της Δώρας Κοτσακά*
Μετά την έγκριση της CETA από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, σήμερα η σκυτάλη έχει δοθεί στα Εθνικά Κοινοβούλια. Πέραν της καταψήφισης της CETA, τα εργαλεία που υπάρχουν στο τραπέζι, προκειμένου να είναι κανείς μέρος της λύσης και όχι του προβλήματος, είναι πολλά.
Η CETA, όπως ήταν αναμενόμενο, ψηφίστηκε από την Ευρωβουλή στα μέσα Φεβρουαρίου. Όλα τα δεξιά κόμματα, με την αρωγή των 2/3 των Σοσιαλδημοκρατών την υπερψήφισαν. Είναι ενδιαφέρον ότι η χώρα μας αθροιστικά βρίσκεται στην τέταρτη θέση μεταξύ των χωρών-μελών των οποίων οι ευρωβουλευτές τάχθηκαν κατά της συμφωνίας (με πρώτες τη Γαλλία και την Αυστρία). Μέσα στους επόμενους μήνες αναμένεται να ξεκινήσει η περίοδος προσωρινής εφαρμογής της CETA, της πρώτης συμφωνίας απορρύθμισης, στην πιο ελαφρά εκδοχή της. Το πλήρες πακέτο (με την περίληψη του ICS, των εταιρικών διαιτητικών πάνελ που θα δίνουν τη δυνατότητα στις πολυεθνικές να μηνύουν τα κράτη) θα πρέπει να ψηφιστεί από τα 38 εθνικά και περιφερειακά κοινοβούλια των χωρών της ΕΕ μέσα στα επόμενα τρία χρόνια. Αν έστω και ένα κοινοβούλιο διαφοροποιηθεί, τότε η συμφωνία δεν μπορεί να προχωρήσει. Όλοι όσοι έχουν πραγματικά γνώση του περιεχομένου της συμφωνίας ελπίζουν ότι η συνακόλουθη δημοσιότητα θα φέρει ως αποτέλεσμα την ενημέρωση των λαών της Ευρώπης και στη συνέχεια πολιτική πίεση που θα υποχρεώσει τις πολιτικές δυνάμεις και τους εμπλεκόμενους φορείς να αναλάβουν με σοβαρότητα τις ευθύνες τους.
Ήδη η Αυστρία, μετά από κινητοποίηση και συλλογή υπογραφών των πολιτών, δεσμεύτηκε ότι θα προχωρήσει σε σχετικό δημοψήφισμα, καθώς έγινε πλέον κατανοητό ότι το θέμα αυτού του τύπου διεθνών «εμπορικών» συμφωνιών έχει να κάνει με το θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας της Δημοκρατίας και όχι με το εμπόριο. Παρόμοια συζήτηση βρίσκεται σε εξέλιξη και σε άλλες χώρες. Την ίδια στιγμή στη Γαλλία και τη Γερμανία οι βουλευτές προσφεύγουν στα Συνταγματικά Δικαστήρια των χωρών τους, με σκοπό την ετυμηγορία τους σχετικά με την παραβίαση βασικών συνταγματικών αρχών που θα επιφέρει η εφαρμογή της CETA.
Η ελληνική θέση
Αν και στην Ελλάδα η σχετική συζήτηση έχει περιοριστεί στο θέμα της φέτας, που χάνει την κατοχύρωσή της ως ΠΟΠ (Προϊόν Ονομασίας Προέλευσης), το ενδιαφέρον σχετικά με την ελληνική στάση είναι ισχυρό και στο εξωτερικό. Μέχρι σήμερα δεν φαίνεται να επικρατεί σύμπνοια. Σύμφωνα με την Πολιτική Απόφαση του 2ου Συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ (13-16/10/2016):
«Κρίσιμη για το μέλλον της χώρας μας και της Ευρώπης είναι η απόρριψη των διατλαντικών συμφωνιών για το εμπόριο και τις επενδύσεις, TTIP και CETA. Οι συμφωνίες αυτές απειλούν τα δικαιώματα των καταναλωτών, τα εργατικά δικαιώματα, το περιβάλλον και την οικονομική ανάπτυξη και υποσκάπτουν τα κυριαρχικά δικαιώματα των εθνικών κυβερνήσεων και των εθνικών κοινοβουλίων. Η απόρριψή τους από την ελληνική κυβέρνηση και τη Βουλή, αλλά και η αποτροπή της “προσωρινής” ισχύος της CETA είναι σταθερή επιδίωξη του ΣΥΡΙΖΑ και της Ευρωπαϊκής Αριστεράς».
Στη ίδια γραμμή φαίνεται να βρίσκονται και νομαρχιακές συνδιασκέψεις του ΣΥΡΙΖΑ, που έχουν πάρει αντίστοιχες αποφάσεις και καλούν την κυβέρνηση να εφαρμόσει τις αποφάσεις του 2ου συνεδρίου (Δυτικής Αθήνας, Λάρισας κ.α.). Η Νεολαία ΣΥΡΙΖΑ τάσσεται με σαφήνεια κατά της CETA και συμμετέχει στις δημόσιες κινηματικές δράσεις. Σαφή θέση έχει πάρει και το Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς, με τη διοργάνωση και συμμετοχή του σε πλήθος εκδηλώσεων, αλλά και τη συμβολή του σε επίπεδο επιστημονικής τεκμηρίωσης τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Πενήντα δήμοι και τρεις περιφέρειες έχουν ανακηρυχτεί «ελεύθερες ζώνες» από την ΤΤΙΡ και τη CETA, διακηρύττοντας σύμφωνα με τα ψηφίσματά τους ότι αρνούνται να εντάξουν τις διοικητικές τους περιφέρειες σε αυτό το σχέδιο, διότι αντιβαίνει το δημόσιο συμφέρον. Μεταξύ αυτών βρίσκεται και η μεγαλύτερη περιφέρεια της χώρας, η περιφέρεια Αττικής.
Επιπλέον, πρόσφατα δημοσιεύτηκε το ετήσιο Υπόμνημα που συνέταξαν οι «Ευρωπαίοι Οικονομολόγοι για την Εναλλακτική Οικονομική Πολιτική στην Ευρώπη», το οποίο προσυπογράφουν 274 οικονομολόγοι, μεταξύ των οποίων και επιφανή μέλη της κυβέρνησης, όπως ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Γιάννης Δραγασάκης ή η Μαρία Καραμεσίνη (πρόεδρος του ΟΑΕΔ) κ.ά. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται σε αυτό:
«Από την έναρξη της προσωρινής αναστολής των διαπραγματεύσεων για τη Διατλαντική Εταιρική Σχέση Εμπορίου και Επενδύσεων (TTIP) και την έναρξη της εφαρμογής της Συνολικής Οικονομικής και Εμπορικής Συμφωνίας (CETA) μεταξύ ΕΕ και Καναδά, η τελευταία έχει κλέψει τα φώτα της δημοσιότητας. Ωστόσο, μεταξύ των αριστερών κομμάτων, των συνδικάτων και των κοινωνικών κινημάτων πολλοί θεωρούν ότι η CETA είναι τόσο οπισθοδρομική, όσο και η TTIP αναφορικά με τη δημοκρατία και το κράτος δικαίου.
Μια από τις πιο επίμαχες διατάξεις αφορά στο αποκλειστικό και μονομερές δικαίωμα των διεθνικών εταιριών να μηνύουν κυβερνήσεις στα ιδιωτικά, διαιτητικά δικαστήρια για απώλειες που προκύπτουν μετά από μια αλλαγή στη νομοθεσία. Παρά το γεγονός ότι σύμφωνα με τη CETA “το δικαίωμα ρύθμισης εντός των εδαφών τους για την επίτευξη νόμιμων στόχων πολιτικής” είναι κατοχυρωμένο στα κράτη, το ενδεχόμενο επιβολής κολοσσιαίων αποζημιώσεων είναι αρκετό για να παραλύσει οποιαδήποτε κυβερνητική δράση. Επιπλέον, με δεδομένη την ισχυρή παρουσία των αμερικανικών εταιριών στον Καναδά, αυτές μπορούν να επιτύχουν, μέσω της CETA, ένα σημαντικό μέρος των στόχων της TTIP. Λαμβάνοντας υπόψη ότι η CETA πρέπει να επικυρωθεί από τα εθνικά κοινοβούλια τα κράτη μέλη θα αποτελέσουν το βασικό επίπεδο εναντίωσης απέναντι στη CETA».
Με παρόμοιο σκεπτικό το κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς GUE/NGL, στην οποία ανήκει ο ΣΥΡΙΖΑ, καλούσε τα μέλη του Ευρωκοινοβουλίου να καταψηφίσουν την προσωρινή εφαρμογή της CETA, ενώ τεκμηριώνει και οργανώνει τις αντιστάσεις στις συμφωνίες δυναμικά και με συνέπεια τα τελευταία χρόνια. Στην ίδια γραμμή, η Προοδευτική Συμμαχία (Progressive Caucous), η οποία συγκροτήθηκε πέρσι στα πλαίσια του Ευρωκοινοβουλίου. Σε αυτή συμμετέχουν ευρωβουλευτές της Αριστεράς, των Πρασίνων και των Σοσιαλιστών – Δημοκρατών και διατυπώνουν ρητά τη θέση τους ότι «η CETA και η TTIP δεν είναι παρά οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος», κάτι που προσυπογράφουν και οι ευρωβουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, όπως οι κ.κ. Παπαδημούλης, Κούλογλου κ.α.
Όπως γνωρίζουμε, το πράσινο φως δόθηκε στη CETA από την ελληνική κυβέρνηση. Μπροστά στην αντίφαση που προκύπτει, δεν είναι λίγοι αυτοί που αναγνωρίζουν ότι η διαπραγματευτική θέση της χώρας και ο κίνδυνος απομόνωσής της, σε περίπτωση που κρατούσε μία στάση αντίστοιχη αυτής της Βαλλονίας, ερμηνεύουν την ελληνική στάση, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Αυτό που κανείς δεν μπορεί να δεχθεί είναι την προσπάθεια παρουσίασης της συμφωνίας ως μίας «καλής συμφωνίας». Αρχικά είναι σκόπιμο να καταστεί σαφές ότι το επιχείρημα που ακούγεται ότι «ο Καναδάς είναι καλύτερος από τις ΗΠΑ» ή «η CETA είναι καλύτερη από την TTIP» είναι άσχετο. Ενδεικτικά αναφέρομαι στη λειτουργία των εταιρικών διαιτητικών πάνελ (ISDS/ICS) που περιλαμβάνει η CETA. Το θέμα δεν είναι αν είναι καλός ή κακός ο Καναδάς, αλλά η χρήση των εταιρικών διαιτητικών πάνελ που θα κάνουν οι πολυεθνικές εταιρείες, όπως και του Συμβουλίου Ρυθμιστικής Συνεργασίας που δίνει στις τελευταίες τη δυνατότητα να γνωμοδοτούν νομοθετικά. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι 41.000 αμερικάνικες πολυεθνικές έχουν έδρα και στον Καναδά και μπορούν ωραιότατα να κάνουν τη δουλειά τους μέσω της CETA.
Κανένα όφελος
Αν αυτές οι συμφωνίες φτάσουν στην εφαρμογή το συνεπαγόμενο κόστος θα είναι τεράστιο. Μετονομάζουν ως «εμπόδια στο εμπόριο» κατακτήσεις και δικαιώματα σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής και οικονομικής ζωής, ενώ ταυτόχρονα βάλουν κατά του ίδιου του θεσμικού πλαισίου της Δημοκρατίας, καθιστώντας την εταιρειοκρατία από κακόηχη λέξη, εφαρμόσιμη δυστοπία. Την ίδια στιγμή, κανείς δεν δίνει νούμερα σχετικά με το τι θα κερδίσουν οι πολίτες των ευρωπαϊκών χωρών. Ως προς τα οφέλη από τη CETA, μία προσεκτική αναζήτηση αποκαλύπτει ότι πέρα από γενικόλογες αναφορές του τύπου «θα αυξηθεί η ανάπτυξη, θα κάνουν άλμα οι εξαγωγές, μεγάλη ευκαιρία για την αύξηση των θέσεων εργασίας κλπ», ακριβή νούμερα δεν δίνονται πουθενά.
Είναι ενδεικτικό ότι ενώ η Κομισιόν είναι υποχρεωμένη να εισηγείται μία Τεχνική Έκθεση ή Μελέτη Επιπτώσεων για τις εμπορικές και επενδυτικές συμφωνίες που καλεί το σώμα να κυρώσει, στην περίπτωση της CETA η εν λόγω τεχνική έκθεση είναι του 2011. Έκτοτε δεν επανήλθαν και ζητάνε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και τα Εθνικά Κοινοβούλια να κυρώσουν μία συνθήκη τεράστιας σημασίας χωρίς να μπουν καν στον κόπο να επικαιροποιήσουν τη μελέτη. Πρόκειται για πρωτοφανή κίνηση που υποτιμά το ρόλο των κοινοβουλίων και την αξιοπιστία της ίδιας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Σε αυτή δε, η προσδοκώμενη αύξηση στο ΑΕΠ –με χρονικό ορίζοντα εικοσαετίας- είναι της τάξης του 0,02%-0,03% και η αντίστοιχη αύξηση στις εξαγωγές 0,05%-0,07%.
Αντιλαμβανόμαστε ότι κινούμαστε στα όρια του στατιστικού λάθους και ότι ενώ όσα δίνουμε έχουν να κάνουν με τη Δημοκρατία και τα δικαιώματά μας, αυτά που παίρνουμε δεν είναι ούτε καν ψίχουλα. Σε αυτό το σημείο καλό είναι να λάβουμε υπόψη ότι το 99% τον μικρομεσαίων επιχειρήσεων δεν εξάγουν εκτός ΕΕ και δεν έχουν σε τίποτα να ωφεληθούν. Επιπλέον δεν μπορούν να κάνουν χρήση ISDS/ICS (μόνο το κόστος προσφυγής υπολογίζεται στα 8 εκ.). Σύμφωνα δε με πρόσφατη μελέτη του Tufts University, η απώλεια στις θέσεις εργασίας υπολογίζεται σε 203.000 για την Ευρώπη. Επιπλέον ο Καναδάς δεν έχει επικυρώσει σύμβαση περί εφαρμογής των αρχών του δικαιώματος οργανώσεως και συλλογικής διαπραγματεύσεως ILO (1949, αρ. 98), κάτι που σημαίνει ότι οι καναδικές εταιρείες, συν τις 41.000 πολυεθνικές των ΗΠΑ που έχουν έδρα στον Καναδά, θα μπορούν να δραστηριοποιούνται στην ευρωπαϊκή αγορά με αυτούς τους όρους.
Μετά την έγκριση της CETA από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, σήμερα η σκυτάλη έχει δοθεί στα Εθνικά Κοινοβούλια. Πέραν της καταψήφισης της CETA, τα εργαλεία που υπάρχουν στο τραπέζι, προκειμένου να είναι κανείς μέρος της λύσης και όχι του προβλήματος, είναι πολλά (δημοψηφίσματα, προσφυγές στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και στα εθνικά, αιτήματα εξαίρεσης επί συγκεκριμένων κεφαλαίων, απαίτηση επικαιροποίησης της τεχνικής έκθεσης κ.α.) και μπορούν να αξιοποιηθούν ανάλογα με τις δυνατότητες και τις ισορροπίες ισχύος της κάθε χώρας. Οι συμμαχίες και η συνεννόηση μεταξύ των κρατών που αντιστέκονται επιβάλλεται να αξιοποιηθούν. Το λιγότερο που μπορούν να κάνουν αυτή τη στιγμή τα κοινοβούλια είναι να μην προχωρήσουν, αν η Κομισιόν δεν τούς παραδώσει επικαιροποιημένη μελέτη, ως ελάχιστη αναγνώριση τις σοβαρότητας που απαιτείται να επιδείξουν σε ένα τόσο σημαντικό ζήτημα, αλλά και του σεβασμού του ρόλου των κοινοβουλίων και των θεσπισμένων δημοκρατικών διαδικασιών της ΕΕ.
* Η Δώρα Κοτσακά είναι διδάκτορας Πολιτικής Κοινωνιολογίας, ερευνήτρια.
εποχή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου