Πέμπτη 3 Ιουλίου 2014

Το δικό μου ίσως για τον Ίσσο


issos

της Λιάνας Τσιρίδου
Το 1989 ήρθα να εγκατασταθώ στην Κέρκυρα, μια από τις πολλές εσωτερικές ερωτικές μετανάστριες, με ολάνοιχτες αισθήσεις να γευτώ τον αγαπημένο τόπο του αγαπημένου. Με ξεναγούσε εκείνος στις παραλίες της Κέρκυρας δαγκώνοντας τη μικρή του απογοήτευση, είχαν ήδη αλλάξει πολλά στη δεκαετία και βάλε που είχε λείψει, οι μικροί παράδεισοι είχαν περιοριστεί  αριθμητικά, πνιγμένοι κάτω από rooms to let και Greek tavern, traditional food. 
Αλλά παρέμεναν γωνιές, θάλασσες, αμμουδιές που μ’ έκαναν και μένα να δαγκώνω το ‘’σαν τη Χαλκιδική πουθενά…’’.  Μαγεμένη. Ο Κοντογιαλός ήταν παραλία γυμνιστών, που συμβίωναν ευγενικά με εμάς τους ημιγυμνιστές. Ο Χαλικούνας ήταν μαγική μεταφορά σε άλλον κόσμο, σε άλλη ήπειρο, ο Άη Γιώργης των Αργυράδων και αυτός των Πάγων ξέπλεναν μέσα σ’ ένα απόγευμα την κούραση και το στρες ολόκληρης χρονιάς. Και ο Ίσσος;
Α, ο Ίσσος ήταν έρωτας. Ένα σύνορο ανάμεσα στο βουητό ενός κόσμου που φαίνεται να μη μας χωράει πια και στο χαμένο από καιρό αίσθημα της ελευθερίας και της αρμονίας. Που χρειάζεται να πατήσεις αρκετά χρόνια για να εκτιμήσεις. Αλλά όταν το βιώσεις σου γίνεται απαραίτητο. Οξυγόνο. Θεμελιακό. Άμμος σε γυμνά πόδια. Απείραχτο γαλάζιο. Νερό διαυγές, ψυχοθεραπευτικό. Αμμόλοφοι, ζωή που ανασαίνει δίπλα σου. Και  συντονίζονται οι ανάσες σου με αυτές της φύσης, συντονίζεται ο παλμός  σου με τον ήχο του νερού, με το θρόισμα του κέδρου, αφήνεσαι να μεγαλώνεις με τον ίδιο φυσικό τρόπο που το κάνουν τα άγρια κρινάκια. Και λειτουργείς σαν κομματάκι. Προσέχεις. Να μην ενοχλήσεις το νερό, την άμμο, την αράχνη, τη μικρούλα βλάστηση. Μαζεύεις τα σκουπιδάκια σου, τα αποτσίγαρά σου. Ελέγχεις φεύγοντας αν το σπίτι είναι εντάξει. Γιατί σπίτι σου είναι. Κοινό. Αλλά σπίτι σου. Έτσι φεύγεις. Ελέγχοντας πώς θα σε ξαναϋποδεχθεί.
Είμαι στην έκτη δεκαετία της ζωής μου κι αποχαιρέτισα ήδη πολλά σπίτια. Σπίτια και με την μεταφορική έννοια, παραλίες που τις ένιωθα σαν την αυλή του σπιτιού μου. Στην αρχή έλεγα δεν πειράζει. Δεν χωράω στην αθλιότητα της Μπενίτσας, στο βουητό της Παλιοκαστρίτσας, ούτε στην κοσμικότητα της Γλυφάδας, ούτε στο αστικό τοπίο της Δασιάς, αλλά έχω άλλες μεριές. Μα ύστερα άρχισαν να χάνονται κι άλλες. Το Μπαρμπάτι, ο Κοντογιαλός, οι Αηγιώργηδες, ο βορράς, ο νότος, το νησί, ο κόσμος μας. Θάφτηκαν όλα κάτω από το πλαστικό, το νέον, την ηχορρύπανση του μπιτσόμπαρου και του τζετ σκι.
Και μαζί με αυτά θάφτηκαν και τα δικαιώματά μας. Το δικαίωμα   να καμαρώνουμε την ομορφιά του τόπου μας. Τον να μοιάζει το γύρω γύρω μας με τον τόπο μας, όχι με την Ίμπιζα. Το δικαίωμα να έχουμε πρόσβαση στην ομορφιά και τη γαλήνη. Το δικαίωμα μιας ήρεμης βουτιάς, το μοναδικό μας αντίδοτο στη φτώχια, την απελπισία μας, τα ζόρια μας. Το δικαίωμα να έχουμε λόγο για τη διαχείριση της δικής μας κληρονομιάς.
Μας τα κλέβουν; Ή τα χαρίζουμε; Συνειδητά; Ή από τη δύναμη της αδράνειας; Πόσους χωράει αυτό το πρώτο πληθυντικό; Είμαστε πολλοί ή λίγοι αυτοί που νιώθουμε τον θυμό για το έγκλημα να μας δημιουργεί σπασμό στο στομάχι; Πόσοι είμαστε αυτοί που αρνούμαστε να εκχωρήσουμε στους καταχραστές τη φύση, την ιστορία, τον κοινό μας πλούτο; Τις αναμνήσεις μας, τις απολαύσεις μας, την ανεμελιά μας, το μέλλον τον παιδιών μας, τον χώρο των παιδιών μας, τη μικρή μας διαφυγή;
Πόσοι είμαστε; Και πόσο μπορούμε να ξεβολευτούμε για όλα αυτά;
Ίσως. Ίσως αν καταλάβουμε ότι υπάρχουν κι άλλοι τρόποι ανάπτυξης από αυτούς τους εγκληματικούς που βιώνουμε. Ίσως αν αναλογιστούμε πάνω στη σχέση της ευημερίας των πολλών  και του αισχρού πλουτισμού των λίγων.  Ίσως αν το αξιολογήσουμε ως κάτι πιο σημαντικό από το Μουντιάλ, από το Facebook, από τη χαλαρή φραπεδιά μας, ακόμη κι από το δάνειο που μας σφίγγει σαν θηλιά στο λαιμό, ίσως αν αποφασίσουμε να ξεφύγουμε από την κατάρα της διαπαιδαγώγησής μας που συμπυκνώνεται στο ‘’εγώ θα βγάλω το φίδι από την τρύπα;’’ Ίσως αν καταφέρναμε μια φορά να αγνοήσουμε το μικρόψυχο ποιος είναι αυτός που καλεί, που διοργανώνει μια αντίδραση, αν είναι ή αν δεν είναι του γούστου μου, ίσως αν καταφέρναμε να δώσουμε ένα ραντεβού στον δρόμο ή στην παραλία ΟΛΟΙ. Σαν τότε που διεκδικούσαμε το Μον Ρεπό για τον Κερκυραϊκό λαό.
Ίσως να μην είναι πολύ αργά.

http://www.neriki.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου