Δευτέρα 4 Φεβρουαρίου 2019

Το ΝΒΑ και η «Μακεδονία ξακουστή»



Μια μελωδία που (πρωτ)ακούστηκε στην πολυεθνοτική Θεσσαλονίκη του 1870 επικράτησε σταδιακά και παρείχε το βασικό υλικό για τη διαμόρφωση ενός μουσικού, στιχουργικού και χορευτικού συνόλου που αντιμετωπίστηκε “από τα πάνω” σαν υποσχόμενο σύμβολο της φαντασιακής μακεδονικότητας και ελληνικότητας
της Μαρίκας Ρόμπου - Λεβίδη*
Στο τέλος του Δεκέμβρη 2018 είδαμε στις ειδήσεις ιδιωτικών τηλεοπτικών καναλιών και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης συγκρότημα Ελλήνων ομογενών να χορεύει το τραγούδι "Μακεδονία ξακουστή" σε γήπεδο της Βοστώνης, σε διάλειμμα αγώνα μπάσκετ του ΝΒΑ ανάμεσα στις ομάδες Μπακς και Σέλτικς! Αφορμή ήταν η συμμετοχή του Έλληνα αθλητή Γιάννη Αντετοκούνμπο με τις δυνάμεις της πρώτης· αιτία, το ονοματολογικό ζήτημα της Μακεδονίας. Το σημείο στο οποίο θα ήθελα να σταθώ είναι ότι, για ακόμα μια φορά, το μέσο διεκδίκησης της ελληνικότητας της Μακεδονίας ήταν μια «παράδοση» που, όπως έχω ήδη υποστηρίξει αλλούi, είναι εντελώς επινοημένη.
Εδώ και δεκαετίες, το συγκεκριμένο τραγούδι και χορός αποτελεί κεντρικό στοιχείο του εθνικού και μακεδονικού «ρεπερτορίου». Προβάλλεται ως αδιαμφισβήτητα «παραδοσιακή» δημιουργία που εξυμνεί τη σχέση της σημερινής «ελληνικής Μακεδονίας» με εκείνη του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ως τέτοια, χρησιμοποιείται σταθερά και επαναλαμβανόμενα στο άνοιγμα πολλών και διαφορετικών εκδηλώσεων σε υπερτοπικό αλλά και τοπικό επίπεδο. Διδάσκεται στο σχολείο, επιτελείται σε σχολικές γιορτές, πλαισιώνει συλλαλητήρια και, βέβαια, χρησιμοποιείται εκτενώς ως στρατιωτικό εμβατήριο. ii Λίγο πριν τα Χριστούγεννα, έφτασε να επιτελεστεί δημόσια ως ψαλμός σε κράτημα τεριρέμ! iii

«Μακεδονία Ξακουστή» σε κράτημα τεριρέμ/ Από την εκδήλωση του Συλλόγου Ιεροψαλτών Χίου «Ρωμανός ο Μελωδός» . Μετά το τέλος της εκδήλωσης ο Μητροπολίτης Μάρκος ανακοίνωσε ότι προσυπογράφει την επιστολή των 22 Αρχιερέων για τη μη εκχώρηση του ονόματος. [Πηγή: "Πολίτης Χίου"]

Οι στίχοι του τραγουδιού σήμερα έχουν ως εξής:
Μακεδονία ξακουστή του Αλεξάνδρου η χώρα
που έδιωξες τους βάρβαρους κι ελεύθερη είσαι τώρα.
Είσαι και θα ’σαι ελληνική Ελλήνων το καμάρι
κι εμείς θα σ’ αντικρίζουμε περήφανα και πάλι.
Οι Μακεδόνες δεν μπορούν να ζούνε σκλαβωμένοι
όλα και αν τα χάσουνε η λευτεριά τους μένει.
Μορφολογικά ακολουθούν τη δομή του δεκαπεντασύλλαβου, με ρίμα που χρησιμοποιείται εκτενώς στο δημοτικό τραγούδι. Όμως περιλαμβάνουν όρους που είναι ξένοι προς τα τοπικά λεξιλόγια και το περιεχόμενο των δημοτικών τραγουδιών. Προδίδουν επέμβαση από τα έξω και επιχειρούν αυθαίρετη σύνδεση του παρόντος με το παρελθόν κάνοντας συγκεκριμένη χρήση -ή κατάχρηση- της Ιστορίας. Αναφέρονται σε α-χρονικές εδαφικές διεκδικήσεις και επικαλούνται ένα εθνικό μέλλον που δεν θα επιτρέψει επιβουλές από δυνητικούς εχθρούς. Υμνούν την εξώθηση αρχέγονων εχθρών, τους οποίους, προκειμένου να τους αντιπαραβάλλουν με τους «πολιτισμένους» και «γενναίους» απογόνους του Αλεξάνδρου αποκαλούν «βάρβαρους». Συνοπτικά, επικαλούνται μια φαντασιακή -και όχι φανταστική- ελληνικότητα, εγγενή στη μακεδονική γη και έναν εξίσου φαντασιακό και εγγενή εθνικό χαρακτήρα των Μακεδόνων που είναι θεμελιωμένος στην έννοια της ελευθερίας.
Στη σημερινή εκδοχή, ο όρος «βάρβαροι», που εμφανίζεται στον δεύτερο στίχο, έχει αντικαταστήσει τον όρο «Βούλγαροι» που απαντά σε παλιότερες εκδοχές του τραγουδιού. Δηλαδή, μια λιγότερο κατηγορηματική περίφραση έχει υιοθετηθεί για τον προσδιορισμό πληθυσμού που στη νεότερη εποχή έχει αποτελέσει τον από «Βορρά κίνδυνο». Αντίστοιχα, έχει αντικαταστήσει τον όρο «τύραννος» που αναφέρεται στο εμβατήριο που έχει επιλέξει το Γενικό Επιτελείο Στρατού. Η σημερινή εκδοχή, που προφανώς θεωρείται πολιτικά ορθότερη από τις προηγούμενες, χρησιμοποιείται σχεδόν αποκλειστικά -τουλάχιστον εκτός στρατεύματος. Η αρχική επιτελείται περιστασιακά σε άτυπες εκδηλώσεις. Στο παρελθόν ο όρος «Βούλγαροι» είχε χρησιμοποιηθεί στον επίσημο και ανεπίσημο λόγο για τον χαρακτηρισμό των «ντόπιων» κατοίκων της Μακεδονίας αλλά και υβριστικά για όλους τους βορειοελλαδίτες. Επομένως, είχε συμπυκνώσει συνδηλώσεις αμφισβήτησης της εθνικοφροσύνης μιας συγκεκριμένης κατηγορίας Ελλήνων πολιτών. Σήμερα, που το τραγούδι αποτελεί μέρος του ρεπερτορίου όλων των πληθυσμιακών ομάδων που κατοικούν στη Μακεδονία, η αντικατάσταση του όρου «Βούλγαροι» με τον όρο «βάρβαροι» αποκτά πρόσθετο νόημα.

Στοιχεία της εθνογραφικής έρευνας

Τα πέραν του στίχου στοιχεία, δηλαδή η μουσική και το βήμα, αποκλίνουν εξίσου από τις νόρμες των παραδοσιακών πρακτικών. Σύμφωνα με δεδομένα που προέκυψαν από προσωπική εθνογραφική έρευνα στην ανατολική Μακεδονία, η μελωδία του τραγουδιού αποτελεί διασκευή παλιότερης που είχαν οι ντόπιοι κάτοικοι κοινότητας της περιοχής της Δράμας. Η διασκευή δεν έγινε τοπικά, αλλά σε κάποιο κέντρο· στη συνέχεια επανεισάχθηκε στην περιοχή μέσα από το σύστημα εκπαίδευσης. Μέχρι το 1950-1960, οι γηραιότεροι ντόπιοι, που μιλούσαν μόνο τη δική τους γλώσσα, δεν γνώριζαν το τραγούδι και δεν χόρευαν τον χορό. Τα σημερινά βήματα είναι επίσης αποτέλεσμα επέμβασης από τα έξω. Οι μαρτυρίες αναφέρουν ότι τα «έβαλε» ένας δάσκαλος του Δημοτικού σχολείου αμέσως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο οποίος και δίδαξε τον χορό τοπικά. Αντίστοιχη πληροφορία προκύπτει και από έρευνα που είχε πραγματοποιήσει στην περιοχή των Σερρών το Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα τη δεκαετία του 1970. Ωστόσο, οι δάσκαλοι αυτοί δεν ταυτοποιήθηκαν ποτέ από τους πληροφορητές των δύο ερευνών. Έτσι, δεν γνωρίζουμε αν πρόκειται για πραγματικά πρόσωπα και αν αυτά προέρχονταν από τη Μακεδονία ή άλλες περιοχές της χώρας. Μολονότι υπάρχουν μαρτυρίες και στοιχεία που επιβεβαιώνουν την παρουσία στη Μακεδονία εκπαιδευτικών που προέρχονταν από νοτιότερες περιοχές ή νησιά, είναι πιθανό, στην αντίληψη των ντόπιων, οι δάσκαλοι να λειτουργούν σαν μετωνυμία του εθνικού εκπαιδευτικού θεσμού. Η ανθρωπολόγος Αναστασία Καρακασίδου iv και ο ιστορικός Τάσος Κωστόπουλος vεπικυρώνουν αυτή την υπόθεση εργασίας, σημειώνοντας ότι τη δεκαετία του 1950 το υπό συζήτηση μουσικό και χορευτικό σύνολο διδασκόταν σε σχολεία πολλών περιοχών της χώρας και ότι, μέσα από την εκπαίδευση, εντάχθηκε στο ρεπερτόριο εθνικών χορών και συνδέθηκε άρρηκτα με τον εορτασμό των εθνικών επετείων.

Ιστορικές διαδρομές

Τα εθνογραφικά στοιχεία δεν επαρκούν για να προσδιορίσουμε με ακρίβεια πότε, πού και από ποιον επινοήθηκε η "Μακεδονία ξακουστή". Ούτε για να εκτιμήσουμε πόσο ρεαλιστική είναι η αναγωγή της επινόησης των βημάτων στους ανώνυμους εκπαιδευτικούς. Τέλος, δεν έχουμε αρκετές πληροφορίες για το πώς ακριβώς διείσδυσε το τραγούδι στο εκπαιδευτικό σύστημα. Για παράδειγμα, δεν συμπεριλαμβάνεται στο θεμελιώδες έργο του χοροδιδάσκαλου Χαράλαμπου Σακελλαρίου "Ελληνικοί χοροί" που κυκλοφόρησε το 1940 και αποτέλεσε πρότυπο εγχειρίδιο διδασκαλίας στις Γυμναστικές Ακαδημίες, στο Λύκειο των Ελληνίδων και σε άλλους φορείς. Όμως, διαθέτουμε ένα σημαντικό σχόλιο του μουσικολόγου Μάρκου Δραγούμη που είναι ιδιαίτερα διαφωτιστικό.vi
Αυτό αναφέρει ότι η συγκεκριμένη μελωδία, που απαντά και σε άλλους λαούς, συνδέεται με τη σεφαραδίτικη κοινότητα της Θεσσαλονίκης. Ο Δραγούμης παραπέμπει σε κασέτα που κυκλοφόρησε στη Μαδρίτη το 1992, vii η οποία περιλαμβάνει μελωδία που δημιουργήθηκε το 1873 για τα εγκαίνια του πρώτου εβραϊκού σχολείου της Θεσσαλονίκης (Schola de la Alianza) και είναι μουσικολογικά συγγενής με τη μελωδία του "Μακεδονία ξακουστή". Πιθανολογεί ότι είτε δημιουργήθηκε για τα σχολικά εγκαίνια και ύστερα ταξίδεψε αλλού, είτε φτιάχτηκε γύρω στα μέσα του 19ου αιώνα από δυτικό συνθέτη για κάποιον Οθωμανό σουλτάνο και ύστερα χρησιμοποιήθηκε από το εβραϊκό σχολείο όπως και από άλλες εβραϊκές κοινότητες. Παραθέτει τις παρτιτούρες των δύο εκδοχών, σημειώνοντας ότι «τριάντα χρόνια αργότερα, αυτή η μελωδία επαναπροσαρμόστηκε σε ελληνικό πατριωτικό κείμενο που παρακινεί τους Έλληνες να πολεμήσουν ενάντια στους εχθρούς της Μακεδονίας».
Η προσέγγισή του δείχνει ότι μια μελωδία που (πρωτ)ακούστηκε στην πολυ-εθνοτική Θεσσαλονίκη του 1870 επικράτησε σταδιακά και παρείχε το βασικό υλικό για τη διαμόρφωση ενός μουσικού, στιχουργικού και χορευτικού συνόλου που αντιμετωπίστηκε “από τα πάνω” σαν υποσχόμενο σύμβολο της φαντασιακής μακεδονικότητας και ελληνικότητας. Άλλωστε, μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, η αλληλεπίδραση των διαφορετικών εθνοτικών ομάδων που κατοικούσαν στη Θεσσαλονίκη ήταν έντονη και οι ξεχωριστές μουσικές παραδόσεις είχαν δεχτεί επιρροές τουλάχιστον από την τουρκική και ρουμανική δημοτική μουσική.
Αντίστοιχο προβληματισμό αναδεικνύει και συζήτηση με αντικείμενο τη σχέση της αρχικής μελωδίας με άλλες που έχουν προέλευση την Τουρκία, την (Π)ΓΔΜ (πλέον Βόρεια Μακεδονία), την Αλβανία, τη Βοσνία, τη Σερβία και τη Βουλγαρίαviii καθώς και με εβραϊκό ψαλμό που πιθανόν να βρίσκεται στη βάση της σύνθεσης του 1873.ix Μια ενδελεχής μουσικολογική μελέτη όλων των παραπάνω στοιχείων θα ήταν ιδιαίτερα αποκαλυπτική.
Σήμερα, παρ’ όλο που όλες οι κοινότητες στη Μακεδονία περιλαμβάνουν το τραγούδι στις «δικές τους» πρακτικές, δεν το χρησιμοποιούν σε γάμους και άλλες περιστάσεις του κύκλου της ζωής και του χρόνου. Δεν το θεωρούν λειτουργικά δεμένο με τη ζωή και την αναπαραγωγή της κοινότητας. Όμως, δίνοντάς του κεντρική θέση στο τοπικό ρεπερτόριο, αναγνωρίζουν χωρίς όρους τη φαντασιακή μακεδονικότητα και ελληνικότητα που το συνοδεύει. Όσοι αποδέχονται ότι οι στίχοι και το βήμα είναι προϊόν επινόησης συχνά επισημαίνουν την εντοπιότητα της μελωδίας. Με τον τρόπο αυτό επιθυμούν να τεκμηριώσουν ότι το συγκεκριμένο σύμβολο ελληνικότητας έχει ρίζες στη δική τους κοινότητα και τη δική τους εθνοτική κατηγορία. Αυτή η πρόσληψη της εντοπιότητας της μουσικής μπορεί να υποδηλώνει είτε ικανοποίηση για τη δυνατότητα που έχει το τοπικό να επηρεάζει το εθνικό είτε δυσαρέσκεια για τον αυθαίρετο μετασχηματισμό του τοπικού. Ωστόσο, η σημερινή πραγματικότητα δείχνει ότι ένα σύμβολο που προωθήθηκε “από τα πάνω” στο πλαίσιο της εδραίωσης της καταστατικής ελληνικότητας της Μακεδονίας έχει γίνει ευρέως αποδεκτό ως αντιπροσωπευτικό στοιχείο μιας φαντασιακής ταυτότητας.
Η ομογένεια της Βοστώνης και τα τηλεοπτικά κανάλια έκαναν σαφές ότι ο Γιάννης Αντετοκούνμπο -που έδωσε για χρόνια έναν άλλο, δικό του, αγώνα αυτοπροσδιορισμού- είναι και αυτός ένα σύμβολο της ίδιας ταυτότητας. Ναι, αλλά όχι επειδή τώρα έγινε «ξακουστός». Επειδή το δικαίωμα στον αυτοπροσδιορισμό είναι αναφαίρετο. Για αυτόν τον λόγο δεν δικαιούνται και όσοι προσλαμβάνουν τη Μακεδονία ως «ξακουστή» να αρνούνται στους πολίτες της όμορης (Π)ΓΔΜ (και πλέον Βόρειας Μακεδονίας) να προσδιορίζονται όπως εκείνοι κρίνουν.
* Η Μαρίκα Ρόμπου - Λεβίδη είναι κοινωνική ανθρωπολόγος
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
i. Ρόμπου - Λεβίδη, Μ., 2016. "Επιτηρούμενες ζωές. Μουσική, χορός και διαμόρφωση της υποκειμενικότητας στη Μακεδονία", Αλεξάνδρεια, Αθήνα: 131-139
ii. Ιστότοπος Γενικού Επιτελείου Στρατού, http://www.army.gr/el/polymesa/emvatiria-0
iii. Σύλλογος Ιεροψαλτών Χίου «Ρωμανός ο Μελωδός», (19/12/2018), https://www.politischios.gr/koinonia/ksespase-se-klamata-o-metropolites-...
iv. Καρακασίδου, Α., 2000. "Μακεδονικές ιστορίες και πάθη. 1870-1990", Οδυσσέας, Αθήνα.
v. Κωστόπουλος, Τ., 2000. "Η απαγορευμένη γλώσσα: Κρατική καταστολή των σλαβικών διαλέκτων στην ελληνική Μακεδονία", Μαύρη Λίστα, Αθήνα.
vi. Προφορική επικοινωνία μας και Δραγούμης, Μ.Φ., 2007. "Από το Βυζάντιο στο ρεμπέτικο: Μουσικολογικές περιπλανήσεις", Ιόνιο Πανεπιστήμιο, Κέρκυρα.
vii. Nochada de Salonica, Cantos Judeo Espanoles de Salonica, Saga Sec. 10,581, Μαδρίτη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου