπαίοι, ειδικότερα, δεν θα πρέπει να συνηθίσουν μόνο τις ιδιορρυθμίες και να αρχίσουν να αποκρυπτογραφούν τις απόκρυφες απόψεις, τα μισόλογα και τα υπονοούμενα του καινούργιου προέδρου, αλλά θα πρέπει και να βλέπουν τον κόσμο μέσα από διαφορετικά μάτια και κάτω από διαφορετικό πρίσμα.
Υπάρχουν, μάλιστα, αρκετοί λόγοι που κάνουν κάποιον παρατηρητή να αναμένει ότι η καινούργια Αμερική του Τραμπ θα είναι κατά πάσα πιθανότητα η μεγαλύτερη πηγή παγκόσμιας αναταραχής και ανησυχίας.
Πρόσφατα δήλωσε αποφασισμένος να ενισχύσει το πυρηνικό οπλοστάσιο της Αμερικής, «μέχρι να έρθει ο κόσμος στα συγκαλά του», σκορπώντας και σπέρνοντας καινούργια μηνύματα ανησυχίας σε παγκόσμιο επίπεδο.
Κατ’ αρχάς, οι όποιες «αμερικανικές εγγυήσεις» δεν δείχνουν να είναι πλέον αξιόπιστες, όσο έδειχναν στο παρελθόν.
Ο καινούργιος, 45ος πρόεδρος των ΗΠΑ εξετάζει σοβαρά και φέρνει στο προσκήνιο το ερώτημα κατά πόσον θα πρέπει να υπερασπιστεί τα πρώην ανατολικά κράτη, μέλη σήμερα του ΝΑΤΟ, αν τα ίδια αυτά δεν κάνουν κάτι περισσότερο για να υπερασπιστούν τους ίδιους τους εαυτούς τους.
Ο ίδιος, επίσης, έχει πει ότι κάποιοι θα πρέπει να καταβάλλουν το αναλογούν ποσό για να έχουν την κάλυψη και την αμερικανική ασφάλεια.
Στην Ευρώπη, τη Μέση Ανατολή και την Ασία, ο Τραμπ έχει καταστήσει σαφές ότι η Αμερική δεν θα παίζει πλέον το ρόλο του χωροφύλακα, και αντ’ αυτού είναι καλύτερα να υπάρχει ένα είδος ιδιωτικής εταιρείας ασφαλείας ανοιχτή για ενοικίαση, καθιστώντας πια κάποιους υπαινιγμούς κάτι περισσότερο από σαφείς και ξεκάθαρους.
Τα παγκόσμια θεσμικά όργανα, είναι σίγουρο πια, ότι θα βρεθούν υπό καθεστώς σύγχυσης και πιθανώς θα βιώσουν περίεργη επιθετική συμπεριφορά.
Ο Ντόναλντ Τραμπ απορρίπτει κατηγορηματικά την άποψη ότι η φιλελεύθερη παγκόσμια τάξη την οποία έχτισαν τεχνηέντως οι ΗΠΑ μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, και επεκτάθηκε μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, είναι ο φθηνότερος τρόπος για την υπεράσπιση αμερικανικών αξιών και συμφερόντων.
Όπως και ο Τζορτζ Μπους μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001, έτσι κι αυτός, αισθάνεται ότι οι διεθνείς οργανισμοί με τους τρόπους τους θέτουν αφόρητους και κάπως ενοχλητικούς περιορισμούς στην ελευθερία δράσης των ΗΠΑ, τουλάχιστον στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής.
Συγκεκριμένα έχει δημιουργήσει μια ατζέντα πλήρους αναθεώρησης των σχέσεων με το σύνολο σχεδόν των εν λόγω φορέων, από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, το ΝΑΤΟ και τα Ηνωμένα Έθνη.
Το γεγονός ότι θέλει να ξεκινήσει νέες διαπραγματεύσεις σε όλες τις διεθνείς σχέσεις της χώρας του και να προχωρήσει σε επαναδιαπραγμάτευση των όρων κάθε μιας συμφωνίας, είναι πολύ πιθανό να προκαλέσει παρόμοια αντίδραση και αναταραχή μεταξύ των πολλών εταίρων των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής.
Παράλληλα, και εδώ εδράζεται ο μεγαλύτερος φόβος, ενώ δείχνει να επιθυμεί να τροποποιήσει όλες τις διακρατικές σχέσεις των ΗΠΑ, για κάποιο περίεργο λόγο δείχνει να είναι φιλικότερος προς τους παραδοσιακούς εχθρούς της Αμερικής, παρά τους συμμάχους της!
Μια ακόμα μεγαλύτερη πρόκληση για τους Ευρωπαίους, είναι ο θαυμασμός του για τον πρόεδρο της Ρωσίας, Βλαντίμιρ Πούτιν.
Έτσι έχει ενδιαφέρον αν στο πλαίσιο ενός μεγάλου διπλωματικού δούναι λαβείν μεταξύ των δύο χωρών, αναγνωρίσει την από το 2014 προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία, κάτι που θα φέρει την Ευρωπαϊκή Ένωση σε ένα ομολογουμένως δυσχερέστατο ρόλο, από κάθε πλευρά και χωρίς πολλά-πολλά περιθώρια ελιγμών.
Τέλος, υπάρχει αυτό που δείχνει κατά κόρον, το απρόβλεπτο του χαρακτήρα του.
Ακόμη και κατά τη διάρκεια των τελευταίων μηνών της προεκλογικής του εκστρατείας, ο Τραμπ σχεδόν για κάθε θέμα φαίνεται ότι βρίσκεται και στηρίζεται και στις δύο αντικρουόμενες ή αντίπαλες πλευρές, και μάλιστα χωρίς να παραδέχεται ότι έχει αλλάξει τη γνώμη του!
Στην καινούργια κατάσταση που δείχνει να διαμορφώνεται, όλοι πρέπει να προσαρμοστούν, και το ερώτημα είναι όχι μόνο τι θα κάνει εκείνος, αλλά και τι θα κάνουν οι Ευρωπαίοι, σύμμαχοι και μη, από μεριάς τους.
Γνωρίζουμε από την έως τώρα συμπεριφορά του, ότι είναι πιθανό να θέλει να μοιάσει με κάποιους ισχυρούς προέδρους και να θεωρεί την όποια αδυναμία του άλλου ως πρόκληση και πρόσκληση για επιθετικότητα.
Είδαμε από την εμπειρία της διάλυσης του Ιράκ, τελευταία, ότι μια διαιρεμένη και σκορπισμένη Ευρώπη έχει μικρή ικανότητα να επηρεάσει αποτελεσματικά τις ΗΠΑ, αλλά εκεί όπου η Ευρώπη και η Αμερική συνεργάστηκαν από κοινού για πολλά θέματα, όπως τους ανταγωνισμούς και τη φορολογία, η Ευρώπη κατάφερε και στάθηκε απέναντι στην Αμερική ισάξια, και κάποιες φορές μάλιστα από θέση ισχύος.
Το ίδιο ίσχυε και με τη πολιτική και τη διαμάχη απέναντι στο Ιράν, όταν τα μεγάλα κράτη μέλη της Ε.Ε. συμφώνησαν σε πολλά πράγματα με τις ΗΠΑ, αποφεύγοντας έτσι τα χειρότερα σενάρια με απρόβλεπτες εξελίξεις στη συγκεκριμένη περιοχή.
Μετά τις τελευταίες αμερικανικές εκλογές, η Ευρωπαϊκή Ένωση ίσως αναγκαστεί να ξεκινήσει γρηγορότερα τη διαδικασία συμφωνίας για κοινή πολιτική στη διεθνή ασφάλεια, την εξωτερική πολιτική των χωρών τους, τη μετανάστευση, τους πρόσφυγες, την άμυνα και φυσικά το κρίσιμο κεφάλαιο της οικονομίας.
Αυτό θα είναι δύσκολο, βέβαια, καθώς η Ευρώπη είναι βαθύτατα διχασμένη, με το Ηνωμένο Βασίλειο αποφασισμένο να προχωρήσει πλέον μόνο του στη διεθνή σκηνή, μακριά από τους άλλους Ευρωπαίους, τη Γαλλία να φοβάται όσο κανένας άλλος την τρομοκρατία λόγω των τελευταίων σοβαρών τρομοκρατικών χτυπημάτων που βίωσε στην καρδιά της γνωρίζοντας ότι είναι τρομακτικά ευένδοτη για πολλούς λόγους τους οποίους όμως η ίδια γνωρίζει και μάλιστα πολύ καλά ασχέτως αν δεν τους κατονομάζει και ομολογεί δημόσια, την Πολωνία να φοβάται τη διπλανή Ρωσία, και τη Γερμανία με τον αναβαθμισμένο ρόλο της στο εσωτερικό της, κατ’ όνομα μόνον, ευρωπαϊκής οικογένειας, να προσπαθεί να διαχειριστεί το καυτό ζήτημα των προσφύγων και των μεταναστών, κι ακόμα τελευταία με τα τρομοκρατικά χτυπήματα στο Βερολίνο, προσπαθώντας παράλληλα να δώσει τη δέουσα λύση στο δραματικό και πολυεπίπεδο πρόβλημα, τις χώρες του Βίσεγκραντ με τη σειρά τους να προβληματίζονται για τη σχέση τους με την υπόλοιπη Ευρώπη και τις Βαλτικές χώρες να βρίσκονται στο μεταίχμιο ανατολής και δύσης, και κατά πως φαίνεται τον υπ’ αριθμόν ένα «στόχο» της Ρωσίας λόγω των γνωστών δημογραφικών προβλημάτων, των σύγχρονων ευρωπαϊκών απαρτχάιντ για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, που ταλανίζουν το εσωτερικό των κοινωνιών τους.
Οι Ευρωπαίοι θα πρέπει πλέον να δείξουν ότι είναι σε θέση να καλύψουν τις χώρες τους και να οικοδομήσουν συμμαχίες, αν είναι δυνατόν και με άλλους.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, αν ποτέ κατορθώσει να αποκτήσει ενιαία φωνή, πρέπει να προσεγγίσει και άλλες δυνάμεις ώστε να βοηθήσει να καλυφτούν τα παγκόσμια θεσμικά όργανα κατά της αχαρτογράφητης πορείας που δρομολογεί χωρίς πυξίδα, κατά τα φαινόμενα, ο Τραμπ και να διαφοροποιήσει τις διάφορες σχέσεις της και την εξωτερική της πολιτική.
Θα μπορούσε να ξεκινήσει διαβουλεύσεις με τους Κινέζους, λένε κάποιοι, υπενθυμίζοντας παράλληλα στις ΗΠΑ τις αξίες της ως τώρα διατλαντικής συμμαχίας, να αναπτύξει μια διαφορετική σχέση με την Ιαπωνία, κι ίσως να δει τι αποφάσεις θα πάρει και τι θα κάνει στο θέμα της Ουκρανίας, στο οποίο ούτως ή άλλως είχαν μεγάλη και αποφασιστική εμπλοκή.
Επιπλέον, οι Ευρωπαίοι θα πρέπει να αρχίσουν να επενδύουν στη δική τους ασφάλεια.
Στα θέματα της Ουκρανίας, της Συρίας, στις επιθέσεις στον κυβερνοχώρο, στις τρομοκρατικές επιθέσεις, και τόσα άλλα, η ασφάλεια της Ευρώπης πρέπει να ιδωθεί και να θεωρηθεί με διαφορετικούς τρόπους.
Παρά την αντίληψη και περιρρέουσα άποψη ότι τα πεντακόσια εκατομμύρια Ευρωπαίων δεν μπορούν συνεχόμενα να αναθέτουν την ασφάλειά τους στα τριακόσια εκατομμύρια των Αμερικανών, η Ε.Ε. έχει κάνει ελάχιστα πράγματα για να κλείσει το χάσμα ανάμεσα στις ανάγκες της ασφάλειάς της και στις δυνατότητές της, και είναι πια καιρός να οικοδομήσουν ένα σύστημα κοινής ευρωπαϊκής άμυνας βασισμένο σε καλά οργανωμένο σχέδιο.
Ήδη άρχισαν να γίνονται κάποιες νύξεις περί κοινού ευρωπαϊκού στρατού, αν και το θέμα περί κοινής ευρωπαϊκής άμυνας υπάρχει εδώ και καιρό στο μυαλό πολλών, αλλά σε θεωρητικό πάντοτε επίπεδο.
Παράλληλα είναι σημαντικό να βρεθούν τρόποι θεσμοθετημένης δέσμευσης του Ηνωμένου Βασιλείου στη νέα αρχιτεκτονική ασφάλειας στην Ευρώπη, αφού κι αυτό βρίσκεται, τουλάχιστον γεωγραφικά, στις παρυφές της Ευρώπης.
Σε όλους αυτούς τους τομείς, φυσικά, οι Ευρωπαίοι όποιες αποφάσεις κι αν πάρουν, όπως κι αν ενεργήσουν, θα αναγκαστούν να κρατήσουν ταυτόχρονα την πόρτα ανοιχτή για τη διατλαντική συνεργασία.
Και, φυσικά, ο δυτικός κόσμος, λένε οι πολιτικοί αναλυτές και σχολιαστές του, δεν πρέπει να ξεχνάει σε κάθε περίπτωση, ότι ο Τραμπ δεν θα βρίσκεται στο τιμόνι της Αμερικής για πάντα, αλλά η διατλαντική σχέση θα είναι πιο πιθανό να επιβιώσει αν είναι χτισμένη και εδραιωμένη, όπως και είναι έως τώρα, σε δύο πυλώνες που να κατανοούν και να υπερασπίζονται τα δικά τους κοινά συμφέροντα.
Αυτή θα είναι μια σκληρή ατζέντα να υιοθετηθεί, για πολλούς λόγους αλλά και γιατί η Ευρώπη βρίσκεται αντιμέτωπη με τον δικό της λαϊκίστικο εθνικισμό.
Η Μαρίν Λεπέν, του Εθνικού Μετώπου της Γαλλίας, ήταν μεταξύ των πρώτων πολιτικών ηγετών που συγχάρηκαν τον Ντόναλντ Τραμπ για τη νίκη του, την οποία φυσικά ακολούθησαν κι άλλοι!
Αλλά, κι αυτό είναι κάτι παραπάνω από σίγουρο, ότι οι περισσότεροι, ηγέτες στην Ευρώπη, θα δυσκολευτούν να υπερασπιστούν τα εθνικά τους συμφέροντα αν αποφασίσουν να προχωρήσουν μόνοι τους μπροστά στις προκλήσεις της ιστορίας, παρακάμπτοντας τους άλλους.
Για να επιβιώσουν μέσα στον αχαρτογράφητο και αμφιλεγόμενο κόσμο του νέου Προέδρου Τραμπ, θα πρέπει να προσπαθήσουν να κάνουν την Ευρώπη μεγάλη και πάλι. Κάτι που αυτή τη στιγμή δεν είναι! Τουλάχιστον για τους πολίτες των περισσότερων χωρών της!
EFSYN

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου