Παρασκευή 7 Ιουλίου 2017

Η διαρκής επέλαση των ριάλιτι



Στη δεκαετία του ’90 η επέλαση των «reality» προγραμμάτων στο ευρωπαϊκό τηλεοπτικό πεδίο θεωρήθηκε ως η ηχηρή απάντηση της Ευρώπης στην εκθετική αύξηση εισροής αμερικανικών παραγωγών. Είκοσι χρόνια μετά την εμφάνιση του πρώτου «game-doc» Survivor στη σουηδική τηλεόραση -ως Expedition Robinson– και δεκατέσσερα μετά το πρώτο Survivor στην ελληνική τηλεόραση, η τεράστια εμπορική επιτυχία του νέου κύκλου του ελληνικού Survivor έχει ξεπεράσει τις προσδοκίες του Ατζούν Ιλίτζαλι.
Του Στέλιου Παπαθανασόπουλου
Τα «reality» shows αποτελούν οικονομικά συμφέρουσες παραγωγές κυρίως γιατί καλύπτουν αποτελεσματικά την περίοπτη ζώνη υψηλής τηλεθέασης (prime-time) ενώ αντίθετα το κόστος αυτής θα ήταν πολύ μεγαλύτερο για τα κανάλια αν αποτελούνταν από μυθοπλαστικό περιεχόμενο. 
Ειδικότερα, τα «reality» προγράμματα -σε όλες τις εκφάνσεις τους- αποφέρουν συνήθως διαφημιστικά έσοδα πολλαπλάσια της αρχικής επένδυσης που δαπανά η εκάστοτε παραγωγή, όσο κι αν ακούγεται παράδοξο. Aυτό ακριβώς συνέβη και με το ελληνικό «Survivor» το οποίο επιτυγχάνοντας πολύ υψηλές αποδόσεις τηλεθέασης (ξεπέρασαν, σε κάποιες περιπτώσεις, το 70%), αναδείχθηκε σε ιδανικό πόλο προσέλκυσης διαφημίσεων και μάλιστα απευθυνόμενες σε δυναμικές κατηγορίες του κοινού των 15-24 και 25-34 ετών, που τα τελευταία χρόνια έχουν απομακρυνθεί από την τηλεόραση και στραφεί στο διαδίκτυο. 
Ακόμη περισσότερο, καθώς προβλήθηκε στη ζώνη υψηλής τηλεθέασης έδωσε παράλληλα ώθηση στη μέση τηλεθέαση του ΣΚΑΙ, συμβάλλοντας σημαντικά στην αναρρίχησή του στην πρώτη θέση όσον αφορά στην τηλεοπτική του απόδοση.
Τροπικές παραλίες σε εξωτικά μέρη, πολύ μακριά από την πεζή ελληνική πραγματικότητα της αέναης και μάλλον ατελέσφορης διαπραγμάτευσης, προσεκτικά επιλεγμένοι διαγωνιζόμενοι που να πληρούν τις προϋποθέσεις της λογικής του μέσου και του συγκεκριμένου format, οι οποίοι επιχειρώντας να εκφράσουν την «αυθεντικότητά τους» ανταγωνίζονται για έπαθλα επιβίωσης, στρατηγικές «αλληλοεξόντωσης» και η επίφαση δημοκρατικότητας που εκφράζεται με τη δυνατότητα στο κοινό να ψηφίζει ποιος πρέπει να μείνει στο «παιχνίδι» και ποιος να αποχωρήσει αποτελούν τα βασικά συστατικά της επιτυχίας του Survivor. Σε αυτά προστίθεται η ένδεια ανταγωνιστικών ψυχαγωγικών τηλεοπτικών προγραμμάτων [/τηλεοπτικού περιεχομένου/ σε ένα άνυδρο και ρευστό οικονομικά τηλεοπτικό τοπίο] που μπορούν να προσελκύσουν (και να προκαλέσουν το ενδιαφέρον για) ένα τόσο ετερόκλητο ηλικιακά κοινό.
Όπως όλα τα «reality» προγράμματα έτσι και το ελληνικό Survivor χαρακτηρίζεται από κοινοτοπία και «απρόβλεπτα» γεγονότα μέσω των οποίων επιτυγχάνεται ή επιχειρείται η διατήρηση της προσοχής-ενδιαφέροντος του κοινού. Σε αυτό το πλαίσιο, η απεικόνιση της καθημερινής «πραγματικότητας» ανθρώπων που αναγκάζονται να παραμείνουν απομονωμένοι στοχεύει να δώσει στο κοινό την ψευδαίσθηση ότι παρακολουθεί κρυφά τη συμπεριφορά τους και απευθύνεται στα οφθαλμολαγνικά ένστικτα και στα συναισθήματα του κοινού. Η μεγάλη δε επιτυχία της «reality» τηλεόρασης αποδεικνύει ότι οι επικρίσεις δεν κατόρθωσαν να ανακόψουν την δυναμική αυτών των προγραμμάτων, αντίθετα τροφοδότησαν το ενδιαφέρον του κοινού.
Έρευνες για τα πρότυπα συμπεριφοράς που προβάλλονται μέσω των ριάλιτι σόου, καταδεικνύουν ότι το κοινό αφενός ταυτίζεται με τους «παίκτες» κι αφετέρου συχνά συσχετίζει την αναπαράσταση ενός περιβάλλοντος ανελέητου ανταγωνισμού -όπως για παράδειγμα του Survivor- με τον δικό του, καθημερινό μικρόκοσμο.
Το Survivor, τοποθετούμενο στον πυρήνα της πολιτικής οικονομίας των μέσων επικοινωνίας, δεν αποτελεί απλώς σύμπτωμα της υπάρχουσας παθολογίας του τηλεοπτικού πεδίου όπου η λογική της αγοράς κυριαρχεί, αλλά κάτι περισσότερο. Επιβεβαιώνει ότι στις μέρες μας και παρά την ραγδαία άνοδο του διαδικτύου και τη σύγκλιση των μέσων επικοινωνίας η τηλεόραση εξακολουθεί να αποτελεί το πεδίο της κοινής μας αναφοράς, τη φαντασιακή μας πλατεία που υποκαθιστά την κοινωνική πραγματικότητα.
Πηγή: medianalysis

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου