Δευτέρα 13 Μαρτίου 2017

Το μίσος εναντίον του ωραίου



"Αμφότερα, όμως, τα «βαρκελωνίτικα» γεγονότα είναι, καθένα «στο είδος του», σπάνια. Κι ελπιδοφόρα, υπό μία έννοια. Κι αν αυτό το ελπιδοφόρο δεν χρήζει αναλύσεων ως προς τη διαδήλωση υπέρ των προσφύγων, στην περίπτωση του άθλου της «Μπάρτσα» η κατανόησή του απαιτεί κάποια εξοικείωση με τους κώδικες όσων αγαπούν πραγματικά το ποδόσφαιρο, την πεμπτουσία του, την αισθητική του."

του Διονύση Ελευθεράτου
Ποιος ξέρει… Ο δημοσιολόγος του μέλλοντος, εάν έχει πολλαπλά αντικείμενα έρευνας, ίσως σημειώσει ότι κατά το δίμηνο Φεβρουαρίου – Μαρτίου 2017 διαδραματίστηκαν δυο πρωτοφανή γεγονότα, στην ίδια ευρωπαϊκή πόλη. Τη Βαρκελώνη. Το πρώτο ήταν η διαδήλωση ενός τεράστιου πλήθους ανθρώπων (300.000 γράφηκε, πάνω από 160.000 ανακοίνωσε η αστυνομία), που απαιτούσε από το ισπανικό κράτος να υποδεχθεί 16.000 πρόσφυγες, εκπληρώνοντας τη σχετική δέσμευσή του. «Ανήκουστη» αξίωση για τα mainstream ήθη, της σημερινής, «βουτηγμένης» στην ξενοφοβία, «θεσμικής» Ευρώπης. Ειδικά, αυτήν την περίοδο…

Το δεύτερο πρωτοφανές ήταν βεβαίως η εκπληκτική, ιστορικής εμβέλειας πρόκριση της Μπαρτσελόνα με το 6-1 επί της Παρί Σεν Ζερμέν. Εξυπακούεται ότι τα δυο προαναφερθέντα γεγονότα δεν είναι ισοϋψή: Όση βαρύτητα κι αν έχει το λαοφιλέστερο παγκοσμίως άθλημα, η ανθρώπινη ζωή, επιβίωση κι αξιοπρέπεια στέκει «σκάλες» υψηλότερα. Για αυτό ακριβώς φανταστήκαμε, στην αρχή του κειμένου, έναν δημοσιολόγο – ερευνητή πολλαπλών ενδιαφερόντων…
Αμφότερα, όμως, τα «βαρκελωνίτικα» γεγονότα είναι, καθένα «στο είδος του», σπάνια. Κι ελπιδοφόρα, υπό μία έννοια. Κι αν αυτό το ελπιδοφόρο δεν χρήζει αναλύσεων ως προς τη διαδήλωση υπέρ των προσφύγων, στην περίπτωση του άθλου της «Μπάρτσα» η κατανόησή του απαιτεί κάποια εξοικείωση με τους κώδικες όσων αγαπούν πραγματικά το ποδόσφαιρο, την πεμπτουσία του, την αισθητική του.

Μικρή ανατομία σε έναν μεγάλο άθλο

Όχι, δεν είναι μόνο η σημειολογία της επινίκιας δύναμης, την οποία διαθέτει η πίστη σε έναν στόχο, που φαντάζει ανέφικτος αλλά τελικά εκπληρώνεται.  Όχι,  δεν είναι μόνο η «λαϊκή συμμετοχή» (η γνήσια ντε, όχι εκείνη του ΠΑΣΟΚ των 80ς) στην επίτευξη ενός θαύματος, η τρομακτική ενέργεια την οποία διοχέτευαν στους παίκτες της ομάδας 93.000 «παίκτες» της κερκίδας. Δεν είναι μόνο η μαγεία της μετατροπής του φαινομενικού «δονκιχωτισμού» σε θρίαμβο. Όχι,  δεν είναι μόνο το στοιχείο της ύπαρξης σχεδίου δίπλα στην κατάθεση ψυχής, σε αυτήν την εκ πρώτης όψεως απεγνωσμένη, απέλπιδα προσπάθεια, στη μάχη με το χρόνο (πόσα γκολ προλαβαίνουμε να βάλουμε σε μια ισχυρή ομάδα;) και με το ρίσκο που ελλοχεύει στο νόμο των πιθανοτήτων (πόσο κινδυνεύουμε από αντεπιθέσεις, έτσι όπως πρεσάρουμε δαιμονισμένα ψηλά κι έτσι όπως η κόπωση καθιστά βραδύτερες τις επιστροφές μας;).  Όχι, δεν είναι μόνον αυτά…

Μαζί με όλα αυτά και πάνω από αυτά, το έπος του 6-1 είναι άκρως ευεργετικό, διότι έχει σημασία να συνεχίσει να αποδεικνύεται τελεσφόρο το όμορφο ποδόσφαιρο, αυτό που με τόση συνέπεια υπηρετεί η «Μπάρτσα», εδώ και χρόνια. Επιτυχημένο, ακόμη κι όταν η επιτυχία δείχνει εξορισμένη στον κόσμο της ουτοπίας… Θα έλεγε μάλιστα κανείς ότι  και η Παρί, άθελά της, κατέστησε στεντόρειο το «μήνυμα», που εν προκειμένω φαντάζει ισχυρότερο κι από την κατάκτηση 2-3 ακόμη Τσάμπιονς Λιγκ! Πώς το «πέτυχε» αυτό, έστω και ακουσίως, η γαλλική ομάδα; Η απάντηση προκύπτει από τρεις «πράξεις»…

Πράξη πρώτη: Η Παρί που «έχασε τα αβγά και τα πασχάλια» στο πρώτο μέρος του ματς, ήταν η ομάδα που απαρνήθηκε τις αρετές της, την ίδια τη φύση της. Η ομάδα που «στήθηκε» στο τερέν σαν την… Ίντερ του Μουρίνιο, αναθέτοντας τη «δουλειά» στο- κλασσικό- έμψυχο «πούλμαν μπροστά από την εστία» και στο χρονόμετρο. Να περάσει η ώρα, να αγχωθεί η «Μπάρτσα». Τελικά αγχώθηκε – και αποδιοργανώθηκε- η ίδια.

Πράξη δεύτερη: Η Παρί  έφθασε «μια ανάσα» από τη διασφάλιση της πρόκρισης, σκοράροντας μια φορά και δημιουργώντας άλλες δυο κλασσικές ευκαιρίες, αφ’ ότου αποφάσισε πως θα έπρεπε, σποραδικά έστω, να αποτολμά  εξόδους από το καβούκι της. Πράξη τρίτη: Η Παρί που βίωσε το οδυνηρό δράμα ήταν εκείνη, η οποία ανέθεσε πάλι την υπόθεση της πρόκρισης στο χρονόμετρο και στην χαμηλού επιπέδου υποκριτική ικανότητα ορισμένων παικτών της, την αντιστρόφως ανάλογη των ποδοσφαιρικών τους ικανοτήτων:  Άφησε καταγής κάθε ποδοσφαιρικό όπλο, έπεφταν καταγής και οι παίκτες της, στο τέλος έπεσε καταγής η ίδια… 

Ήταν τόσο αξιοθαύμαστο αυτό που πέτυχε η Μπαρτσελόνα, τόσο ωφέλιμο για λογαριασμό του ίδιου του αθλήματος, ώστε ώθησε σε πανηγυρισμούς εκατομμύρια ποδοσφαιρόφιλους ανά τον κόσμο, αλλά και διάσημους ποδοσφαιριστές, νυν ή τέως .

Αλήθεια, τι κοινό έχουν με την «Μπάρτσα»  ο Ρίο Φέρντιναντ, ο Στίβεν Τζέραρντ κι ο Μάικλ Όουεν που γιόρτασαν  σαν μικρά παιδιά το 6ο   γκολ της, παρέα με τον Γκάρι Λίνεκερ , ο οποίος κάποτε (1986 - 1989) αγωνίστηκε με την «μπλε - κόκκινη φανέλα των Καταλανών;  Εκ πρώτης όψεως καμία, ο Όουεν μάλιστα διετέλεσε και παίκτης του συλλόγου - άσπονδου εχθρού της «Μπάρτσα», της Ρεάλ Μαδρίτης. Κι όμως, γλέντησαν όλοι την πρόκριση της Μπαρτσελόνα.  Ταυτίστηκαν με αυτήν, διότι  εκπροσωπούσε κάτι δικό τους, πολύτιμο. Τον σεβασμό στην ποδοσφαιρική ομορφιά.  Κι ας μην την υπηρέτησε αυτήν τη αισθητική η καλύτερη, ούτε η θεαματικότερη «Μπάρτσα» των τελευταίων ετών. Ήταν όμως η «Μπάρτσα». Διακριτή, σαφής, με προμετωπίδα το αξίωμα «μόνο δημιουργικό ποδόσφαιρο ξέρουμε να παίζουμε, με αυτό επιτυγχάνουμε ή αποτυγχάνουμε».    

Σαν αυτό που έγραφε ο Γκαλεάνο για τον Φιντέλ…

Και μετά; Μετά, εδώ στην Ελλάδα (σε βαθμό απείρως μεγαλύτερο από τα της αλλοδαπής) ήλθαν, όχι οι μέλισσες, αλλά οι σφήγκες της μιζέριας και της χολής. Κατέφθασαν με όχημα τη συζήτηση περί διαιτητικών αποφάσεων, αλλά με αυτή  θα ασχοληθούμε στο τελευταίο μέρος του σημειώματος. Όχι διότι η συζήτηση αυτή είναι εξ ορισμού ανούσια- κάθε άλλο. Αλλά διότι δεν αποτελεί παρά ένα μόνο στοιχείο της προϋπάρχουσας γκρίνιας, για την «Μπάρτσα».  Κι εδώ είναι που το πράγμα επιζητεί ερμηνείες…

Ακόμη και στο 2009 ή το 2011, τότε που η ομάδα αυτή «έκρυβε τη μπάλα» κι έκανε εκατομμύρια ανθρώπων να αναρωτιούνται πόσα μάτια χρειάζονται για να την απολαύσει κάποιος, εδώ άκουγες πως το δικό της «passing game», το «τίκι- τάκα», ήταν κάπως…. ανιαρό, ή και περιπαικτικό, προσβλητικό (!!) για τον αντίπαλο. 

«Περί ορέξεως κολοκυθόπιτα» θα πει κάποιος. Δεκτό, αλλά ας μας επιτραπεί να πιστεύουμε ότι η λύση του μυστηρίου δεν κατοικοεδρεύει σε περίεργα γούστα που ανάγουν το εκπληκτικό σε «πληκτικό», μα στην έλλειψη ειλικρίνειας. Στοιχεία του «τίκι – τάκα» εφήρμοσε κάποια στιγμή και η – εξαιρετική, τα τελευταία χρόνια- Μπάγερν Μονάχου. Κι ήταν από… δεύτερο χέρι. Ακούσατε εσείς ποτέ κανέναν να λέει κάτι ανάλογο, σε βάρος της βαυαρικής ομάδας; Εμείς όχι.

Στη συνέχεια, άρχισε να περιβάλλει την «Μπάρτσα» κάτι ανάλογο εκείνου του- ιδιοφυώς σκωπτικού- που έγραφε ο Εντουάρντο Γκαλεάνο στο βιβλίο του «Τα χίλια πρόσωπα του ποδοσφαίρου». Στα κεφάλαια που αναφέρονταν στα Μουντιάλ, ο αξέχαστος Εντουάρντο έκανε μία μικρή ανασκόπηση πολιτικών, κοινωνικών και καλλιτεχνικών γεγονότων της εποχής. Σε κάθε Μουντιάλ από το 1962 και εντεύθεν, ανάμεσα στα άλλα έγραφε την ίδια φράση: «Πηγές του Μαϊάμι αναφέρουν πως είναι θέμα  ωρών η πτώση του Φιντέλ Κάστρο…».

Ε, κάτι τέτοιο συμβαίνει και με την «Μπάρτσα». Διάφορες… πηγές αναλυτών, όχι πάντα επιδερμικών, διαβεβαιώνουν εδώ και λίγα χρόνια ότι επίκειται «το τέλος του κύκλου της Μπαρτσελόνα», με την έννοια «κύκλος» να  προσδιορίζεται κάθε φορά κατά το δοκούν. Και να καταλήγει περίπου σε…  εσχατολογία  το όλο πράγμα.

Η αλήθεια είναι ότι αυτή η ομάδα έχει ήδη ανοίξει και κλείσει «κύκλους», στα τελευταία χρόνια, κατορθώνοντας, όμως, κάτι σημαντικό. Κάτι ουδόλως εύκολο για συλλόγους που έγιναν σημεία αναφοράς στην ιστορία του ποδοσφαίρου ως «τομές»,  για ομάδες που κάποια στιγμή έφθασαν σε δυσθεώρητα επίπεδα δημιουργικότητας: Τα όποια - συχνότερα ή αραιότερα, μεγαλύτερα ή μικρότερα-   σκαμπανεβάσματα  της «Μπάρτσα»  του 2009 και εντεύθεν ποτέ δεν την έριξαν σε «σκαλιά» χαμηλότερα εκείνων που είθισται να προσδιορίζονται ως «εκ των κορυφαίων». Ας πούμε των 3- 4 κορυφαίων.

Το θεωρείτε απλή υπόθεση αυτό;  Αν ναι, θυμηθείτε ότι πραγματικά μεγάλο  Άγιαξ, έπειτα από το 1971- 73, δεν είδαμε, παρά μόνο το 1995-96 (κι όχι για πολύ). Ότι  η Μπάγερν Μονάχου, που δεν ήταν ακριβώς «ομάδα –τομή» στα 70ς, αλλά κέρδισε τρία συνεχόμενα Κύπελλα Πρωταθλητριών, βρέθηκε πάλι στην κορυφή της Ευρώπης  25 χρόνια αργότερα. Χωρίς στα ενδιάμεσα να έχει δείξει κάτι ξεχωριστό, ικανό να μας οδηγήσει στο συμπέρασμα πως ήταν θέμα ατυχίας η συγκυριών αυτή της η «δυστοκία».

«Θέλουμε να ρεζιλεύουμε αυτό που ζηλεύουμε»;  Ισχύει;

«Το αγωνιστικό στιλ της Μπαρτσελόνα απομακρύνεται από τις γνωστές αρχές της ομάδας» διάβαζα προσφάτως. Βαρύγδουπη διαπίστωση… Θα την υπογράφαμε «με χέρια και με πόδια», εάν αφορούσε το ευρύτερο status της ομάδας, όπως διαμορφώθηκε με τον τερματισμό του υπερήφανου άβατου της φανέλας, με την καθιέρωση διαφήμισης σε αυτήν, με την αναγωγή του Κατάρ σε άτυπο «αφεντικό» του συλλόγου.  Αλλά, έτερον εκάτερον… 

Μόνο τυφλός δεν θα έβλεπε ότι η ομάδα παραμένει σταθερά προσανατολισμένη στο όμορφο, «γεμάτο» ποδόσφαιρο. Ασφαλώς και δεν μπορεί να το υπηρετήσει με την πληρότητα της εποχής του Τσάβι και του ανθεκτικότερου Ινιέστα – κι ας έχει, τώρα, μια ανεπανάληπτη επιθετική «τριπλέτα».  Ασφαλώς και έχουν τροποποιηθεί στοιχεία στο παιχνίδι της, αλλά πάει πολύ να θεωρείται αυτό περίπου ως απάρνηση αρχών, δια της μεθόδου που αξιώνει να συγκρίνουμε την ομάδα συνεχώς με τον εαυτό της και ποτέ με τους «άλλους», εκεί έξω. Σε τελική ανάλυση δεν ήταν το 2009 ή το 2012 που βλέπαμε την «Μπάρτσα» να νικά 4-0 στο «Μπερναμπέου», αποδίδοντας εκπληκτικό ποδόσφαιρο και αφήνοντας τη Ρεάλ με την «παρήγορη» σκέψη του «πάλι καλά που γλυτώσαμε μιαν εξάρα». Στην περσινή σεζόν ήταν…

Αλλά και στο ίδιο βράδυ του 6-1, ακούστηκαν παραδοξολογίες του τύπου: «Η Μπάρτσα έβαλε έξι γκολ, χωρίς να κάνει πραγματική ευκαιρία…». Έλεος, βρε παιδιά…  Η Μπαρτσελόνα έβαλε 6 γκολ σε μια ομάδα που αμυνόταν μαζικά και εσείς λέτε, τι; Πως δεν έβγαλε «τετ α τετ»; Σε ποιους χώρους; Δηλαδή το γκολ που απορρέει από το συνδυασμό «στρωτή επίθεση – αφόρητη πίεση στον αντίπαλο» είναι (από… ηθικής πλευράς;)  ως… μη επιτευχθέν, διότι ο σκόρερ δεν είχε μισό κενό στρέμμα δίπλα του; 

Είναι μάλλον προφανές ότι τέτοια «επιχειρήματα» δεν θα περιελάμβανε η κριτική σε καμία άλλη ομάδα του κόσμου. ΚΙ αυτό ακριβώς είναι το ζήτημα: Γιατί αποτελεί εξαίρεση η «Μπάρτσα»;  Ισχύει αυτό το «θέλουμε να ρεζιλεύουμε αυτό που ζηλεύουμε»; Είναι κάτι σαν αναβίωση εκείνου του συνδρόμου του... αρχαίου Έλληνα, ο οποίος επιθυμούσε τον εξοστρακισμό του Αριστείδη, διότι είχε βαρεθεί να ακούει να τον αποκαλούν «δίκαιο»;

Είναι άραγε κάτι επιπρόσθετο – και χειρότερο; Είναι, μήπως, ο εθισμός σε μία «διαστροφή»… πολυτελείας, που ενσταλάζει (σε κάμποσο κόσμο) την ιδέα πως δεν υφίσταται η έννοια «σύγχρονο ποδόσφαιρο», χωρίς τις πολλαπλές «ζώνες άμυνας» και τις μεθόδους Μουρίνιο; Κι αν δεχθούμε πως το δίκιο του λιγότερο δυνατού (όχι κατ’ ανάγκη του αδύναμου) τα νομιμοποιεί όλα, ακόμη και την μετατροπή ταλαντούχων παικτών σε… ψόφιους κοριούς που σωριάζονται - λες και τους πυροβόλησε ελεύθερος σκοπευτής-  για να «κερδίσουν» λίγα δευτερόλεπτα, γιατί άραγε το «νόμιμο» να κρίνεται και ως ευκταίο;

«Διότι τώρα ζούμε στην εποχή κατά την οποία κρίνονται εκατομμύρια», απαντούν ορισμένοι που έχουν αποδεχθεί το δίλλημα «θέαμα ή ουσία», έστω κι αν υφίστανται επαρκείς  αποδείξεις περί της απόλυτης συμβατότητας αμφοτέρων (δεν είναι ασφαλώς μόνη απόδειξη οι επιτυχίες και τα «πυκνά» τρόπαια της «Μπάρτσα», ίσως να είναι όμως η πιο εύληπτη, ηχηρή).  Τι ειρωνεία, αλήθεια! Οι ίδιοι άνθρωποι υιοθετούν μια στάση, φαινομενικά επικριτική για το σύστημα της άκρατης εμπορευματοποίησης του ποδοσφαίρου, αρκεί να πιστέψουν ότι αυτό είναι ένα καλό όπλο για να μειωθεί η Μπαρτσελόνα. «Η ομάδα αυτή έχει γίνει μόδα, μεγάλο brand name και για αυτό η ΟΥΕΦΑ φροντίζει να ευνοείται».     

Τελικά η ΟΥΕΦΑ είναι τόσο… κυκλοθυμική και άστατη;

Να’ μαστε λοιπόν…  Στο «λατρεμένο» θέμα, τη διαιτησία. Ήταν ακριβοδίκαιη στο ματς που δεν θα ξεχάσουμε ποτέ; Όχι. Μπορεί όμως να θεωρηθεί αυτή «υπεύθυνη» για την τελική έκβαση; Αντί απάντησης, η υπόμνηση μιας ρήσης, αλλά και μιας εύγλωττης, αξιοπρεπούς σιωπής. Η ρήση ήταν του Κώστα Κατσουράνη, ανθρώπου που έχει «φάει με το κουτάλι» τα γήπεδα, άρα δεν «τρώει» εύκολα όσα στερεότυπα παράγουν τα αλαλάζοντα κύμβαλα. Σε ένα ματς που έληξε 6-1 θέλετε στα σοβαρά να μιλήσουμε για διαιτησία; Αυτό είπε, την ώρα που γύρω μαινόταν η υστερία.

Κι η σιωπή; Τα γαλλικά ΜΜΕ δεν καταδέχθηκαν να βγάλουν «κιχ» για τη διαιτησία. Προσέξτε: Μιλάμε για τα ΜΜΕ, όχι για τους παράγοντες της Παρί, ομάδας που σχετίζεται με το Κατάρ, όπως η «Μπάρτσα». Η σιωπή της γαλλικής ομάδας θα μπορούσε να αποδοθεί σε αυτόν τον «κοινό παρονομαστή». Η σιωπή των γαλλικών ΜΜΕ μάλλον όχι. Ας την αποδώσουμε στην παραδοχή του αυτονοήτου – αυτού που είπε κι ο Κατσουράνης.

Τα αλαλάζοντα κύμβαλα, όμως, επιμένουν. «Κόβοντας και ράβοντας» το ματς όπως βολεύει, προτάσσοντας τα διάφορα «αν» («αν δεν είχε σφυριχτεί αυτό, τότε…»), λανσάροντας καινοφανείς «κανονισμούς»,  όπως πχ  πως εάν ρίξει  ένας παίκτης κάτω τον αντίπαλό του κάνοντας… μακροβούτι  κι όχι κλοτσώντας τον, τότε η ανατροπή παραγράφεται…

Ασφαλώς και η διαιτησία (οφείλει να) είναι αυτοτελής παράμετρος, ανεξαρτήτως του ποιος παίζει καλά και ποιος όχι, ποιος δείχνει να δικαιούται – βάση απόδοσης- τη νίκη ή την πρόκριση και ποιος όχι. Αλλά είναι τεράστια η απόσταση ανάμεσα σε αυτό και στα σκουξίματα, που ανάγουν κάθε παρέκκλιση από το ακριβοδίκαιο σε λόγο που ακυρώνει ένα (τέτοιο) επίτευγμα. Πώς είπατε; « Η ΟΥΕΦΑ πριμοδοτεί την Μπαρτσελόνα»;  Και κάθε διαιτητικό «φάλτσο» τεκμαίρει «γραμμή ΟΥΕΦΑ»;

Ε, τότε, πιάστε την αυτήν την ΟΥΕΦΑ και κλείστε την σε ψυχιατρείο! Διότι, καλά, να έχει άλλη βούληση από σεζόν σε σεζόν, αυτό κάπως θα μπορούσε να εξηγηθεί. Είναι ευέλικτη, προσπαθεί να ικανοποιεί – εκ περιτροπής- πολλούς ισχυρούς συλλόγους, κλπ. Αλλά να αλλάζει και γνώμη από τον έναν αγώνα στον άλλον;

Το 2009, στον πρώτο (ημιτελικό) αγώνα ανάμεσα στην Μπάρτσα και την Τσέλσι, ο διαιτητής αρνήθηκε ένα καθαρό πέναλτι υπέρ των γηπεδούχων και «χαρίστηκε» σε παίκτη των φιλοξενούμενων (τον Μπάλακ), που κακώς δεν αποβλήθηκε. Στη ρεβάνς ο διαιτητής αρνήθηκε εμφανέστατο πέναλτι υπέρ της Τσέλσι κι ένα ακόμη, συζητήσιμο. Τόσο άστατη πια, αυτή η ΟΥΕΦΑ;

Το 2010, στο Μιλάνο, κατακυρώθηκε γκολ της Ίντερ κι ο παίκτης που το πέτυχε ήταν… μισό χωράφι οφ σάιντ. Δεν δόθηκε και πέναλτι υπέρ της Μπάρτσα, μάλλον οφθαλμοφανές. Στη ρεβάνς της Βαρκελώνης ο διαιτητής έκανε λάθη σε βάρος και των δυο ομάδων, αλλά αυτό που «έμεινε» στη συλλογική μνήμη ήταν η αυστηρή αποβολή παίκτη της ιταλικής ομάδας (θα μπορούσε όντως να αρκεστεί στην κίτρινη ο ρέφερι). Τι… πόρισμα να βγάλει κανείς, λοιπόν, για τη «ντιρεκτίβα» της ΟΥΕΦΑ, τότε; Τη μαργαρίτα μαδούσε και δεν αποφάσιζε; 

Είμαστε οι τελευταίοι που θα υποστηρίξουν πως στο ποδόσφαιρο 
τα πράγματα είναι «αγγελικά» ή  ανεπηρέαστα από φήμη, ισορροπίες, οικονομική ισχύ. Αλλά καταντά γκροτέσκα η αντίληψη εκείνη, η οποία αναζητά οπωσδήποτε κάποια «άνωθεν» γραμμή, σε διαιτητικά λάθη που, δυστυχώς, αφθονούν και στο υψηλότερο επίπεδο.

Ασκήσεις μνήμης και... αλαλάζοντα κύμβαλα 

Όσο για τα αλαλάζοντα κύμβαλα, θα αρκεστούμε σε μία ρητορική ερώτηση: Πότε άλλοτε, φίλτατοι, προτάξατε τα ίδια «αν» και υιοθετήσατε με τόση ανελαστικότητα το αξίωμα «δεν με νοιάζει ποιος παίζει καλύτερα, μετρώ μόνο διαιτητικά λάθη»; Διότι δεν έτυχε να σας δούμε να κάνετε κάτι ανάλογο… Και μην μας πείτε πως σας έλλειπαν οι αφορμές.

Στο περσινό Τσάμπιονς Λιγκ η Ατλέτικο Μαδρίτης, ούσα συνολικά καλύτερη,  απέκλεισε την Μπαρτσελόνα. Στα τελευταία δευτερόλεπτα του δεύτερου ματς ο διαιτητής αρνήθηκε ολοκάθαρο πέναλτι  στην Μπάρτσα (απόκρουση μπάλας από υψωμένη σαν αλεξικέραυνο … χερούκλα αμυνόμενου). Αν η Μπαρτσελόνα σημείωνε τέρμα, θα παιζόταν παράταση. Θέλετε δεύτερο «αν»; Αν λάβουμε υπόψη  πώς και πόσο θα επηρεαζόταν ψυχολογικά η Ατλέτικο, τότε … (ακολουθεί όποιο «μπλα», «μπλα» νομίζετε).

Θέλετε κι άλλο «αν»; Τι θα γινόταν στον τελικό – τον περσινό- του Τσάμπιον'ς Λιγκ αν η Ρεάλ δεν είχε προηγηθεί της Ατλέτικο με γκολ- οφσάιντ; Θέλετε επιπρόσθετο… νωπό ρετρό; Πριν από λίγα χρόνια, στο Μόναχο, η Μπάγερν συνέτριψε την- προβληματικότατη, τότε-   Μπάρτσα, με σκορ  4-0, έχοντας απόδοση συγκλονιστικά καλύτερη. Πού ήσασταν τότε, φίλτατοι; Πώς και δεν μετρήσατε τρία αντικανονικά γκολ της βαυαρικής ομάδας;  Τι είπατε; «Μα η Μπάγερν επικράτησε με 3-0 και στη Βαρκελώνη»; Α, ξέρετε πόσα σενάρια φτιάχνονται, με εισαγωγή το «αν η διαιτησία δεν είχε καταρρακώσει από το πρώτο ματς το ηθικό των παικτών της Μπάρτσα…»;

  Κακό πράγμα η υποκριτική ηθικολογία. Αφόρητη, κούφια η χρησιμοποίηση διαφορετικών μέτρων και σταθμών. Μα πάνω από όλα: Κακό πράγμα το μίζερο μίσος εναντίον του ωραίου, που πασχίζει να διατηρηθεί ωραίο .

Εξηγήσιμο αυτό το μένος; Μπορεί, αλλά μάλλον θα πρέπει να βρεθούν «στην ίδια ομάδα» δυο- τρεις διαφορετικές… επιστήμες, για να το εξηγήσουν σε βάθος. Όπως βρέθηκαν εκατομμύρια άνθρωποι να χορεύουν, όταν η Μπάρτσα έβαλε το έκτο γκολ. Του Μάικλ Όουεν, συμπεριλαμβανομένου, μην ξεχνιόμαστε…    

stokokkino

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου