"Συχνά τίθεται το δίλημμα, δημοφιλές και στην Αριστερά, αν είναι η άνοδος της Ακροδεξιάς που πιέζει προς τα δεξιά τα πολιτικά συστήματα και τις κυβερνήσεις στην Ευρώπη ή, αντίστροφα, αν είναι οι πολιτικές των τελευταίων που τρέφουν την Ακροδεξιά."
του Γιάννη Κιμπουρόπουλου
Τους αναστεναγμούς ανακούφισης που ακούστηκαν κι ακόμη ακούγονται στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες από την περασμένη Τετάρτη για το αποτέλεσμα των ολλανδικών εκλογών προσωπικώς τους ακούω βερεσέ. Ποιος είναι ο «θρίαμβος» του Ρούτε, ποια είναι η «ήττα» του Βίλντερς, σε τι συνίσταται η «απάντηση στον κακής ποιότητας λαϊκισμό» (sic!) δεν το αντιλαμβάνομαι.
Κανονικά ο Μαρκ Ρούτε οφείλει ένα μεγάλο «ευχαριστώ» στον Ερντογάν για την αποφυγή μιας συντριπτικής ήττας του κόμματός του, όπως αντίστοιχα ο Ερντογάν θα οφείλει να ανταποδώσει το «ευχαριστώ» στον Ρούτε αν κερδίσει τον Απρίλιο το δημοψήφισμα για τη συνταγματική αναθεώρηση που θα τον καταστήσει σουλτάνο ελέω Αλλάχ. Είναι προφανές ότι το σκηνικό της τουρκο-ολλανδικής έντασης με επίκεντρο τις απαγορεύσεις τουρκικών συγκεντρώσεων στην Ολλανδία αφαίρεσε κρίσιμες μονάδες από το ακροδεξιό κόμμα του Βίλντερς υπέρ του δεξιού κόμματος του Ρούτε.
Αλλά ταυτόχρονα κατέστησε την ισλαμοφοβική ατζέντα του πρώτου επίσημη πολιτική, διάχυτη πλέον, αν και όχι στον ίδιο βαθμό, τουλάχιστον στα 8 από τα 13 κόμματα που εκπροσωπούνται στη νέα ολλανδική Βουλή. Έτσι η πολιτική νίκη του Βίλντερς δεν κατάφερε μεν να γίνει και εκλογική, αλλά αφήνει παρακαταθήκη. Παρά την πανωλεθρία των κομμάτων του κυβερνητικού συνασπισμού, κυρίως λόγω «πασοκοποίησης» του Εργατικού (και πάλι sic!) κόμματος του Ντάισελμπλουμ, και τα υπερπροβεβλημένα κέρδη της Πράσινης Αριστεράς, πάνω από το 70% του ολλανδικού εκλογικού σώματος κινήθηκε δεξιόστροφα.
Παρά τη «μαγική εικόνα» που δημιούργησαν για το πρώτο εκλογικό τεστ του 2017 στην Ευρώπη τα διεθνή ΜΜΕ, οι ευρωπαϊκές ηγεσίες και οι αγορές επιλέγοντας την επιδερμική ανάγνωση των αποτελεσμάτων, το πρόβλημα παραμένουν ο Βίλντερς και η ακροδεξιά παρακαταθήκη του. Όχι μόνο στην Ολλανδία, αλλά στις περισσότερες χώρες της Ε.Ε. στις οποίες η Ακροδεξιά είτε έχει συγκροτημένη, αυτόνομη πολιτική έκφραση είτε εκφράζεται εντός των συντηρητικών κομμάτων εξουσίας επηρεάζοντας στον ένα ή τον άλλο βαθμό και τις κυβερνητικές πολιτικές.
Η Λεπέν έχει κι αυτή με τον τρόπο της πετύχει ήδη μια νίκη επιβάλλοντας το δεξιό μονοπώλιο στη διεκδίκηση της προεδρικής εξουσίας, εξαφανίζοντας από το προσκήνιο τους Σοσιαλιστές και βάζοντας τους βασικούς ανθυποψηφίους της Μακρόν και Φιγιόν σε ανταγωνισμό νεοφιλελεύθερου ζήλου. Στις χώρες, Βίσεγκραντ η ρατσιστική και αντιμεταναστευτική πολιτική έχει γοητεύσει σχεδόν όλο το πολιτικό φάσμα, ενώ και στην ίδια τη Γερμανία η ακροδεξιά AfD δίνει το αναγκαίο άλλοθι στα χριστιανικά κόμματα της Μέρκελ για ακόμη δεξιότερη στροφή τόσο στο μεταναστευτικό όσο και στην ευρωπαϊκή πολιτική.
Συχνά τίθεται το δίλημμα, δημοφιλές και στην Αριστερά, αν είναι η άνοδος της Ακροδεξιάς που πιέζει προς τα δεξιά τα πολιτικά συστήματα και τις κυβερνήσεις στην Ευρώπη ή, αντίστροφα, αν είναι οι πολιτικές των τελευταίων που τρέφουν την Ακροδεξιά. Μοιάζει με το δίλημμα για την κότα και τ’ αυγό- ποιος γέννησε πρώτος ποιον-, αλλά οφείλει κανείς να παρατηρήσει τρία στοιχεία:
* Πρώτον, τα περισσότερα ακροδεξιά κόμματα στην Ευρώπη δεν προήλθαν από παρθενογένεση. Τα ηγετικά τους στελέχη μεταγράφηκαν από τα παραδοσιακά συντηρητικά κόμματα. Χαρακτηριστική περίπτωση ο Ολλανδός Γκέερτ Βίλντερς, που ήταν στέλεχος του κόμματος του Ρούτε.
* Δεύτερον, ο φανατικά καταγγελλόμενος από την ευρωπαϊκή ελίτ «ευρωσκεπτικισμός» τους ελάχιστα απέχει από τον τυχοδιωκτισμό με τον οποίο οι κυβερνήσεις κολακεύουν εθνικούς ναρκισσισμούς: η Μέρκελ το «γερμανικό θαύμα», η Μέι τη βρετανική «ανεξαρτησία», ο Ολάντ το γαλλικό αυτοκρατορικό γόητρο, ο Ρούτε τον απειλούμενο «φιλελευθερισμό» της ολλανδικής κοινωνίας. Κι επειδή ουδείς εξ αυτών είναι διατεθειμένος να θυσιάσει την πρόσβασή του στην «εθνική» εξουσία εκχωρώντας περισσότερη κυριαρχία σε μια ομόσπονδη Ε.Ε., κατέληξαν να συναινέσουν στην «Ευρώπη Φρανκενστάιν» των πολλών ταχυτήτων και των παράλληλων «εθνικών στρατηγικών». Δεν τους το υπέβαλε η Ακροδεξιά. Χρησιμοποιούν την Ακροδεξιά ως άλλοθι για τον πολιτικό τυχοδιωκτισμό τους.
Τρίτον, και μάλλον σημαντικότερο, η Ακροδεξιά χρησιμοποιείται ως άλλοθι για να επιταχυνθεί μονοδιάστατα η ιμπεριαλιστική- μιλιταριστική ολοκλήρωση της Ε.Ε. στα πεδία της άμυνας, της αντιμεταναστευτικής πολιτικής, της αστυνομικής επιτήρησης και της ασφάλειας, του ασύλου, στα οποία επικρατεί χαρακτηριστική διακρατική και διακομματική συναίνεση.
Πίσω από αυτές τις προτεραιότητες αξίζει να αναζητήσει κανείς όχι τόσο την αναλόγου περιεχομένου ρητορική των ακροδεξιών και ρατσιστικών δυνάμεων όσο τις πιέσεις των ευρωπαϊκών -κυρίως γερμανικών και γαλλικών- αμυντικών βιομηχανιών και του ευρύτερου νέου στρατιωτικού - βιομηχανικού συμπλέγματος, που επενδύει στη ραγδαία αναπτυσσόμενη «αγορά ασφάλειας». Και, πλειοδοσία της ακροδεξιάς ξενοφοβικής και ισλαμοφοβικής υστερίας είναι μέρος αυτής της «επένδυσης».
Ακούγοντας, λοιπόν, κανείς τον Γιούνκερ να επιχαίρει που οι Ολλανδοί «αποδοκίμασαν τον εξτρεμισμό» μπορεί να οσμιστεί τη χρησιμότητα αυτού του εξτρεμισμού στο να προστατευτεί ο εξτρεμισμός του ευρωπαϊκού ιερατείου.
avgi
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου