Πέμπτη 9 Μαρτίου 2017

Το γκούτσι φόρεμα και τα αποφόρια του εκσυγχρονισμού



του Δημήτρη Πλάντζου
Είναι, τελικά, η Ακρόπολη σκηνικό, φωτογραφικό «φόντο» όπου προβάλλονται οι νεωτερικές –και συχνά τόσο πεζές και καθημερινές– επιδιώξεις και προσδοκίες μας; «Όχι», απάντησε ομόφωνα τον περασμένο μήνα το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο –το διαβόητο, και συχνά λαομίσητο «ΚΑΣ»– στο αίτημα του ιταλικού οίκου μόδας Γκούτσι να οργανώσει, αντί υπολογίσιμου αντιτίμου, επίδειξη μόδας στο πλάτωμα μεταξύ του Ερεχθείου και του Παρθενώνα τον Ιούνιο του 2017.
Ίσως μας συγκινεί το ασπρόμαυρο. Η νοσταλγία μιας άλλης εποχής – μιας εποχής που πολλοί από εμάς δεν έζησαν. 1951, λιακάδα στην Ακρόπολη. Αραδιασμένες στα πόδια του Ερεχθείου, οκτώ λυγερόκορμες κοπέλες των νοτιοευρωπαϊκών φίφτιζ –κάτι μεταξύ Μανιάνι και Λόρεν με ολίγο από Γκρέις Κέλλυ– στραφταλίζουν μέσα στις μακριές, βαρύτιμες τουαλέτες τους κάτω από το χιλιοτραγουδισμένο «αττικό φως». Άλλες γέρνουν νωχελικά στα μάρμαρα, άλλες κοιτούν θαμπωμένες στο βάθος, άλλες κοιτάζονται μεταξύ τους, μία κλείνει τα μάτια. Από πάνω τους καραδοκούν οι Καρυάτιδες, απροσδόκητα –και κάπως άκομψα είν΄ η αλήθεια– αποκεφαλισμένες από απροσεξία (ή ακατανόητη για εμάς σήμερα αισθητική επιλογή) του φωτογράφου. Η διαχρονική κομψότης της οτ κουτίρ (έστω και στα πρόθυρα της ηλίασης) εξακολουθεί να μας συγκινεί στα χρόνια της ελληνικής κρίσης –και ορισμένους ακόμη και να μας εμπνέει.
Ο Οίκος Ντιόρ στην Ακρόπολη. Εκεί που στη δεκαετία του 1920 η Νέλλη φωτογράφιζε γυμνές χορεύτριες, εκεί που το 2008 η Τζένιφερ Λοπέζ φωτογραφήθηκε (ντυμένη) για να διαφημίσει τον προσωπικό της οίκο μόδας. Είναι, τελικά, η Ακρόπολη σκηνικό, φωτογραφικό «φόντο» όπου προβάλλονται οι νεωτερικές –και συχνά τόσο πεζές και καθημερινές– επιδιώξεις και προσδοκίες μας; «Όχι», απάντησε ομόφωνα τον περασμένο μήνα το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο –το διαβόητο, και συχνά λαομίσητο «ΚΑΣ»– στο αίτημα του ιταλικού οίκου μόδας Γκούτσι να οργανώσει, αντί υπολογίσιμου αντιτίμου, επίδειξη μόδας στο πλάτωμα μεταξύ του Ερεχθείου και του Παρθενώνα τον Ιούνιο του 2017.(1) Η απόφαση, αναμενόμενη και –πιστεύω– η μόνη ενδεδειγμένη, δεν απέφυγε την τετριμμένη πλέον αρχαιολατρική ρητορική του δημόσιου λόγου στη χώρα: «μοναδικό μνημείο και σύμβολο παγκόσμιας κληρονομιάς» η Ακρόπολη, «ιδιαίτερου πολιτιστικού χαρακτήρα», που «δεν συνάδει με τη συγκεκριμένη εκδήλωση», ένα «υπέρτατο μνημείο» που «τελικά θα καταντήσει ένα σκηνικό», κάτι που –σύμφωνα με την Ελένη Μπάνου, προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Αθηνών– «δεν θα ήθελε κανείς να δει».
Κανείς; Όχι βέβαια. Γιατί εκεί που το έθνος ακόνιζε τα μαχαίρια του για την περίπτωση που το ΚΑΣ θα ενέδιδε στις πιέσεις –και το χρήμα– των Ιταλών, και θα παρέδιδε το «υπέρτατο μνημείο» στην «χυδαία, εκτός λογικής και προσβλητική» (όπως την χαρακτήρισε η Γενική Διευθύντρια Αναστήλωσης, Μουσείων και Τεχνικών Έργων του ΥΠΠΟΑ) πρόταση του επιφανούς μόδιστρου, μόλις ακούστηκε το ομόθυμο «όχι» ξεκίνησε και ένας σχετλιαστικός ψίθυρος αποδοκιμασίας και περιφρόνησης για την υπουργό, το υπουργείο, και τους «ειδικούς» του ΚΑΣ. Εκείνοι που αυτή τη φορά σούφρωσαν τα λεπτεπίλεπτα χειλάκια τους αρθρώνοντας τη διαφωνία τους ήταν η αναγνωρίσιμη πλέον μερίδα ξεπεσμένων πάλαι ποτέ εκσυγχρονιστών που στοιχίζονται τώρα πια κάτω από την αγέρωχη σημαία του ακραίου κέντρου.(2)
«Το αίτημα του οίκου Gucci το βρήκα από την αρχή πολύ ενδιαφέρον και προσωπικά καθόλου μειωτικό για το μνημείο της Ακρόπολης» δήλωνε ο Γιώργος Τούλας («Εργάζομαι στα media από το καλοκαίρι του 1988, όπου και έχω κάνει σχεδόν τα πάντα, από λάντζα μέχρι διευθυντιλίκια») την επαύριον της απόφασης. Για να συνεχίσει: «Τι θα έκαναν εκεί πάνω; Αιτήθηκαν την κινηματογράφηση ενός fashion show μπροστά στον Παρθενώνα, την 1η Ιουνίου 2017. Θα έδιναν 2 εκατομμύρια ευρώ ως χορηγία για να γίνουν έργα στον Παρθενώνα ή όπου επιθυμεί το Υπουργείο Πολιτισμού, θα καλούσαν 300 καλεσμένους στην Ελλάδα από όλο τον κόσμο και κυρίως τα media και το Χόλιγουντ, θα έμεναν σε ξενοδοχεία της Αθήνας, θα έτρωγαν στα εστιατόριά της, θα ακολουθούνταν από δεκάδες παπαράτσι που θα απαθανάτιζαν τα πάντα, θα είχαν στραμμένα πάνω στην πόλη τα φώτα όλου του πλανήτη».(3) Και κάπως έτσι, λίγο με αποψυγμένη καθαρεύουσα, λίγο με τη γλώσσα της πιάτσας, λίγο με τα αγγλοελληνικά του Έλληνα που τα έχει δει και τα έχει κάνει όλα στο τρίγωνο Λόντρα - Παρίσι - Νιου Γιορκ, λίγο και με το θάμβος του Χόλιγουντ (ΛαΛαΛαντ, κανείς;) στήνεται η ατζέντα: ψάχνεις την έξοδο από την κρίση; σκάσε και κολύμπα. Όπως αναρωτιέται ρητορικά και ο Θοδωρής Αντωνόπουλος της Λάιφο (μαθήτευσε στο Εργαστήρι Δημοσιογραφίας και το αθηναϊκό underground press): «μα δε χρωστάμε και την κιλότα μας, έτσι κι αλλιώς, για άλλες επτά γενεές τουλάχιστο;» Οπότε θα πούμε το ναι σε «συναυλίες και πάρτι και θεατρικές παραστάσεις και καλλιτεχνικά events και επιδείξεις μόδας κι από όλα τα καλά».(4)
Κάπως πιο συγκροτημένα μας τα λέει η Ξένια Κουναλάκη, ενιστάμενη όμως και αυτή για το «άβατο» της Ακρόπολης:(5) «Τι είναι δηλαδή ακριβώς η Ακρόπολη», διερωτάται από τις στήλες της Καθημερινής, «αν όχι ένα σκηνικό, το σήμα κατατεθέν της Αθήνας, το σημαντικότερο αξιοθέατο της πόλης, της χώρας, ίσως και της ηπείρου; Γιατί παραμένουμε προσκολλημένοι στην αποστειρωμένη έννοια της ιερότητας του βράχου και δεν εντάσσουμε την Ακρόπολη στην καθημερινότητα της Αθήνας και της Ελλάδας;» –όπου καθημερινότητα της Αθήνας, να υποθέσουμε, είναι το Γκούτσι φόρεμα, οι παπαράτσι και το Χόλιγουντ. Οι πάντες επικαλούνται το παράδειγμα της Ιταλίας, όπου –λέει– επιφανείς οίκοι μόδας αναλαμβάνουν τη συντήρηση και φύλαξη ιταλικών μνημείων: έτσι, συνεχίζει η Κουναλάκη, «τα στελέχη των οίκων μόδας και τα brand names θα διαφημιστούν ως μαικήνες και τα μνημεία θα αποκατασταθούν χωρίς να κληθούν να πληρώσουν οι φορολογούμενοι». Μιλώντας για «εμμονικό» ΚΑΣ και «αρτηριοσκληρωτική προσκόλληση στο άβατο της Ακρόπολης», η δημοσιολόγος κάνει ότι δεν καταλαβαίνει τους πραγματικούς όρους μιας τέτοιας συναλλαγής: ότι η ευκαιριακή ανάδειξη ενός οποιουδήποτε «brand name» βαθμιαία υποβαθμίζει την αγοραστική αξία του δικού μας (γιατί, στο κάτω-κάτω, ποιο από τα δύο είναι πλέον αναγνωρίσιμο στο διεθνές χρηματιστήριο πολιτισμικών αξιών;)· ότι αυτή η υποβάθμιση καθίσταται ταχύτερη σε συνθήκες όπως η συγκεκριμένη, όπου κανείς δεν θα μπορεί να ελέγξει το περιεχόμενο της τελικής εκδήλωσης και το τι εν τέλει θα δείχνουν αυτές οι φωτογραφίες που «θα κάνουν τον γύρο του κόσμου»· ότι, τέλος, η συντήρηση των μνημείων καλό είναι να μην αφήνεται στις διαθέσεις των μαικήνων, ντόπιων ή εισαγόμενων. Ρωτήστε στο κάτω-κάτω τους ίδιους τους Ιταλούς που είδαν με τα μάτια τους το 2015 το βενετσιάνικο Ριάλτο να γίνεται ζωντανή διαφήμιση της Ντίζελ.(6) 
Όμως τίποτε από τα παραπάνω δεν έχει σημασία. Γιατί τίποτε από τα παραπάνω δεν συνιστά την πραγματική ατζέντα όσων επέκριναν την απόφαση του ΚΑΣ. Προφανώς και θα μπορούσαμε –όπως και πιστεύω ότι μπορούμε– να συμφωνήσουμε σε αυτή τη χώρα πως ενώ το άνοιγμα των πάσης φύσεως αρχαιολογικών χώρων (από τα στάδια της Ολυμπίας στη Στοά του Αττάλου και από το Ηρώδειο στα θέατρα της Μεσσήνης και της Δήλου) σε εκδηλώσεις ακόμη και αμιγώς κερδοσκοπικού χαρακτήρα είναι μια δυνατότητα που θα πρέπει να εξετάσουμε σοβαρά, ίσως θα πρέπει η Ακρόπολη και τα μνημεία της να μείνουν έξω από τη συζήτηση αυτή. Ίσως και ως αυτοσαρκαστικό σχόλιο πάνω στην ίδια την εμμονική μας αρχαιοπληξία, όπως θα έλεγε η Κουναλάκη. Ίσως και για να αποφύγουμε, κάθε, μα κάθε φορά, τον κίνδυνο να πνιγόμαστε σε μια κουταλιά νερό για κάτι που όλοι γνωρίζουν ότι δεν μπορεί να γίνει. Γιατί, πολύ απλά, το ΚΑΣ δεν μπορούσε να πάρει άλλη απόφαση. Και γιατί, πολύ κυνικά, οι ίδιες εφημερίδες που τώρα επικρίνουν το ΥΠΠΟΑ για την άρνησή του να παραχωρήσει την Ακρόπολη στην πασαρέλα του Γκούτσι, το 2008 επέκριναν τον τότε υπουργό γιατί παρέκαμψε το ΚΑΣ και παραχώρησε τα Προπύλαια στην Λοπέζ για τη φωτογράφισή της. Κυρίως όμως γιατί οι τάχα μου και δήθεν ορθολογικές φωνές που μας καλούν να «προσγειωθούμε στην πραγματικότητα», εντάσσοντας παράλληλα τα μνημεία στη δυστοπική νεοφιλελεύθερη πραγματικότητα που οι ίδιες τόσο ονειρεύονται και υπηρετούν, έχουν απολύτως οικειοποιηθεί το οριενταλιστικό αφήγημα της ράθυμης, καθυστερημένης χώρας που αρνείται πεισματικά να εγκαταλείψει τον φραπέ για τον εσπρέσο και τα τσαρούχια για τον Γκούτσι και τον Ντιορ. Λες και τα πάντα είναι θέμα αισθητικής επιλογής και πολιτισμικής ιδιοσυστασίας. Λες και η κατανάλωση γουακαμόλε θα επιφέρει, επιτέλους, τον εκσυγχρονισμό εκείνο που δεν μας έφερε η Γέφυρα Ρίου-Αντιρρίου, η ένταξη στο ευρώ, και το στέγαστρο Καλατράβα.
Αυτό που με ενοχλεί όμως σε αυτή τη συζήτηση δεν είναι η στρεψόδικη ταύτιση κάθε άλλης άποψης ή αντίρρησης στη γοητεία του μάρκετινγκ με την εσωστρέφεια, την οπισθοδρόμηση και τον ανορθολογισμό· αλλά ο βαθμός στον οποίο οι βασικοί φορείς του δημόσιου λόγου στη χώρα έχουν εμπεδώσει τη βιοπολιτική της κρίσης. Η απόλυτα συντονισμένη και συστηματική στάση των εκπροσώπων αυτής της τάσης υπέρ «της εξωστρέφειας» δεν προβάλλεται τόσο ως αντίδοτο στα αρχαιολατρικά ένστικτα των ξενοφοβικών Ελλήνων όσο ως καταλυτικό επιχείρημα απέναντι σε όσους τολμούν ακόμη να ψελλίσουν ότι κάτι στη χώρα μπορεί να παραμείνει εκτός των νόμων της αγοράς και του δυστοπικού ρεαλισμού της κρίσης. 
Το να βαφτίζει κανείς εκ προοιμίου –και μάλλον χωρίς να έχει καν πατήσει σε αυτά– τις συνθήκες που επικρατούν στα ελληνικά μουσεία «τριτοκοσμικές»,(7) συνάδει με το βασικό αφήγημα των χρόνων της κρίσης, το συνεχώς επαναλαμβανόμενο τροπάρι για την Ελλάδα που αρνείται να εκσυγχρονιστεί: είτε όταν αυτό σημαίνει ότι η χώρα, και οι κυβερνήσεις της, αρνούνται να κλείσουν τα δημόσια πανεπιστήμια και να ιδιωτικοποιήσουν τα νοσοκομεία είτε όταν επιμένουν να δίνουν συντάξεις και να πληρώνουν τους δημοσίους υπαλλήλους. Τεχνηέντως, η φαντασιακή Ελλάδα του Ντιορ από τα φίφτιζ αντιπαραβάλλεται με την «υπανάπτυκτη σοβιετία» των ρυπαρών συνδικαλιστών, των διαμαρτυρόμενων χαμηλοσυνταξιούχων, και της Μαρφίν. Η «χώρα της μιζέριας» από τη μια, και η «τζάμπα διαφήμιση» από την άλλη. Ο δημοσιολόγος που μας καλεί «να μην αφήσουμε τα μνημεία μας να πεθάνουν» μακριά «από την αληθινή ζωή» της πραγματικής οικονομίας αισθάνεται έτσι ικανοποιημένος χωρίς να (ή και επειδή) αντιλαμβάνεται ότι με το επιχείρημά του έχει καταστήσει τον δήθεν απευκταίο θάνατο των μνημείων κατά τι εγγύτερο.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
2. Υιοθετώ τον διεθνή όρο, όπως τον χρησιμοποιεί ο T. Ali, The Extreme Centre. A Warning, Verso Books, Λονδίνο και Νέα Υόρκη, 2015 και αρκετοί πλέον Έλληνες ιστορικοί, σχολιαστές, και δημοσιολόγοι. Βλ. Δ. Πλάντζος, Το πρόσφατο μέλλον. Η κλασική αρχαιότητα ως βιοπολιτικό εργαλείο, Νεφέλη, Αθήνα, 2016, σσ. 164-168 (με παραπομπές). 
6.  Βλ. την έρευνα, τεκμηριωμένη και με άλλα παραδείγματα, της Αργυρώς Μποζώνη: http://www.elculture.gr/blog/article/ο-οίκος-gucci-η-ακρόπολη-και-τα-ιταλικά-μνημ/
7. Όπως κάνει ο Νίκος Γ. Σακελλαρόπουλος: https://emvolos.gr/gkoutsi-parthenonas-ke-mizeria-grafi-o-nikos-g-sakellaropoulos
(πρώτη δημοσίευση: περιοδικό ΧΡΟΝΟΣ, 7 Μαρτίου 2017)
πηγή: Χρόνος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου