του Πέτρου Παπακωνσταντίνου
Κανονικά, ο Μάρτιος θα έπρεπε να είναι μήνας γιορτής για την Ευρωπαϊκή Ενωση, καθώς στις 25 του μηνός συμπληρώνονται 60 χρόνια από την ιδρυτική συνθήκη της Ρώμης. Ωστόσο, η εποχή που διανύουμε είναι οτιδήποτε άλλο από κανονική και η ατμόσφαιρα θυμίζει λιγότερο πάρτι γενεθλίων και περισσότερο θάλαμο εντατικής θεραπείας. Στις 15 Μαρτίου, ανοίγουν οι κάλπες της Ολλανδίας, με τις δημοσκοπήσεις να φέρουν το ακροδεξιό, αντι-Ε.Ε. κόμμα του Χερτ Βίλντερς σε μία από τις δύο πρώτες θέσεις. Εντός του μηνός, η Τερέζα Μέι θα πατήσει το κουμπί για την έναρξη της αντίστροφης μέτρησης που οδηγεί στο Brexit.
Η αναζήτηση θαυματουργού ελιξηρίου για την πάσχουσα Ε.Ε. ήταν το αντικείμενο της τετραμερούς συνάντησης κορυφής Γαλλίας, Γερμανίας, Ιταλίας και Ισπανίας, την περασμένη Δευτέρα, στις Βερσαλλίες. Ο οικοδεσπότης, Φρανσουά Ολάντ, πίστεψε ότι το βρήκε στην περίφημη «Ευρώπη των πολλών ταχυτήτων» – μια ιδέα που διατυπώθηκε για πρώτη φορά από τον Γερμανό καγκελάριο Βίλι Μπραντ το 1974. «Σήμερα, αυτή η ιδέα είναι αναγκαία, αν δεν θέλουμε η Ε.Ε. να εκραγεί», είχε προειδοποιήσει με συνέντευξή του στην εφημερίδα Le Monde ο Γάλλος πρόεδρος.
Το άτυπο κουαρτέτο των Βερσαλλιών συντάχθηκε με αυτή την ιδέα. Είναι αμφίβολο, όμως, αν έστω και ένας εκ των τεσσάρων ηγετών θα επιβιώσει πολιτικά για να την υλοποιήσει. Ο Ολάντ φεύγει από το Ελιζέ τον Μάιο, η Μέρκελ τα έχει βρει δύσκολα με τον Σουλτς ενόψει των εκλογών του Σεπτεμβρίου, ο Ραχόι ηγείται κυβέρνησης μειοψηφίας που διατηρείται στη ζωή μόνο χάρη στην ανοχή των Σοσιαλιστών και ο Τζεντιλόνι δεν ξέρει αν βγάλει, ως πρωθυπουργός, το 2017 ή αν υποχρεωθεί να βαδίσει σε εκλογές, που είναι πιθανό να δώσουν τη νίκη στο αντιευρωπαϊκό κόμμα του Μπέπε Γκρίλο.
Την περιρρέουσα απαισιοδοξία απηχούσε και η πρόσφατη παρουσίαση της «Λευκής Βίβλου» του Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ για το μέλλον της Ε.Ε. Ο πρόεδρος της Κομισιόν είχε ήδη γνωστοποιήσει ότι δεν θα επιδιώξει ανανέωση της θητείας του, προσθέτοντας με πικρό χιούμορ ότι αφιερώνει το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου του στην προετοιμασία της εξόδου μιας μεγάλης χώρας–μέλους, επομένως η δουλειά του δεν φαίνεται να έχει πολύ μέλλον. Πάντως, η επιλογή του να πετάξει το μπαλάκι στις εθνικές κυβερνήσεις, παρουσιάζοντάς τους πέντε εναλλακτικά σενάρια, που ξεκινούσαν από τη συρρίκνωση της Ε.Ε. σε απλή κοινή αγορά και έφταναν μέχρι τις Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης, προκάλεσε πολλές επικρίσεις. Απαντώντας, ο συνήθως ψύχραιμος Γιούνκερ εξερράγη, για να αναφωνήσει από το βήμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου: «Merde! Τι θέλετε επιτέλους να κάνουμε;» – μια στιγμή που μιλάει όσο χίλιες λέξεις για την κατάσταση πραγμάτων και πνευμάτων στις Βρυξέλλες. Αλλά και σε επίπεδο κοινής γνώμης η εικόνα δεν είναι καλύτερη. Πρόσφατη έρευνα της Ipsos έδειξε ότι το 77% των Ισπανών, το 65,5% των Γάλλων, το 64% των Ιταλών και το 59% των Γερμανών δεν εμπιστεύονται τους πολυεθνικούς θεσμούς.
Ενεση αισιοδοξίας
Σε αυτό το φόντο, Ολάντ και Μέρκελ, με την προσθήκη των Τζεντιλόνι και Ραχόι, προσπάθησαν να δώσουν μια ένεση αισιοδοξίας με την προοπτική της «Ευρώπης των πολλών ταχυτήτων». Δεν πρόκειται βέβαια για κάτι καινούργιο, αφού η Ευρώπη των πολλών ταχυτήτων υπάρχει ήδη με τη μορφή της Ευρωζώνης και της Σένγκεν. Ενισχυμένες συνεργασίες κατά θέμα, ανοιχτές σε όλους τους «προθύμους», προβλέπονται από τις συνθήκες της Ε.Ε. Αλλά ο σχηματισμός ενός κλειστού «πυρήνα» ηγεμονικών κρατών–μελών, με τον εξοστρακισμό των πιο αδύναμων μεσογειακών και ανατολικών χωρών σε μια περιφέρεια «δεύτερης ταχύτητας» θα προκαλούσε διαλυτικές τάσεις, όπως ήδη έδειξαν οι αντιδράσεις της Βαρσοβίας και της Βουδαπέστης στη σύνοδο των Βερσαλλιών.
Μια νέα ώθηση θα μπορούσε να δοθεί με την προώθηση της κοινής ευρωπαϊκής άμυνας. Η ειρωνεία της Ιστορίας είναι ότι η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση προβλεπόταν αρχικά να ξεκινήσει όχι ως (οικονομική) ΕΟΚ, αλλά ως στρατιωτικο-πολιτική ένωση (ΕΑΚ), μόνο που το περίφημο Σχέδιο Πλεβέν απορρίφθηκε, το 1952, από το Κοινοβούλιο της Γαλλίας – μια ιστορική επιλογή για την οποία σήμερα το Παρίσι μετανιώνει πικρά.
Το ερώτημα είναι πώς θα δικαιολογηθεί στους λαούς της Ευρώπης η δαπανηρή στρατιωτικοποίηση του ευρωπαϊκού σχεδίου, σε καιρούς διαρκούς λιτότητας και μαζικής ανεργίας, όταν μάλιστα δεν υπάρχει άμεση εξωτερική απειλή. Αν ο αντιευρωπαϊσμός εξαπλώνεται στην ήπειρο δεν είναι γιατί έλειψε ο ευρωπαϊκός στρατός, αλλά γιατί η σημερινή Ευρώπη δεν είναι, καιρό τώρα, η «κοινωνική» ΕΟΚ της Ρώμης, αλλά η μονεταριστική Ε.Ε. του Μάαστριχτ. Οσο για τον τελευταίο σταθμό αυτής της ιστορικής διαδρομής, τις Βερσαλλίες, μάλλον δεν προκαλεί ευχάριστους συνειρμούς.
Ο εφιάλτης Λεπέν και το «ροζ» σενάριο
Ενδεχόμενη νίκη της Μαρίν Λεπέν στις προεδρικές εκλογές των 23ης Απριλίου και 7ης Μαΐου θα ήταν, πιθανότατα, η χαριστική βολή στην Ε.Ε. Χωρίς τη Βρετανία, μια χώρα που πάντα ήταν με το ένα πόδι εντός ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, η Ε.Ε. μπορεί να επιβιώσει, αλλά χωρίς τη Γαλλία, χώρα - οδηγό του ευρωπαϊκού σχεδίου, είναι αδιανόητη.
Υπάρχει ωστόσο και το «ροζ», αισιόδοξο σενάριο για την απολύτως κρίσιμη χρονιά που διανύουμε. Οι Ολλανδοί απορρίπτουν καθαρά τον Βίλντερς (ο οποίος, ούτως ή άλλως, δεν θα μπορέσει να σχηματίσει κυβέρνηση), όπως απέρριψαν οι Αυστριακοί τον ακροδεξιό προεδρικό υποψήφιο τον περασμένο Δεκέμβριο. Η Λεπέν χάνει με μεγάλη διαφορά από έναν ευρωπαϊστή υποψήφιο – πιθανόν τον κεντρώο Εμανουέλ Μακρόν, τον οποίο ετοιμάζονται να υποστηρίξουν και οι τρεις πρωθυπουργοί του Ολάντ (Ερό, Βαλς και Καζνέβ) εγκαταλείποντας τον σοσιαλιστή Αμόν.
Στη Γερμανία αναδεικνύεται νέα κυβέρνηση, με επικεφαλής είτε τη Μέρκελ είτε τον Σουλτς, αλλά χωρίς τον Σόιμπλε στο υπουργείο Οικονομικών. Αναλογιζόμενη ότι η διάλυση της Ε.Ε. θα έβλαπτε καίρια την ίδια τη Γερμανία, η νέα κυβέρνηση μετριάζει τη λιτότητα, ανακυκλώνοντας τα τεράστια πλεονάσματά της στο εσωτερικό και μειώνοντας τα ελλείμματα των εταίρων της. Το Βερολίνο δέχεται τις παραδοσιακά γαλλικές ιδέες για ευρωπαϊκό προϋπολογισμό, πολιτική διεύθυνση της Ευρωζώνης ή και ευρωομόλογα, φροντίζοντας να εξασφαλίσει αυστηρούς όρους δημοσιονομικής πειθαρχίας και επιτήρησης. Με άλλα λόγια, η ασταθής νομισματική ένωση συμπληρώνεται από την οικονομική – και όσοι αντέχουν στις σκληρές προϋποθέσεις της μένουν.
Το προσεχές μέλλον θα δείξει εάν πρόκειται για ρεαλιστική προοπτική ή για όνειρα θερινής νυκτός. Στο μεταξύ, οι ιθύνοντες της Ε.Ε. δεν έχουν άλλη επιλογή από το να ελπίζουν το καλύτερο και να προετοιμάζονται για το χειρότερο.
Πηγή: Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου