Δευτέρα 2 Οκτωβρίου 2017

«Gender» ή μόνο οι άγγελοι δεν έχουν... φύλο


του Σπύρου Μανουσέλη
Με τον όρο «κοινωνικό φύλο», αγγλιστί «gender», οι σύγχρονες ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες περιγράφουν τους διαφορετικούς και περίπλοκους τρόπους σύμφωνα με τους οποίους εκδηλώνονται οι διαφορές ανάμεσα στα ανθρώπινα φύλα. Ωστόσο, η έννοια του ανθρώπινου φύλου ούτε προφανής (κοινωνικά) ούτε και δεδομένη (επιστημονικά) πρέπει να θεωρείται, δεδομένου ότι οι τυπικές εκδηλώσεις της βιολογικής μας ταυτότητας δεν είναι επ’ ουδενί κατανεμημένες ομοιόμορφα ανάμεσα στα άτομα του ίδιου φύλου, ούτε και ταυτίζονται απαραίτητα με την προσωπική ταυτότητα κάθε ανθρώπου.
Αντίθετα, όπως θα δούμε, υπάρχει μεταξύ των ατόμων του ίδιου φύλου ευρύτατο περιθώριο για ατομικές διαφοροποιήσεις, οι οποίες, σε μεγάλο βαθμό, ενισχύονται ή καταστέλλονται από «εξωγενείς» παράγοντες, π.χ. οικογενειακούς, κοινωνικούς, πολιτισμικούς.
Στην πραγματικότητα, το βιολογικό φύλο, οι ιδιαίτερες σεξουαλικές προτιμήσεις και η έμφυλη ταυτότητα δεν ταυτίζονται πάντα στον ίδιο άνθρωπο. Γι’ αυτό, σε κάθε ιστορική εποχή, υπήρξαν αμέτρητοι δυνατοί συνδυασμοί από αυτές τις τρεις βασικές παραμέτρους που διαμορφώνουν ό,τι, κάπως αόριστα, περιγράφουμε ως ανθρώπινο φύλο.
Αναζητώντας την «ανθρώπινη φύση» μεταξύ επιστήμης και ιδεολογίας
Από αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι σήμερα, οι ανθρώπινες κοινωνίες, στην προσπάθειά τους να διαχειριστούν ή, συνηθέστερα, να καταστείλουν τις όποιες αποκλίσεις από το διαζευκτικό δίπολο «άνδρας - γυναίκα», επιχείρησαν να τις ερμηνεύσουν είτε ως βιολογικές «ανωμαλίες» είτε ως, λίγο-πολύ, διεστραμμένες ατομικές επιλογές. Ανάγοντας έτσι ένα διαχρονικό κοινωνικό πρόβλημα, όπως η διαχείριση του διαφορετικού, σε δυσβάσταχτο ατομικό «πεπρωμένο». Τι έχει, όμως, να πει για όλα αυτά ο, υποτίθεται, αμόλυντος από κοινωνικές προκαταλήψεις και ιδεολογίες επιστημονικός λόγος;
Η ιστορία των φυλετικών-σεξιστικών προκαταλήψεων μας αποκαλύπτει ότι όποτε η επιστήμη εγκατέλειψε ή υπαναχώρησε στην προσπάθειά της για μια γνωστικά αντικειμενική ή, τουλάχιστον, κοινωνικά ουδέτερη περιγραφή αυτών των άβολων κοινωνικών φαινομένων, ο επιστημονικός λόγος έτεινε να αναπαράγει και να νομιμοποιεί «επιστημονικά» τις κοινωνικές προκαταλήψεις της εποχής όσον αφορά τις «μη φυσιολογικές», δηλαδή τις «αποκλίνουσες» φυλετικές συμπεριφορές.
Παρ’ όλα αυτά, κάποιες σχετικά πρόσφατες επιστημονικές ανακαλύψεις φαίνεται πως ανοίγουν τον δρόμο για την έξοδο της ανθρώπινης σκέψης από τον φυλετικό σκοταδισμό και τον σεξιστικό Μεσαίωνα.
Η δυσφορία του φύλου
Μόλις γεννιέται ένα παιδί, όλοι ρωτάμε: «Τι είναι; Αγόρι ή κορίτσι;» Αυτό το φαινομενικά αθώο ερώτημα υποκρύπτει τη βαθύτερη αδυναμία μας ακόμη και να φανταστούμε ότι θα μπορούσε να υπάρξει ένα ανθρώπινο πλάσμα που δεν εντάσσεται σε μία από τις δύο κατηγορίες, του αρσενικού ή του θηλυκού. Εντούτοις, αυτή η θεμελιώδης βιολογική διάκριση δεν είναι πάντα προφανής, ούτε και εφαρμόσιμη σε όλες τις περιπτώσεις.
Προφανώς, δεν αναφερόμαστε στις περιπτώσεις των ομοφυλόφιλων ανδρών ή γυναικών, ούτε καν στις περιπτώσεις τρανσεξουαλικών ατόμων ή τραβεστί, καταστάσεις που αντιμετωπίζονται συνήθως ως «ελεύθερες υποκειμενικές επιλογές», δηλαδή ως συνειδητές σεξουαλικές παρεκκλίσεις από το φυσιολογικό.
Πολύ συνοπτικά, στα ομοφυλοφιλικά άτομα, για διάφορους λόγους, το βιολογικά προδιαγραμμένο φύλο τους δεν συμφωνεί με την προσωπική τους ταυτότητά ή με τις σεξουαλικές προτιμήσείς τους για άτομα του ίδιου φύλου.
Γύρω από τα δικαιώματα των ατόμων που, συνειδητά και από επιλογή, δεν αναγνωρίζουν τον εαυτό τους στα δύο κυρίαρχα φυλετικά πρότυπα και στους κοινωνικούς ρόλους που αυτά συνεπάγονται, αναπτύχθηκε, κυρίως από το τρίτο κύμα του φεμινιστικού κινήματος, η ανάγκη σαφούς διάκρισης του βιολογικού φύλου (sex) από το κοινωνικό φύλο (gender).
Και, από τα τέλη του εικοστού αιώνα μέχρι σήμερα, χάρη στις πολυάριθμες «σπουδές φύλου» (gender studies), έγινε σαφής η ανάγκη για ευρύτερη κοινωνικοπολιτική αποδοχή του δικαιώματος των ανθρώπων να επιλέγουν οι ίδιοι ελεύθερα, χωρίς δηλαδή κοινωνικές διακρίσεις, όχι βέβαια το βιολογικό αλλά το κοινωνικό τους φύλο.
Ισως την πιο σαφή και ενδιαφέρουσα διατύπωση αυτού του, ταυτόχρονα, γνωστικού και πολιτικού προγράμματος βρίσκουμε στο έργο της διάσημης Αμερικανίδας φιλοσόφου- ακτιβίστριας Τζούντιθ Μπάτλερ (Judith Butler). Η οποία, τόσο στο προκλητικό βιβλίο της «Αναταραχή του φύλου» (στα ελληνικά από εκδ. Αλεξάνδρεια) όσο και στο πιο διεισδυτικό φιλοσοφικά «Σώματα με σημασία» (στα ελληνικά από εκδ. Εκκρεμές), αμφισβητεί, ως μια «κανονιστική μυθοπλασία» των σύγχρονων κοινωνιών, την αναγκαιότητα μιας αποκλειστικά διπολικής έμφυλης ανθρώπινης ταυτότητας, η οποία προκαθορίζεται και περιορίζεται, δήθεν, από τους βιολογικούς-υλικούς όρους της ύπαρξής της.
Αυτά τα δύο βιβλία αναδεικνύουν επαρκώς πολλές από τις παγίδες που υποκρύπτει η άκριτη και υποτίθεται απολύτως φυσική αποδοχή της «διπολικής έμφυλης ταυτότητας». Στην πραγματικότητα, υποστηρίζει η Μπάτλερ, κάθε έμφυλη ταυτότητα είναι μια ανθρώπινη κοινωνική κατασκευή, που ποτέ δεν εξαντλείται στις βιολογικές-υλικές προϋποθέσεις της, ούτε βέβαια στα κοινωνικά ιδεολογήματα σχετικά με το ανθρώπινο φύλο. Κοινωνικά ιδεολογήματα, που σκοπίμως αποκρύπτουν τις δυνατότητες καλλιέργειας μιας πιο αυθεντικής εμφυλοποίησης των ανθρώπων, πέρα από τις βιολογικές ή πολιτισμικές διαφορές τους.
Τι γίνεται όμως με εκείνες τις σχετικά σπάνιες περιπτώσεις, όπου το ίδιο το άτομο αδυνατεί να ταυτιστεί και να προσαρμοστεί σε μία από τις συνήθεις έμφυλες κατηγορίες, π.χ. στο «ισχυρό φύλο» των ανδρών, στο «ασθενές φύλο» των γυναικών ή ακόμη και στο λεγόμενο «τρίτο φύλο» των ομοφυλόφιλων; Αυτά τα αξιοπερίεργα βιολογικά και απροσδιόριστα κοινωνικά άτομα περιγράφονται συνήθως ως «ερμαφρόδιτα» ή ως «ψευδο-ερμαφρόδιτα»: άνθρωποι στους οποίους είναι εξόφθαλμη η ασυμφωνία ανάμεσα στις βιολογικές προδιαγραφές τους (γονότυπος) και την εξωτερική εμφάνιση και συμπεριφορά τους (φαινότυπος).
Πρόκειται δηλαδή για «αρσενικούς» με αναμφισβήτητα θηλυκή ταυτότητα (ή το αντίστροφο, όταν πρόκειται για «γυναίκες»). Στα άτομα αυτά η λεγόμενη «δυσφορία του φύλου», δηλαδή η ασυμβατότητα της βιολογικής με την κοινωνική τους ταυτότητα είναι πλήρης και, σε όποια ηλικία κι αν βρίσκονται, τους προκαλεί έντονη δυσφορία και απέχθεια για τον εαυτό τους. Για παράδειγμα, τα «αγόρια» μισούν κάθε ανδρικό χαρακτηριστικό του σώματός τους και επιθυμούν να απαλλαγούν από το πέος τους, ενώ τα «κορίτσια» βλέπουν με τρόμο τα στήθη τους ή αντιμετωπίζουν ως ενοχλητική «μαύρη τρύπα» το αιδοίο τους.
Τέτοια αβάσταχτα συναισθήματα και η αρνητική αυτοεικόνα ενισχύουν τόσο τη «δυσφορία του φύλου» που βιώνουν όσο και τη ζωτική τους ανάγκη να απαλλαγούν οριστικά από αυτά τα εντελώς λάθος ή περιττά, όπως νομίζουν, όργανα του σώματός τους.
Μεταξύ βιολογικού και κοινωνικού φύλου
Αραγε, η φυλετική μας προδιάθεση και η πραγματική έμφυλη συμπεριφορά μας καθορίζεται –και σε ποιο βαθμό– από τα γονίδιά μας; Κι αν αυτό ισχύει, τα «φυλετικά γονίδια» μας δημιουργούν πάντοτε και μόνο το αντιθετικό δίπολο: είτε άνδρας είτε γυναίκα, είτε «ετερο-» είτε «ομοφυλοφιλικός»; Αρκετές έρευνες γενετικής ανάλυσης σε μονοωογενείς διδύμους αλλά και σε απλούς διδύμους υποδεικνύουν σαφώς κάποια συμμετοχή των γονιδίων στον καθορισμό της αρχικής φυλετικής ταυτότητας κάθε ανθρώπου.
Οταν, όμως, δεν έχουμε να κάνουμε με διδύμους, αλλά με τη μεγάλη πλειονότητα των ανθρώπων, τότε τα πράγματα περιπλέκονται και η ακριβής συμβολή των γονιδίων στον καθορισμό του φύλου δεν είναι εξίσου σαφής! Για ευνόητους λόγους επιβίωσης, η βιολογική μας εξέλιξη πριμοδοτεί και ενισχύει τις ετεροφυλοφιλικές σχέσεις επειδή οδηγούν στη διαφορική αναπαραγωγή του έμφυλου είδους μας.
Παρ’ όλα αυτά, ένα σχετικά μικρό αλλά σταθερό ποσοστό ανθρώπων, που κυμαίνεται από 3% έως 7% του συνολικού ανθρώπινου πληθυσμού, έλκεται αποκλειστικά από άτομα του ίδιου φύλου. Μολονότι φαίνεται να υπάρχουν μόνο δύο φυλετικοί πόλοι (ένας ετερο- και ένας ομοφυλοφιλικός), στην πραγματικότητα οι ειδικοί συναντούν ένα συνεχές ανθρώπινο φάσμα από διαφορετικές φυλετικές διαβαθμίσεις. Ετσι, δεν είναι καθόλου περίεργο που η συμπεριφορά ενός διόλου ευκαταφρόνητου ποσοστού του ανθρώπινου πληθυσμού δεν ταυτίζεται με κανέναν από τους δύο βασικούς πόλους, αλλά κινείται κάπου ανάμεσα.
Διαπίστωσαν, μάλιστα, ότι αν ο συνδυασμός των γονιδίων και των άλλων βιολογικών προδιαγραφών (βιοχημικών, εγκεφαλικών κ.ά.) βρίσκεται κοντά στον πόλο «Ετερο-», τότε οι άνθρωποι –άνδρες και γυναίκες– είναι μάλλον απίθανο να εκδηλώσουν ομοφυλοφιλικές συμπεριφορές. Αν, αντίθετα, οι βιολογικές προδιαγραφές των ατόμων βρίσκονται πιο κοντά στον πόλο «Ομο-», είναι σχεδόν βέβαιο ότι δεν θα καταφέρουν ποτέ να γίνουν ισορροπημένοι και ευτυχείς ετεροφυλόφιλοι.
Τι γίνεται όμως με τον τεράστιο αριθμό ατόμων που βρίσκονται κάπου ανάμεσα στους δύο αυτούς πόλους; Σε αυτή την περίπτωση, ο παράγων περιβάλλον αποδεικνύεται ο αποφασιστικός, και όταν επεμβαίνει στην πιο τρυφερή ηλικία αυτών των ανθρώπων, τότε είναι αυτός που ρυθμίζει το φυλετικό τους μέλλον, χωρίς όμως ποτέ να το προδιαγράφει!
Συνεπώς, η συνήθως απόλυτη αντιδιαστολή του εύπλαστου κοινωνικού φύλου (gender) από το, δήθεν, προδιαγραμμένο βιολογικό φύλο (sex) των ανθρώπων πρέπει να θεωρείται όχι μόνο επιστημονικά ανακριβής ή ιστορικά ξεπερασμένη, αλλά και βιοπολιτικά ύποπτη. Η γνωστική και όχι οντολογική, υπαρξιακή διάκριση του «κοινωνικού» από το «βιολογικό» φύλο, ενώ επινοήθηκε, αρχικά, για να αποδομήσει τις κοινωνικά επιβεβλημένες «έμφυλες ταυτότητες» και τις σεξιστικές ανισότητες, κατέληξε, πολύ συχνά, να διαχωρίζει οριστικά το βιολογικό από το κοινωνικό φύλο κάθε ανθρώπου, δηλαδή τη βιολογική από την κοινωνική του ζωή!
Ετσι, όμως, η «φυλετική μας ταυτότητα» καθίσταται όχι μόνο ατέρμονα εύπλαστη από τις ιδιωτικές επιθυμίες μας αλλά, κι αυτό είναι το χειρότερο, πολύ πιο εύκολα χειραγωγήσιμη από κάθε ισχυρή Βιοεξουσία.
Είναι αγόρι ή κορίτσι; Εξαρτάται από πολλούς παράγοντες
Το φύλο ενός ανθρώπου, το αν δηλαδή θα αποκτήσει τελικά ανδρική ή θηλυκή «ταυτότητα» που να αντιστοιχεί στα ιδιαίτερα βιολογικά χαρακτηριστικά του, καθορίζεται από πολλούς παράγοντες, όχι μόνο ενδογενείς (βιολογικούς) αλλά και εξωγενείς (κοινωνικούς). Ο τρόπος που αυτοί οι παράγοντες διαπλέκονται είναι απρόβλεπτος, γι’ αυτό θα ήταν ίσως ακριβέστερο να μιλάμε για πολλά ανθρώπινα κοινωνικά φύλα.
Πάντως, σύμφωνα με τα διαθέσιμα επιστημονικά δεδομένα, μπορούμε να διακρίνουμε, τουλάχιστον, πέντε διαφορετικά –αλλά αλληλεξαρτώμενα!– επίπεδα όπου εκδηλώνεται η ανθρώπινη φυλετική διαφοροποίηση:
  • Το γενετικό ή χρωμοσωμικό φύλο: καθορίζεται κατά τη στιγμή της γονιμοποίησης από την παρουσία των φυλετικών χρωμοσωμάτων (ΧΧ για τη γυναίκα, ΧΥ για τον άνδρα). Τα γονίδια που βρίσκονται στο χρωμόσωμα Υ –που κληρονομείται μόνο από τον πατέρα– επάγουν την ανάπτυξη των όρχεων και την αρρενοποίηση του εμβρύου. Αντίθετα, η εκθήλυνση του εμβρύου εξαρτάται άμεσα από την παρουσία όχι ενός αλλά δύο χρωμοσωμάτων ΧΧ και έμμεσα από την απουσία των ανδρικών γονιδίων που βρίσκονται μόνο στο χρωμόσωμα Υ. Το πρώτο στάδιο αυτής της σημαντικής φυλετικής διαφοροποίησης συντελείται μετά τις πέντε πρώτες εβδομάδες της κύησης και οδηγεί στη διαφοροποίηση των γονάδων του εμβρύου είτε σε όρχεις είτε σε ωοθήκες. Ανωμαλίες ή δυσλειτουργίες σε αυτή τη φάση οδηγούν στην ανάπτυξη θηλυκών με ανδρικά χρωμοσώματα (ΧΥ) ή αρσενικών με θηλυκά φυλετικά χρωμοσώματα (ΧΧ).
  • Το φύλο των γονάδων: εξαρτάται από τη φυσιολογική διαφοροποίηση των «ουδέτερων», αρχικά, γονάδων του εμβρύου είτε σε όρχεις είτε σε ωοθήκες, που συνθέτουν τα οιστρογόνα που είναι απαραίτητα για την περαιτέρω εκθήλυνση. Οταν αυτή η διεργασία εμβρυϊκής ανάπτυξης δεν συμφωνεί με το γενετικό φύλο, τότε το έμβρυο παρουσιάζει ανώμαλη φυλετική διαφοροποίηση.
  • Το φαινοτυπικό ή σωματικό φύλο: καθορίζεται από τη φυσιολογική διαμόρφωση των εξωτερικών γεννητικών οργάνων του κάθε φύλου (πέος, όρχεις, αιδοίο, κλειτορίδα κ.ο.κ.). Σε ορισμένες περιπτώσεις διαταραχών της φυλετικής διαφοροποίησης, η ανάπτυξη αυτών των γεννητικών οργάνων δεν αντιστοιχεί στο γοναδικό φύλο.
  • Το κοινωνικό φύλο: το επιγενετικό κοινωνικό περιβάλλον μέσα στο οποίο μεγαλώνει κανείς συνδιαμορφώνει τη φυσιολογική ανάπτυξη και εκδήλωση των εγγενών φυλετικών του δυνατοτήτων. Με άλλα λόγια, το περιβάλλον μπορεί να επηρεάσει, άλλοτε θετικά και άλλοτε αρνητικά, την αρχική βιολογική μας ταυτότητα.
  • Το νομικό φύλο: είναι ό,τι αναγράφεται στη ληξιαρχική πράξη γέννησης που εκδίδεται από το Ληξιαρχείο. Μία τυπικά γραφειοκρατική βεβαίωση του φύλου που γίνεται πολύ πρόωρα, από τις πρώτες ημέρες ζωής του νεογέννητου παιδιού.
  • efsyn

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου