Τετάρτη 11 Οκτωβρίου 2017

Ένας «διαφορετικός» σάκος του μποξ



Μια εικόνα. Όχι φανταστική. Ή μάλλον κομμάτια της, για να παιδευτεί λίγο το μυαλό στη συναρμολόγησή της.
Γράφει η Άννα Κουρούπου 
Ένα πέδιλο με ψηλό τακούνι προσπαθεί με κόπο να συγκρατήσει στα λουράκια του, πέλμα μεγαλύτερο των προσδοκιών του. Πιο πάνω συνεχίζει ένα πόδι, μακρύ, που στο τελείωμά του αστράφτει μια χρυσαφί παγιέτα... κάπως ξεχειλωμένη.
Μια μικροσκοπική τσάντα πεσμένη στο γκρι του πεζοδρομίου, ανοιγμένη, και κάποια πολύτιμα αντικείμενα σκορπισμένα γύρω της, μαδημένα πέταλα ενός λουλουδιού, με ιδιαίτερο άρωμα. Πικάντικο, βαρύ.
Κάποια προφυλακτικά, ένα κραγιόν, σαν φωτιά λίγο πριν σβήσει το χρώμα του.
Σε απόσταση μιας φευγαλέας ματιάς, ένα πιο σκούρο κόκκινο, ανταγωνίζεται, το έντονό του. Αίμα.
Μια πέτρα πιο κει, απομεινάρι ενός χεριού που την εκφεσδόνησε, χωρίς συστολή. Έχει σημάδια επάνω της. Κόκκινο. Ένα βαθύ κόκκινο, σχεδόν καφέ. Σκούρο, λες και απο την πληγή του κεφαλιού βγήκε η ματαιότητα παρέα με την απελπισία. Αντάμα και η λαχτάρα για ζωή, ξεψυχισμένη.
Μια άλλη εικόνα. Και πάλι σε παζλ. Γύψος λευκός σε ένα λεπτό χέρι, σπασμένο στον καρπό, σε μια προσπάθεια να απωθήσει γροθιά στο πρόσωπο, που το ένιωθε «νέο». Φρέσκο το δέρμα, σχεδόν παιδικό.
Μπουνιά από δάχτυλα που, πριν λίγες μέρες, μόνο επιθυμίες εκτελούσαν. Ο έρωτας διέταζε.
Σεντόνια στρωμένα μέρες και νύχτες μα ατασαλάκωτα. Ο Ύπνος δεν ερχόταν πλέον. Δεν ήταν ευπρόσδεκτος. Νοτισμένο το μαξιλάρι. Μόνο το ένα. Το άλλο... έλειπε. Είχε γίνει σκληρό ενθύμιο.
Βουβό κλάμα στην αρχή. Μη τυχόν και γίνει αποδεκτή η καταστροφή. Ξέσπασμα σε λίγο. Κομμάτια γυαλιών με καφέ στο πάτωμα.
Έπρεπε να αφήσει τη «φωλιά» της. Να βρει άλλη. Οι ριπές σιχαμάρας και απαξίωσης έβγαιναν σφαίρες απο το στόμα του ιδιοκτήτη. Την αποκαλούσε σκουπίδι, ψεύτρα, μίασμα.
«Να φύγεις. Τώρα. Το σπίτι μου το νοίκιασα σε ένα νεαρό με τη κοπέλα του. Μα εσύ δεν εισαι κορίτσι. Κι ο νεαρός έφυγε. Θα φύγεις κι εσύ, αφού με αυτόν έκανα συμβόλαιο. Πού να τολμούσες να εμφανιστείς εσύ και να ζητήσεις να μείνεις στο σπίτι μου! Ως αύριο να έχεις μετακομίσει. Αλλιώς θα φωνάξω την αστυνομία και θα πω τι είσαι και τι κατάντησες το σπίτι ΜΟΥ. Ένα μπορντέλο».
Χωρισμός. Παλμοί μπερδεμένοι, άτακτοι. Αχνοί μπροστά στο θηρίο που έρχεται καταπάνω της, για άλλη μια φορά. Γρήγοροι, δυνατοί στη σκέψη του προδότη έρωτα, που πολλές φορές στέλνει βέλη σε ακατάλληλες καρδιές.
Μια διπλή πληγή με εσωτερική αιμοραγία. Πλημμύρα η ψυχή, κατακόκκινη.
Κι ούτε μια γάζα, τόση δα, να αναπνεύσουν τα σωθικά «αέρα».
Τρίτη εικόνα. Ό,τι επιτρέψει η λήθη να εμφανιστεί. Φωνές, πολύ δυνατές. Κραυγές παραδίπλα. Ξύλο στο χρώμα του ξεραμένου εμετού. Ένα πρόσωπο σκληρό με μάτια κορακιού. Σκοτάδια μέσα τους.Το στόμα έβγαζε λέξεις σχεδόν ακατανόητες, δύσκολες, άγνωστες. Η έλλειψη γνώσης τις έκανε έτσι. Δεν είχαν αντίκρισμα στα απέναντι κεφάλια. Κεφάλια με χρώματα αλλοιωμένα από το ντεκαπάζ. Ματιές βαριές, ξενυχτισμένες, γεμάτες απορία και ταυτόχρονα απέχθεια και οργή.
Μια αίθουσα δικαστηρίου. Μπλε σκούρες φιγούρες με γκλοπ στα χέρια κραδαίνονταν προτρέποντας σε σιωπή. Σε ησυχία. Μα το ποτάμι είχε φουσκώσει. Και ξεχύλισε.
Ένας θόρυβος αλλιώτικος τα σταμάτησε όλα, σαν κάποιος να πάτησε την παύση σε ένα μηχάνημα, που δεν είχε τέτοια τεχνολογία. Ένα αδύνατο, αδύναμο κορμί στον αέρα και σε ένα κλείσιμο των βλεφάρων, πεσμένο στο δρόμο. Σπασμένο το παράθυρο. Και μαζί του πήρε γυαλιά, ξανθά μαλλιά, ένα τζιν βρώμικο από τσιμεντένιο κελί και αίμα. Κόκκινο ηλιοβασίλεμα με το πορτοκαλί να περιπαίζει τη ζωή.
Άφησε ακίνητο το σώμα στο πλακόστρωτο. Ανέκφραστο πρόσωπο. Μάτια λίμνες πράσινες παγωμένες να διαφανίζει ακόμη η απορία και ένα γιατί, που δεν μπορούσε να βγει.
Απτόητο το κοράκι στο θώκο του έριχνε κατάμαυρες καταδίκες σε όλα τα πρόσωπα που πριν λίγο ήταν απέναντί του.Τώρα έκλαιγαν και ούρλιαζαν σαν μαινάδες αλλά όχι για τον Διόνυσο.
Την προηγούμενη νύχτα νοίκιαζαν τα κορμιά τους σε άντρες, που κάπως αλλιώς είχαν την έννοια του έρωτα στα σκέλια τους ή λίγο παραπίσω.
Μα πού αλλού θα δούλευαν με τα κίτρινα μαλλιά, τα κολλητά φουστάνια με τα θρασιά τα στήθη όψιμα εφηβικά;
«Εικόνα» τελευταία. Ένα παιδί. Δέκα; Έντεκα; Εκτόξευε μίσος. Ένα παιδί. Όχι, δεν ήταν από πόλεμο. Ούτε ορφανό. Ο πατέρας, δυο μέτρα πιο κει, το παρακινούσε να διαβάσει από το χαρτί ό,τι αυτός είχε γράψει. Μίσος από το στόμα παιδιού. Πήρε η ελπίδα την ελευθερία αγκαλιά και έφυγαν. Θόλωσαν τα μάτια μου για το χαμό μιας ψυχής που δεν πρόλαβε να καταλάβει το αρχέγονο, το πρώτο συναίσθημα της ζωής. Την αγάπη.
Χειροκροτούσαν οι ταγοί απο κάτω. Ευτυχίας χαμόγελα σε σάπια στόματα.
Από πού αναβλύζει τόσο μίσος; Τι εγείρει ένα κορμί που δυσφορεί στη «φόρμα» που του φόρεσαν πάραυτα μόλις πήρε την πρώτη ανάσα, έξω από τη μήτρα της μάνας του;
Γιατί η ελευθερία γίνεται φθόνος όταν υψώνεται απο ντελικάτα χέρια, καθόλα πεντακάθαρα, κι ας σκουπίζουν όλη τη βρώμα μια κοινωνίας πατριαρχικής με την παλάμη τους;
Αγωνίες, αγώνες, προσδοκίες, ματαιότητα, απελπισία, ερημιά, σκοτάδι με αυτόφωτα πρόσωπα γιατί είναι επίκτητα, έρχονται και παίρνουν μια δικαίωση πλέον.
Λειψή και αυτή. Μα δικαίωση.
Η νομική αναγνώριση της ταυτότητας φύλου, είναι γεγονός. Προ των πυλών.
Ειμαστε δέκα σε αναλογία των χιλίων, απέναντι.
Μα η ιστορία έχει αποδείξει πως δεν νικούν πάντα οι πιο πολλοί. Μα οι πιο δυνατοί.
Όταν γυρνάς σε τέτοια Ιθάκη, δεν σε απασχολεί και τόσο η Πηνελόπη, ούτε οι μνηστήρες της. Αρκεί που γύρισες στην πατρίδα. Και είναι ώρες ανατολής.
Πορτοκαλί βαθύ με σταγόνες κόκκινες μέσα της...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου