Τρίτη 22 Ιουλίου 2014

Η παραλία της Ροβινιάς



της Ναταλί Βλάχου
Η Ροβινιά με είδε πρώτη φορά όταν ήμουν μικρή. Πολύ μικρή. Συγκεκριμένα γεννήθηκα Χριστούγεννα κι η μάνα μου με πήγε εκεί το ίδιο καλοκαίρι. Ξεκινούσε από το σπίτι στους Λιαπάδες και κατέβαινε κρατώντας με αγκαλιά εκείνο το κακοτράχαλο μονοπάτι που οδηγούσε στον παράδεισο. Τη μισή ώρα δρόμο την έκανε μία, πήγαινε σιγά μη γκρεμοτσακιστεί στις πέτρες με το παιδί στα χέρια (τί θα” λεγε μετά το χωριό για την αλαφροΐσκιωτη)… 
Όταν κρύωνε να μπει στη θάλασσα (άτιμος μαΐστρος), για να μη νιώθει ότι έκανε τόσο δρόμο τσάμπα, βούταγε εμένα στο νερό. Λίγο λίγο, τραγουδώντας μου για να συνηθίζω το κρύο. Κι έτσι από τη μία βγήκα λίγο σκληρόπετση κι από την άλλη δε βγάζω τις κάλτσες στον ύπνο μου μέχρι το ημερολόγιο να δείξει του Αγίου Πνεύματος…
Εκεί πέρασα τα καλοκαίρια της ζωής μου. Ξάπλα σ” αυτά τα βότσαλα, μακροβούτια στο νερό κρύσταλλο, σκαρφάλωμα στα βράχια, φαί, ύπνος, όλα εκεί… Λεφούσι ξεκινούσαμε απ” το χωριό δεκαπέντε νοματαίοι, όλη η γειτονιά, παιδιά, μωρά, μεγάλοι, γέροι. Ότι μπορούσε ο καθένας κουβαλούσε, καμιά πετσέτα, λίγο ψωμί, ντομάτες, φυστικοβούτυρο (είχε κάνει την εμφάνισή του τότε στο μάρκετ του Σπύρου κι είχαμε ξετρελαθεί με την αμερικανιά). Περνώντας το χωριό, μπαίναμε στο μονοπάτι. Στο πήγαινε πετάγαμε, αλλά μέχρι να έρθει το έλα είχαμε ξεθεωθεί.
Ο δρόμος για τη Ροβινιά θαρρείς είναι φτιαγμένος για να σε εκπλήσσει. Σου δείχνει σε κάτι ξέφωτα κομμάτια της θάλασσας από ψηλά, μα δε σου αποκαλύπτει το μεγαλείο της ομορφιάς της πριν τη τελευταία στροφή. Εκεί που ο ήχος απ” το κύμα είναι πια δίπλα σου και ξαφνικά απλώνεται μπροστά σου ήρεμη, μεγαλειώδης, αυτή. Η Ροβινίτσα. Τοπίο μαγευτικό, παραμυθένιο. Καμιά εικοσαριά ψαγμένοι τουρίστες και οι κοντοχωριανοί (μεροκάματα σε ξενοδοχειά και νοικιαζόμενα, έφταναν το απόγευμα που τελείωναν τη δουλειά τους, για να βρουν τη γαλήνη τους) το ήξεραν τότε.
Τα καλοκαίρια περνούσαν, ο κόσμος πιο πολύς. Δεν με πείραζε, δεν την θεώρησα ποτέ κτήμα μου, όλοι πρέπει να γευτούν αυτήν την ομορφιά, σκεφτόμουν… Πήγα Λύκειο, φροντιστήρια και το καλοκαίρι – είσαι καλή μαθήτρια, πρέπει να περάσεις στο Πανεπιστήμιο- η καθημερινή μου απόδραση έγινε εβδομαδιαία. Κι ύστερα οι παρέες… » πάμε Γλυφάδα, είναι γαμάτα έχει και μπιτς μπαρ!». Τί είναι αυτά, έλεγα από μέσα μου, η πατούσα μου έχει μάθει να πατάει βότσαλο, όχι ψιλή άμμο να σου μπαίνει μέχρι και στ” αυτιά… Όμως πήγαινα… Μη θεωρηθώ παράταιρη… Ύστερα ο τόπος μου άλλαξε. Παραλίες του Πηλίου » Θεέ μου πόσο όμορφα είναι εδώ, μου θυμίζει τη Ροβινιά μου».
Ένα καλοκαίρι γύρισα και μου είπαν ότι ανοίχτηκε δρόμος για να πηγαίνουν τα αμάξια, » τί δρόμος ρε παιδιά, πάει το μονοπάτι;» ρωτούσα με απορία. Κι αυτός ο «ορθάνοιχτος» δρόμος ήταν τελικά που έκανε για μένα πολυτέλεια το να πηγαίνω στη Ροβινιά… » Δεν θα βρούμε πάρκινγκ, πάμε κάπου αλλού, θα μου τσακιστεί το αυτοκίνητο με τόσες λακκούβες, ποιός φτάνει εκεί κάτω, τα νερά είναι πάγος»… Για ποιές λακκούβες μου μιλούσαν δεν ήξερα, εγώ αυτόν τον δρόμο τον περπατούσα ξυπόλυτη… Δεν επέμενα όμως.
Και το πλήρωμα του χρόνου ήρθε και με έκανε να μετανιώσω για την επιμονή που δεν έδειξα. Διότι τελικά, έπρεπε να επιστρέψω και να μείνω εκεί. Ακοίμητος φρουρός γι” αυτό το μέρος των παιδικών μου χρόνων. Γιατί – δεν ξέρω αν τα μάθατε- στη Ροβινιά θα μπουν ξαπλώστρες! Πέντε χιλιάρικα τη σεζόν! Τόσο κοστολογήθηκε μία από τις τελευταίες παρθένες, με πρόσβαση παραλίες της Κέρκυρας. Δεν με νοιάζει από τί υλικό θα είναι φτιαγμένες (φυσικό μπαμπού, άσπρα αναπαυτικά στρώματα, ψάθινες ομπρελίτσες στρατιωτικά τοποθετημένες ανά σειρές, δύο ευρώ η μία, μήπως θα θέλατε ζαχαρίνη στο φρέντο καπουτσίνο σας)… Δεν με ενοχλούν οι ξαπλώστρες. Με ενοχλεί η κοστολόγηση. Το ξεπούλημα. Αυτό το ξεπούλημα που έχει ξεκινήσει στα πάντα γύρω μας. Ο φόβος μην είναι η αρχή του τέλους για τα χειρότερα ( κι αν, Θεός φυλάξει, η Ροβινιά γίνει ο επόμενος Ίσσος;). Φοβάμαι μην οι αναμνήσεις μου δεν έχουν πια τόπο. Σκέφτομαι τη φίλη μου την Άντζη να μου λέει ότι δεν πάει πια στο χωριό της στο Σιδάρι γιατί της μαυρίζει η ψυχή…
Ναι, θα μείνω εκεί φρουρός, γιατί φοβάμαι… Τα πλαστικά, τις μπουλντόζες, τα τσιμέντα και τα «παραθυράκια» του νόμου. Θα μείνω εκεί γιατί δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Της το χρωστάω. Σ” αυτή τη θάλασσα που με γαλούχησε χρωστάω πολλά… Και το λιγότερο που μπορώ να κάνω είναι να την αφήσω στα αγέννητα παιδιά μου, όπως την αγάπησα…

facebook -" Ίσσος Να Μην Είναι Αργά"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου