Τετάρτη 4 Δεκεμβρίου 2019

Ν.Δ.: Ολισθαίνοντας στα άκρα

Δεν θα ήταν υπερβολή λοιπόν, αν υποστηρίζαμε ότι η Ν.Δ., καθώς αποβάλει τις εναπομείνασες φιλελεύθερες, δημοκρατικές και προνοιακές της «αναστολές», εμφανίζει έκτυπες ομοιότητες με τη Ριζοσπαστική Δεξιά του δεύτερου κύματος, που πρώτη εφάρμοσε τη «νικηφόρα φόρμουλων» του νεοφιλελεύθερου αυταρχισμού
του Ευθύμη Παπαβλασόπουλου* 
Αν την 1η Απριλίου του 2000 η «Εστία» δημοσίευε ως αποκλειστικότητα την είδηση ότι ο Κώστας Καραμανλής επέλεξε για αντιπρόεδρο της Ν.Δ. τον Παναγιώτη Ψωμιάδη, είναι βέβαιο πως οι δημοσιογράφοι και η κοινή γνώμη θα το σχολίαζαν σαν ένα ευφάνταστο πρωταπριλιάτικο ψέμα. Όταν στις 18 Ιανουαρίου του 2016 ο Κυριάκος Μητσοτάκης όρισε τον Άδωνι Γεωργιάδη αντιπρόεδρο του κόμματος, «...οι ακροδεξιές απόψεις του οποίου»μ σύμφωνα με την «Καθημερινή» (27 Νοεμβρίου 2009), «εκφράστηκαν πολλές φορές μέσα από τα βιβλία που προπαγάνδιζε» , θεωρήθηκε μια φυσιολογική και για πολλούς καλή επιλογή. Τι άλλαξε μέσα σε 16 χρόνια και το αδιανόητο έγινε περίπου αυτονόητο; Η απάντηση βρίσκεται ασφαλώς στην προϊούσα ριζοσπαστικοποίηση της Δεξιάς που μεταμόρφωσε τη μετριοπαθή παράταξη του Κωνσταντίνου Καραμανλή σε ένα πολιτικό υβρίδιο το οποίο φλερτάρει επίμονα και επικίνδυνα με τα άκρα. Σε μια αναγεννημένη και απενοχοποιημένη Δεξιά που διεκδικεί ανοιχτά την σχολάζουσα κληρονομιά της μετεμφυλιακής εθνικοφροσύνης και μεθοδεύει συστηματικά τη ρεβάνς για την ιδεολογική ήττα που υπέστη στη Μεταπολίτευση.
Το θεωρητικό πλαίσιο
Προφανώς οι μεταμορφώσεις ενός κόμματος δεν συντελούνται αυτόματα και σε πολιτικό κενό. Επωάζονται σε βάθος χρόνου και γονιμοποιούνται από συνολικότερους μετασχηματισμούς στις παραγωγικές σχέσεις, στην πολιτική κουλτούρα, στους συσχετισμούς ισχύος, στον τρόπο συγκρότησης και άσκησης της εξουσίας, στη μορφή και στις λειτουργίες του κράτους. Το κρίσιμο, λοιπόν, ζήτημα που αναδεικνύει η συγκυρία δεν είναι να διαγνώσουμε τα έκδηλα συμπτώματα αυταρχισμού της κυβερνώσας Δεξιάς, αλλά να κατανοήσουμε τους λόγους που καθιστούν τις ακροδεξιές παρεκκλίσεις της «έξιν προαιρετική». Και οι λόγοι ανατρέχουν πρωτίστως στην παγίωση ενός ατυπικού καθεστώτος εκτάκτου ανάγκης, προνομιακό εργαλείο της νεοφιλελεύθερης διαχείρισης της κρίσης, που διαβρώνει τους κανόνες και τους θεσμούς της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.
Θα προσπαθήσω να ψηλαφήσω την παραπάνω υπόθεση ξαναδιαβάζοντας αναστοχαστικά το Νίκο Πουλαντζά και ειδικότερα το βιβλίο του «Φασισμός και Δικτατορία» «ως δοκίμιο εφαρμοσμένης πολιτικής θεωρίας» (Δεδουσόπουλος, Η Αυγή, 17.2.2013). Συνοψίζω επιγραμματικά τα εφόδια που μας προσφέρει για να αποκωδικοποιήσουμε τις θεωρητικές και πολιτικές προκλήσεις της συγκυρίας: α) « Η κρίση είναι μια ενεργή διαδικασία με δικό της ρυθμό, με ισχυρούς και αδύναμους χρόνους ...που εκτείνεται σε μακρά διάρκεια» β) Το κράτος εκτάκτου ανάγκης αποτελεί τύπο καπιταλιστικού κράτους όχι μόνο ως προς τις λειτουργίες του, αλλά και τις θεσμικές του μορφές, που σε περιόδους κρίσης αναδιοργανώνει σε μια νέα σχέση και σε αυταρχική βάση τους πολιτικοδιοικητικούς, κατασταλτικούς και ιδεολογικούς του μηχανισμούς, συγκεντρωποιεί την πολιτική εξουσία, συρρικνώνει τις πολιτικές ελευθερίες και τις δικαιοκρατικές εγγυήσεις, θωρακίζοντας παράλληλα το νομικό οπλοστάσιο που διασφαλίζει τις οικονομικές βάσεις του καπιταλισμού». γ) Στη συνθήκη αυτή περιορίζεται δραστικά η σχετική αυτονομία των ιδεολογικών μηχανισμών του κράτους, κατεξοχήν των κομμάτων και των ΜΜΕ.
Το «χρονικό» της ακροδεξιάς ολίσθησης
Υπάρχουν τρία χρονόσημα που συμπυκνώνουν τις κρισιακές καμπές και τις κρίσιμες μετατοπίσεις στο πολιτικό μας σύστημα και προοικονομούν τις αυταρχικές διολισθήσεις της Δεξιάς.
Το πρώτο εντοπίζεται στις εκλογές του Μαρτίου του 2004 και σηματοδοτεί την αφετηρία της πολιτικής κρίσης που εκδηλώνεται με τη διάρρηξη της αδιατάρακτης σχεδόν κοινωνικής και πολιτικής συναίνεσης, όταν σε κλίμα εθνικής ευφορίας, εν όψει των ολυμπιακών αγώνων, καταρρέει το ιδεολόγημα του εκσυγχρονισμού αποκαλύπτοντας τις έκτυπες αντινομίες και τα διαχειριστικά του αδιέξοδα. Το δεύτερο, είναι η 11η Νοεμβρίου 2011, όπου στον ορίζοντα της οξύτατης οικονομικής κρίσης αναστέλλεται και τυπικά η αυτοτέλεια των συστημικών κομμάτων, καθώς ενοποιούνται σε ένα ιδιότυπο «κόμμα εκτάκτου εθνικής ανάγκης» που αποτέλεσε τον κοινοβουλευτικό μανδύα της κυβέρνησης υπό τον «τεχνοκράτη» Παπαδήμο. Το τρίτο ανατρέχει στο δημοψήφισμα του Ιουνίου του 2015 και αντιστοιχεί στη στιγμή της εξουδετέρωσης των διαθέσιμων ρεφορμιστικών εναλλακτικών διαχείρισης εντός του συστήματος και στην ανάδυση μιας ετερόκλητης κοινωνικής συμμαχίας που εκπροσωπήθηκε πολιτικά από την Παράταξη του «Ναι».
Σε αυτή τη σχετικά σύντομη και πυκνή περίοδο το πολιτικό σύστημα υπερφορτώνεται με δυσεπίλυτες αντινομίες οι οποίες προκαλούν σταδιακά μια συρροή κρίσεων που τροποποιούν ουσιωδώς τους όρους άσκησης της πολιτικής κυριαρχίας και της ιδεολογικής ηγεμονίας.
Συγκεκριμένα, οι παραγωγικές αναδιαρθρώσεις που προωθούν τα προγράμματα του εκσυγχρονισμού, ενισχύοντας τις πλέον παρασιτικές και επιθετικές μερίδες του κεφαλαίου, οξύνουν τις αντιφάσεις στο εσωτερικό του άρχοντος συγκροτήματος. Οι πολιτικές διαχείρισης της κρίσης καθιστούν φανερό ότι οι ηγεμονικές τάξεις του κυρίαρχου κοινωνικού συνασπισμού αδυνατούν να ενσωματώσουν πλέον τα συμφέροντα των μη ηγεμονικών ταξικών υποσυνόλων (αστικών, μικροαστικών και εργατικών), γεγονός που επιταχύνει την αποσύνθεση του. Η εξέλιξη αυτή σηματοδοτεί και το κενό ηγεμονίας που αποτυπώνεται παραδειγματικά στην εμφανή αδυναμία του ΣΕΒ να ενοποιεί υπό το πρόγραμμά του τους λεγόμενους κοινωνικούς εταίρους και στην δημόσια αντιπαράθεση μεταξύ των εργοδοτικών οργανώσεως για κρίσιμες πτυχές της μνημονιακής πολιτικής, όπως η εισοδηματική πολιτική, οι εργασιακές σχέσεις, οι συλλογικές διαπραγματεύσεις, η ρύθμιση της οικονομικής δραστηριότητας, κ.λπ.
Η κρίση ηγεμονίας μετατρέπεται σε κρίση εκπροσώπησης, τα συμπτώματα της οποίας είχαν εκδηλωθεί ήδη από τα μέσα του 1990 (κομματική αποστοίχιση, πολιτική απάθεια), παροξύνθηκαν ωστόσο στις εκλογές του 2012, οι οποίες αποδιοργάνωσαν ένα εδραιωμένο κομματικό σύστημα, εξαφάνισαν σχεδόν το πάλαι ποτέ κυρίαρχο ΠΑΣΟΚ, κατακερμάτισαν τη Δεξιά και συρρίκνωσαν τη Ν.Δ.
Το σπιράλ των κρίσεων εκβάλλει σε μια πρωτοφανή κρίση νομιμοποίησης, η οποία ξεσπά φαινομενικά αιφνίδια το Δεκέμβρη του 2008 και πυκνώνει εντυπωσιακά με το «κίνημα των πλατειών» και την ριζοσπαστικοποίηση ευρύτερων τμημάτων της κοινωνίας, μια ριζοσπαστικοποίηση με ρευστό και αμφίσημο αξιακό και πολιτικό πρόσημο.
Συνέπεια όλων τον παραπάνω ήταν η ενίσχυση της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, η οποία με πολιτικό φορέα το ΣΥΡΙΖΑ συσπείρωσε τις υποτελείς τάξεις και διεμβόλισε το συνασπισμό εξουσίας, προτείνοντας ένα ρεφορμιστικό σχέδιο κοινωνικής συμπερίληψης που τον περαίωσε στην κυβέρνηση. Ένα σχέδιο εξ΄ αρχής υπονομευμένο στο βαθμό που υποτίμησε τους αρνητικούς συσχετισμούς σε εθνικό και υπερεθνικό επίπεδο και αγνόησε τη σημασία των κοινωνικών συμμαχιών. Οι επιλογές του ΣΥΡΙΖΑ επισφράγισαν την πολιτική ήττα της Αριστεράς που, με τα λόγια του Πουλαντζά, ήταν τελικά «αποτέλεσμα μιας μάχης που δεν δόθηκε την κατάλληλη στιγμή».
Νεοφιλελεύθερος αυταρχισμός: Μια «περίεργη αλχημεία»;
Είναι προφανές ότι η πολιτική ήττα της Αριστεράς, η υποχώρηση των κοινωνικών συγκρούσεων, η έξοδος από τα μνημόνια, η αποκένωση του ΣΥΡΙΖΑ από τα ριζοσπαστικά του φορτία, και η αποκατάσταση του «δικομματισμού», δεν συνιστούν επιστροφή στην κοινοβουλευτική κανονικότητα. Σηματοδοτούν ωστόσο μια νέα φάση που κεντρικό της διακύβευμα είναι η κανονικοποίηση της κρίσης. Στη συνάφεια αυτή αναδιοργανώνεται ο συνασπισμός εξουσίας, μορφοποιείται το πρόγραμμα ηγεμονίας του, και ανασυγκροτείται ο φορέας της πολιτικής του εκπροσώπησης υπό τη σκέπη της Νέας Δεξιάς. Στο βαθμό όμως που οι παράγοντες που προκάλεσαν την κρίση παραμένουν ενεργοί και η νέα κοινωνική επιμαχία, συστατικά ετερογενής και ασταθής, εξακολουθεί να κυριαρχείται από τις ίδιες επιθετικές μερίδες, το ιδεολογικό της πρόγραμμα δεν μπορεί παρά είναι ταξικά μεροληπτικό και πολιτικά αυταρχικό. Τα παραπάνω προεξοφλούν και το πλαίσιο της κυβερνητικής πολιτικής. Με άλλα λόγια, η στρατηγική της Ν.Δ. δεν αποβλέπει απλά στην κατίσχυση της στο πεδίο του κομματικού ανταγωνισμού, αλλά επιδιώκει να διαμορφώσει τις προϋποθέσεις που θα διασφαλίσουν μακροπρόθεσμα την πολιτική κυριαρχία και την ιδεολογική ηγεμονία του άρχοντος συγκροτήματος, επιβάλλοντας ένα καθεστώς «διαρκούς κατάστασης εξαίρεσης».
Πρόκειται για μια σύνθετη στρατηγική που συγχωνεύει λειτουργικά τον αξιακό συντηρητισμό, τον πολιτικοθεσμικό αυταρχισμό και τον ακραίο νεοφιλελευθερισμό. Μια στρατηγική η οποία συνδυάζει αρμονικά ιδεολογικές εγκλίσεις, θεσμικές τομές και υλικές πρακτικές που τροποποιούν ουσιωδώς τους συσχετισμούς ισχύος σε βάρος των υποτελών τάξεων. Υπό αυτό πρίσμα εξηγούνται και οι φαινομενικά αντιφατικές επιλογές της, όπως λ.χ. η εμμονή στην κατάργηση της μονιμότητας των τακτικών δημοσίων υπαλλήλων και η σπουδή της να συνταγματοποιήσει την ισοβιότητα των στρατιωτικών.
Μπορούμε να διακρίνουμε ένα επαναλαμβανόμενο πολιτικό μοτίβο που συνέχει όλες τις κρίσιμες πρωτοβουλίες της Ν.Δ. στην εκπαίδευση στην υγεία, στην ενέργεια, στο περιβάλλον: κατασκευή ενός καταστροφολογικού αφηγήματος γενικευμένης «ανομίας» και διάχυτων απειλών που ερεθίζει τα συντηρητικά και φοβικά αντανακλαστικά της κοινωνίας, πρόκληση απροσχημάτιστων συμβολικών συγκρούσεων (ΑΣΟΕΕ, Εξάρχεια, καταλήψεις) που νομιμοποιούν και εμπεδώνουν στο συλλογικό φαντασιακό το δόγμα του νόμου και της τάξης, ποινικοποίηση και καταστολή της κοινωνικής διαμαρτυρίας, απαξίωση των δημόσιων αγαθών και υπηρεσιών, γεγονός που διευκολύνει την ιδιωτικοποίησή τους και την επέκταση της εμπορευματοποίησης.
Δεν θα ήταν υπερβολή λοιπόν, αν υποστηρίζαμε ότι η Ν.Δ., καθώς αποβάλει τις εναπομείνασες φιλελεύθερες, δημοκρατικές και προνοιακές της «αναστολές», εμφανίζει έκτυπες ομοιότητες με τη Ριζοσπαστική Δεξιά του δεύτερου κύματος, που πρώτη εφάρμοσε τη «νικηφόρα φόρμουλων» του νεοφιλελεύθερου αυταρχισμού.
Δεν υπαινίσσομαι βέβαια ότι η Ν.Δ. εντάσσεται στα τυπικά ακροδεξιά μορφώματα. Όπως όμως παρατηρεί ο Cas Mudde, «η ριζοσπαστική δεξιά πολιτική δεν περιορίζεται σε ριζοσπαστικά δεξιά κόμματα. Όπως τα (κατ’ όνομα) σοσιαλδημοκρατικά κόμματα και οι πολιτικοί μπορούν να εφαρμόζουν νεοφιλελεύθερες πολιτικές (σκεφτείτε τον Μπιλ Κλίντον και τον Τόνι Μπλερ), τα συντηρητικά και αλλά κόμματα μπορούν να προτείνουν -και να εισάγουν ακόμα- λαϊκιστικές ριζοσπαστικές πολιτικές. (Και είναι) τα κυρίαρχα κόμματα που μπορούν να προκαλέσουν μεγαλύτερη βλάβη στη φιλελεύθερη δημοκρατία σε σχέση με τα δεξιά ριζοσπαστικά».
* Διδάσκει Πολιτική Επιστήμη στο Πανεπιστήμιο Κρήτης
αυγη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου