Πέμπτη 24 Ιανουαρίου 2019

Στρουθοκαμηλισμός



Για να βάλω τη λέξη «στρουθοκαμηλισμός» στον τίτλο του άρθρου, φως φανάρι πως σκοπεύω να λεξιλογήσω σχετικά -να μη χάσουμε τις συνήθειές μας.
του Νίκου Σαραντάκου
Σε πρόσφατη ανοιχτή επιστολή του προς τους 300 βουλευτές, ο Μίκης Θεοδωράκης, εκφράζοντας την αντίθεσή του στη Συμφωνία των Πρεσπών, ανέφερε ανάμεσα στα άλλα:
Η κυβέρνηση αγνόησε και τους κινδύνους και τον ελληνικό λαό και, χωρίς καμία λογική, αποφάσισε να προχωρήσει, με κάθε κόστος. Για ένα θέμα στο οποίο δεν έχουμε κανένα απολύτως λόγο να κάνουμε πίσω, ένα θέμα που δεν χρειάζεται να «λυθεί» γιατί για την Ελλάδα είναι λυμένο.
Επομένως, σύμφωνα με τον Μίκη Θεοδωράκη, και δυστυχώς σύμφωνα με μεγάλη μερίδα του ελληνικού πολιτικού κόσμου και των συμπολιτών μας, το ζήτημα του ονόματος της γειτονικής χώρας «είναι λυμένο» και δεν χρειάζεται να «λυθεί» (τα τελευταία εισαγωγικά είναι του Μίκη).
Λίγο μετράει για τον Μ.Θ. και για όλους τους αρνητές της πραγματικότητας, ότι 140 χώρες έχουν αναγνωρίσει τη γειτονική χώρα με το συνταγματικό της όνομα, Δημοκρατία της Μακεδονίας. Όπως άλλωστε επισημαίνει ο ίδιος ο Μίκης σε επόμενο σημείο της επιστολής του:
Δεν έχει σημασία αν υπάρχουν χώρες που αναγνώρισαν τα Σκόπια με το όνομα «Μακεδονία» παραβλέποντας ότι έτσι γελοιοποιούνται μπροστά στην ιστορία. Θυμηθείτε το παράδειγμα της Δυτικής Γερμανίας, που δεν αναγνώρισε ώς το τέλος την Ανατολική Γερμανία παρά το ότι δεκάδες χώρες είχαν συνάψει μαζί της διπλωματικές σχέσεις, θεωρώντας πως δεν μπορεί η αποδοχή από τους άλλους να παραχαράξει τελεσίδικα την ιστορία χωρίς τη δική τους νομιμοποίηση.
Εδώ, ο Μ.Θ. επαναλαμβάνει μια ιστορική ανακρίβεια, που διακινούν οι αρνητές της πραγματικότητας τον τελευταίο καιρό. Βέβαια, είναι θλιβερό να βλέπει κανείς κάποιον που έχει θητεύσει δεκαετίες στην κομμουνιστική αριστερά να θεωρεί ότι η ύπαρξη της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας αποτελούσε ή διεκδικούσε παραχάραξη της γερμανικής ιστορίας, και εκτός αυτού η αντιπαράθεση μεταξύ των δύο Γερμανιών δεν έχει και πολύ μεγάλη σχέση με το Μακεδονικό ζήτημα, αλλά πριν προχωρήσουμε είναι χρήσιμο να επισημάνουμε κι αυτήν την ανακρίβεια.
Είναι ακριβές ότι η Δυτική Γερμανία τις πρώτες δεκαετίες αρνιόταν απολύτως να αναγνωρίσει την ΛΔ της Γερμανίας. Θεωρούσε ότι είναι παράνομο κράτος, και την αποκαλούσαν «σοβιετική ζώνη κατοχής» ή «Ανατολική ζώνη». Ήταν το λεγόμενο «δόγμα Χαλστάιν» -μάλιστα, αρχικά η Δυτική Γερμανία αρνιόταν τις σχέσεις με οποιοδήποτε κράτος είχε αναγνωρίσει τη ΛΔΓ, κάνοντας αναγκαστική εξαίρεση για την ΕΣΣΔ.
Ωστόσο, η στάση αυτή άλλαξε όταν ο σοσιαλδημοκράτης Βίλι Μπραντ ανέλαβε την καγκελαρία και εφάρμοσε τη λεγόμενη Οστπολιτίκ, που αποκορυφώθηκε στην υπογραφή της Βασικής συνθήκης, τον Δεκέμβριο του 1972 -στα γερμανικά λεγόταν Grundlagevertrag και ο πλήρης τίτλος της ήταν: Vertrag über die Grundlagen der Beziehungen zwischen der Bundesrepublik Deutschland und der Deutschen Demokratischen Republik. Δεν χρειάζεται να ξέρετε γερμανικά για να καταλάβετε ότι τα δύο γερμανικά κράτη αλληλοαναγνωρίστηκαν, δηλαδή ότι η Δυτική Γερμανία αναγνώρισε τη ΛΔΓ με το συνταγματικό της όνομα -και από τότε οι σχέσεις μεταξύ των δύο γερμανικών κρατών ομαλοποιήθηκαν πλήρως.
Για να τα λέμε όλα, η αναγνώριση αυτή ήταν ιδιότυπη: η ΟΔΓ αναγνώρισε τη ΛΔΓ ως κυρίαρχο κράτος σε επίπεδο διεθνούς δικαίου, εσωτερικά όμως θεωρούσε ότι de jure η ίδια εκπροσωπεί μια λανθάνουσα «ολόκληρη Γερμανία». Ωστόσο, αν καταδεικνύει κάτι το γερμανικό παράδειγμα, είναι ότι δεν έπαιξε ιδιαίτερο ρόλο το όνομα στην επικράτηση του ενός γερμανικού κράτους επί του άλλου: άλλοι παράγοντες καθόρισαν τη μοίρα του δεύτερου γερμανικού κράτους, ανάμεσά τους ο διεθνής συσχετισμός δυνάμεων, η οικονομική ανάπτυξη της Δυτικής Γερμανίας, η στρατιωτική ισχύς του ΝΑΤΟ κτλ.
Αλλά ας επιστρέψουμε στα δικά μας. Υπάρχουν και άλλοι αντίπαλοι της συμφωνίας των Πρεσπών οι οποίοι, χωρίς να εθελοτυφλούν τόσο όσο ο Μίκης που θεωρεί το ζήτημα «λυμένο», παραδέχονται μεν ότι δεν είναι λυμένο αλλά υποστηρίζουν πως η Ελλάδα δεν επείγεται να λύσει το «ονοματολογικό» -η γειτονική χώρα επείγεται, λένε.
Αυτό από πρώτη ματιά ακούγεται λογικό, αφού η γειτονική χώρα βρίσκεται εκτός διεθνών οργανισμών όπως ΝΑΤΟ και ΕΕ, στους οποίους η Ελλάδα είναι μέλος, με δυνατότητα να προβάλει βέτο στην ένταξή της. Και πράγματι, κατά την τωρινή συζήτηση στη Βουλή, πολλοί βουλευτές της αντιπολίτευσης επιμένουν ότι το ελληνικό βέτο είναι το ισχυρότερο διαπραγματευτικό πλεονέκτημα της ελληνικής πλευράς, το οποίο, υπονοούν ή λένε, δεν αξιοποίησε η κυβέρνηση στις πρόσφατες διαπραγματεύσεις.
Όμως, μόνο από πρώτη ματιά ισχύει αυτό. Διότι και στο θέμα αυτό υπάρχει ένας διπλός μύθος, ότι η Ελλάδα έχει απόλυτο δικαίωμα να προβάλει βέτο στην ένταξη της γειτονικής χώρας, και επιπλέον ότι πρόβαλε βέτο στο Βουκουρέστι το 2008, επί πρωθυπουργίας Καραμανλή, κι έτσι απέτρεψε την είσοδό της στο ΝΑΤΟ.
Η Ελλάδα όμως δεσμεύεται από την Ενδιάμεση Συμφωνία που υπέγραψε το 1995 με τη γειτονική χώρα (και συγκεκριμένα από το άρθρο 11 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας) να μην προβάλει αντίρρηση στην ένταξή της σε διεθνείς οργανισμούς (και το ΝΑΤΟ) εφόσον αυτή γίνει με το όνομα πΓΔΜ. Το 2008 στη σύνοδο των κρατών – μελών του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι, ο Κώστας Καραμανλής ουδέποτε έθεσε βέτο στην προσχώρηση της πΓΔΜ. Αυτό που συνέβη τότε είναι ότι τα μέλη του ΝΑΤΟ, ύστερα από ελληνική παράκληση και με γαλλική πρωτοβουλία, συμφώνησαν ομόφωνα να καθυστερήσουν την είσοδο της πΓΔΜ μέχρι να λυθεί η διαφορά με την Ελλάδα.
Επειδή όμως στο εσωτερικό μέτωπο, ο πρωθυπουργός Καραμανλής και άλλα μέλη της τότε κυβέρνησης καυχιούνταν ότι έκλεισαν την πόρτα του ΝΑΤΟ στους γείτονες χάρη στο βέτο που άσκησαν, η πΓΔΜ κατήγγειλε την Ελλάδα στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, το οποίο καταδίκασε το 2011 την Ελλάδα, ερμηνεύοντας το άρθρο 11 με την ευρεία έννοια (δηλ. δέχτηκε ότι αν και η Ελλάδα δεν πρόβαλε βέτο στο Βουκουρέστι, όμως ήγειρε αντιρρήσεις). Αυτό είχε ως συνέπεια να καταδικαστεί το 2011 η Ελλάδα από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης διότι παραβίασε την Ενδιάμεση Συμφωνία.
Αλήθεια είναι ότι η απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου δεν δέχθηκε το αίτημα της πΓΔΜ να υποχρεώσει την Ελλάδα να συμμορφώνεται πλέον πλήρως στο μέλλον με την απόφαση αυτή σε διεθνείς οργανισμούς. Ωστόσο, είναι φανερό ότι στο πρώτο μελλοντικό αίτημα της γειτονικής χώρας να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ η ελληνική πλευρά ή δεν θα έχει το διπλωματικό κεφάλαιο που χρειάζεται για να προβάλει βέτο ή θα το προβάλει και θα καταδικαστεί από διεθνές δικαστήριο.
Αυτό που κάνει επείγουσα την ανάγκη να εγκριθούν τώρα οι Πρέσπες είναι πως τώρα υπάρχουν και στις δυο χώρες κυβερνήσεις με τη βούληση και τη δύναμη για ειλικρινή συμβιβασμό. Δεν αρκεί να υπάρχει μία μόνο τέτοια κυβέρνηση, χρειάζονται δύο. Και για την ελληνική πλευρά είναι επείγουσα η ανάγκη, όχι μόνο και όχι τόσο επειδή οι ΗΠΑ θέλουν να αποσπάσουν την πΓΔΜ από τη ρωσική σφαίρα επιρροής αλλά, κυρίως, επειδή χωρίς τις Πρέσπες η ενδεχόμενη διάλυση της πΓΔΜ θα δημιουργήσει μια μεγάλη Αλβανία και μια μεγάλη Βουλγαρία, η δε μη διάλυση της πΓΔΜ θα οδηγήσει στην ένταξή της στο ΝΑΤΟ, και την έναρξη συνομιλιών με την ΕΕ, με το όνομα «Μακεδονία». Διότι η εναλλακτική λύση στο όνομα «Βόρεια Μακεδονία», σε περίπτωση ναυαγίου των Πρεσπών, δεν είναι παρά μία μόνο: Δημοκρατία της Μακεδονίας.
«Και τι πάθαμε που δεν λύσαμε το ζήτημα επί 27 χρόνια;» ρωτούν κάποιοι. Πάθαμε πολλά. Καταρχάς, διασπαθίσαμε πολύτιμο διπλωματικό κεφάλαιο που θα μπορούσε να αξιοποιηθεί πολύ αποδοτικότερα, π.χ. στην αντιμετώπιση του ανατολικού μας γείτονα. Σημαντικότερο όμως, κατά τη γνώμη μου, είναι ότι η πολιτική ηγεσία του τόπου (και εδώ περιλαμβάνω και την αξιωματική αντιπολίτευση, στο πλαίσιο του πανίσχυρου δικομματισμού ως το 2012) ενώ κατ’ιδίαν αναγνώριζε την ανάγκη του συμβιβασμού και της σύνθετης ονομασίας, ταυτόχρονα νανούριζε επί 27 χρόνια τον ελληνικό λαό με παραμύθια: ότι εξαρτάται πρώτα και κύρια απο την Ελλάδα πώς θα ονομαστεί η γειτονική χώρα, ότι το ελληνικό βέτο είναι ακαταμάχητο διπλωματικό όπλο, ότι δεν έχει καμιά σημασία η διεθνής αναγνώριση της «Δημοκρατίας της Μακεδονίας» από 140 χώρες.
Και όχι μόνο βαυκάλιζε τον ελληνικό λαό, αλλά επίσης δεν έκανε το παραμικρό για να διαπαιδαγωγήσει τον λαό στην ανάγκη του συμβιβασμού, στην ανάγκη μιας σύνθετης ονομασίας. Σχεδόν όλοι οι πολιτικοί και οι δημοσιογράφοι, με εξαίρεση κάποιους από την Αριστερά, χρησιμοποιούσαν άθλιους προσβλητικούς όρους όπως Σκοπιανοί, λαός των Σκοπίων, τα Σκόπια, το κρατίδιο των Σκοπίων, σκοπιανή γλώσσα κτλ. Κάθε τέτοια αναφορά νανούριζε λίγο ακόμα το κοινό, έσπρωχνε λίγο περιοσότερο τους γείτονές μας στην εξαρχαϊστική ψευδαίσθηση, έφερνε λίγο πιο μακριά την αποδοχή της σύνθετης ονομασίας, όσο κι αν τα δύο μεγάλα κόμματα της περιόδου εκείνης ήταν θεωρητικά υπέρ μιας σύνθετης ονομασίας. (Η επιδημία των σκοπιανών όρων έχει μολύνει και την Αριστερά, για να τα λέμε όλα -χτες στη Βουλή, η Λιάνα Κανέλλη μίλησε για «σκοπιανό λαό», ενώ και βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ αναφέρονται σε «Σκοπιανούς»).
(Δεν είναι μόνο η χρήση των προσβλητικών όρων όπως «Σκοπιανοί», είναι επίσης η περιφρονητική στάση απέναντι στους γείτονες, που τάχα δεν είναι έθνος, τάχα δεν έχουν γλώσσα. Περιφρονητική στάση απέναντι στο «κρατίδιο» των Σκοπίων (μεγαλύτερο σε έκταση και πληθυσμό από την Κύπρο, να θυμίσω), που είναι τάχα τεχνητό κράτος. «Πατρίδα των κλεφτών της ιστορίας» αποκάλεσε τις προάλλες τη γειτονική χώρα ο γελοιογράφος Στάθης Σταυρόπουλος, που θεωρεί πως είναι αδιάλλακτος αριστερός. Σε άλλο πρόσφατο άρθρο μίλησε για «κράτος Ντόλυ», «κράτος του σωλήνα»).
Με τόσο γενικευμένη εθελοτυφλία, δεν είναι περίεργο που το προχτεσινό εθνικιστικό συλλαλητήριο κυριαρχήθηκε από συνθήματα παρόμοια με του 1992: Η Μακεδονία είναι μία και είναι ελληνική, κάθε παραχώρηση του ονόματος Μακεδονία θα είναι προδοσία. Το ομολόγησε άλλωστε και ο Άδωνης Γεωργιάδης στην επιτροπή της Βουλής ότι «εμείς ήμασταν αντίθετοι σε κάθε σύνθετη ονομασία και μόνο ως εσχάτη παραχώρηση το σκεφτόμασταν».
Καλλιεργημένος λοιπόν είναι ο στρουθοκαμηλισμός που χαρακτηρίζει τη στάση μεγάλης μερίδας του ελληνικού λαού και το δυστύχημα θα είναι ότι αρκετοί συμπολίτες μας θα εισπράξουν τη Συμφωνία των Πρεσπών όχι σαν έναν ικανοποιητικό συμβιβασμό που δεν αφήνει πληγές στην Ελλάδα, αλλά σαν εθνική ήττα. Δεν αποκλείεται να υπάρξει και πολιτικό κόστος για το κυβερνητικό κόμμα -αλλά προσωπικά, εννοώ ως οπαδός του κόμματος αυτού, είμαι περήφανος που μπόρεσε και έφερε σε πέρας μια τόσο δύσκολη εθνική υπόθεση -και όταν ξεκαθαρίσει η σκόνη, είμαι πεπεισμένος πως η συμφωνία των Πρεσπών θ’ αναγνωριστεί ως ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα όχι απλώς της κυβέρνησης Τσίπρα αλλά της ελληνικής διπλωματίας.
Για να βάλω τη λέξη «στρουθοκαμηλισμός» στον τίτλο του άρθρου, φως φανάρι πως σκοπεύω να λεξιλογήσω σχετικά -να μη χάσουμε τις συνήθειές μας.
Σύμφωνα με το Χρηστικό Λεξικό της Ακαδημίας, στρουθοκαμηλισμός είναι: νοοτροπία ή συμπεριφορά που χαρακτηρίζει κάποιον ο οποίος αρνείται να αντιμετωπίσει ένα πρόβλημα, αρνούμενος ότι δεν υπάρχει. Νομίζω πως ο ορισμός ταιριάζει ακριβώς στη στάση του Μίκη Θεοδωράκη και των άλλων αρνητών της πραγματικότητας, όταν μας λένε ότι το πρόβλημα «δεν χρειάζεται να λυθεί γιατί για την Ελλάδα είναι λυμένο».
Από τον στρουθοκαμηλισμό, και το ρήμα «στρουθοκαμηλίζω» και το πιο σπάνιο επίθετο «στρουθοκαμηλικός», π.χ. στρουθοκαμηλική πολιτική.
Η λέξη πρέπει να είναι μεταφραστικό δάνειο από το γαλλ. politique de l’autruche, κατά λέξη «πολιτική της στρουθοκαμήλου». Η στρουθοκάμηλος στα γαλλικά είναι autruche, λέξη που δεν προδίδει θαρρώ την ελληνική καταγωγή της -που όμως υπάρχει. Πράγματι, η γαλλική λέξη αποτελεί μετεξέλιξη της παλαιότερης ostruce, από το μεσαιωνικό λατινικό ostrica, ostrigius, από το λαϊκό λατινικό avis struthio, όπου avis το πουλί, ενώ η δεύτερη λέξη είναι προφανές δάνειο από το ελληνικό στρουθίον, που και έτσι ονομαζόταν στην ελληνιστική εποχή η στρουθοκάμηλος.
Στρουθός, γένους και αρσενικού και θηλυκού, ενίοτε και στρούθος, ήταν το σπουργίτι, αλλά «στρουθός η μεγάλη» ήταν η στρουθοκάμηλος. Στην Κύρου Ανάβαση (1.5.2), ο Ξενοφώντας μας λέει για μια άδενδρη περιοχή κοντά στον Ευφράτη όπου υπήρχαν «πλείστοι όνοι άγριοι, πολλαί δε στρουθοί αι μεγάλαι», ενώ ο Αριστοφάνης στους Αχαρνής βάζει τον Λάμαχο να παινεύει «καλόν γε και λευκόν το της στρούθου πτερόν», που θα το ήθελε για να στολίσει την περικεφαλαία του ενώ ο Δικαιόπολης προτιμά το κρέας της φάσσας («καλόν γε και ξανθόν το της φάττης κρέας»).
Το ετυμολογικό του Μπαμπινιώτη θεωρεί πως ο στρουθοκαμηλισμός είναι μεταφραστικό δάνειο από το αγγλ. ostrichism και όχι από τα γαλλικά, αλλά δεν το θεωρώ πολύ πιθανό διότι η αγγλική λέξη είναι μάλλον σπάνια. Πάντως, για να αποφανθούμε θα πρέπει να ερευνήσουμε πότε μπήκε στη γλώσσα μας η λέξη «στρουθοκαμηλισμός» κι αυτό βαριέμαι να το κάνω τώρα.
Το βέβαιο είναι πως η λέξη οφείλεται στη γενικώς παραδεδεγμένη άποψη πως η στρουθοκάμηλος όταν αισθανθεί πως κινδυνεύει κρύβει το κεφάλι της στην άμμο κι έτσι αισθάνεται ασφαλής. Ο μύθος ξεκίνησε από τον Πλίνιο τον νεότερο ο οποίος έγραψε ότι οι στρουθοκάμηλες (σικ, ρε) χώνουν το κεφάλι και το λαιμό τους στα θάμνα, πιστεύοντας ότι έτσι κρύβουν και ολόκληρο το σώμα τους.
Ωστόσο, οι ζωολόγοι διαφωνούν. Πιθανώς ο μύθος να γεννήθηκε από το ότι η στρουθοκάμηλος, όταν κινδυνεύει, χαμηλώνει το λαιμό της και λουφάζει. Πιθανώς από το ότι συχνά χώνει το ράμφος της στην άμμο, είτε για να χάψει αμμοχάλικο, που το χρειάζεται για να χωνέψει, είτε για να περιστρέψει τα αυγά της, που τα επωάζει θάβοντάς τα στην άμμο. (Πάντως, η φωτογραφία που συνοδεύει το άρθρο πρέπει να είναι φωτοσουπιά).
Το σίγουρο είναι πως ομόφωνα οι μελετητές θεωρούν ότι η στρουθοκάμηλος δεν χώνει το κεφάλι στην άμμο για να κρυφτεί, ότι η σχετική αντίληψη είναι μύθος. Βλέπετε, οι στρουθοκάμηλες είναι πιο έξυπνες από τους Έλληνες εθνικιστές και τον Μίκη Θεοδωράκη.
Κάποιοι που θέλουν να φαίνονται έξυπνοι και να ξεχωρίζουν από την πλέμπα έχουν το χόμπι να προσπαθούν να βρουν λάθη (ή «λάθη») σε καθιερωμένες εκφράσεις -έτσι, μας λένε όλο ύφος πως είναι λάθος να λέμε «στο μάτι του κυκλώνα» διότι, λέει, στο μάτι του κυκλώνα επικρατεί ηρεμία (εγώ βέβαια δεν συμφωνώ με τη γνώμη τους).
Αφού λοιπόν είναι μύθος πως η στρουθοκάμηλος χώνει το κεφάλι της στην άμμο, ίσως με την ίδια λογική ο στρουθοκαμηλισμός θα έπρεπε να μετονομαστεί σε «ελληναρισμό».
Αλλά όχι, δεν συμφωνώ. Ας κρατήσουμε τον όρο «στρουθοκαμηλισμός» -σκοπός είναι να μη στρουθοκαμηλίζουν οι συμπολίτες μας βαυκαλιζόμενοι ότι το πρόβλημα του ονόματος της γειτονικής χώρας «είναι λυμένο».
πηγή: sarantakos.wordpress.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου