Τετάρτη 17 Ιανουαρίου 2018

Η σάτιρα στο νεοελληνικό τραγούδι: Με αφορμή τον θάνατο του Τζίμη Πανούση


της Ελένης Καρασαββίδου 
"Αν ήταν δυνατόν να γινόταν κάτι σαν ψυχανάλυση της πρωτότυπης κουλτούρας της εποχής μας, αν η απόλυτη πρωτοκαθεδρία της οικονομίας δεν χλεύαζε κάθε προσπάθεια να διευκρινιστούν οι συνθήκες θυματοποίησης των ανθρώπων, κι αν οι ψυχαναλυτές δεν είχαν από καιρό ορκιστεί συνενοχή μ αυτές τις συνθήκες, μια τέτοια έρευνα θα έδειχνε αναγκαστικά ότι η χαρακτηριστική αρρώστια της εποχής μας είναι η ομαλότητα".
Πέρασαν δεκαετίες από τότε που ο Αντόρνο έκανε αυτόν τον ισχυρισμό, και φυσικά αιώνες από τότε που ο Αριστοφάνης μέσα από το γέλιο κι ο Ευριπίδης μέσα από το δάκρυ, προσπάθησαν να αντισταθούν, με τον τρόπο κι από το μετερίζι του ο καθένας, στον εσωτερικευμένο ευνουχισμό, δλδ στην απελπισία. Όμως η σάτιρα, βασικό στοιχείο κοινωνικής και πολιτιστικής κριτικής, συνεχίζει από την αρχαιότητα ως σήμερα να προκαλεί αλλά και να αναπαράγει τα αυτονόητα μας, να μας κάνει να ανησυχούμε με αιτία αλλά και να μας καθησυχάζει δίχως λόγο, να προσβάλλει τα συλλογικώς ‘ορθά’ και να μεταπλάθει με νέο φως όσα προσλαμβάνουμε ως ‘λάθη’. Πάνω από όλα όταν μας  ξεβολεύει, γιατί υπάρχει από παλιά και αυτή που πριμοδοτώντας τον ναρκισσισμό μας μάς βολεύει, αποπειράται εν δυνάμει να δημιουργήσει ένα κοινωνικό υποκείμενο που δεν θα ετεροπροσδιορίζεται από τις ηγεμονικές φωνές των ομάδων, των συλλογικοτήτων ή των συσσωματώσεων που συγκροτούν την ταυτότητά του και τις ‘αρεστές’ λειτουργίες που του ή της επιβάλλουν. Μα που, δίχως θα πρεπε να τις απορρίπτει συνολικά, θα μπορεί να τις αντιμετωπίσει κριτικά.
Η επιτυχημένη σάτιρα όμως, κάτι που προφανώς αποτελεί το πιο γοητευτικό χαρακτηριστικό της, δεν το αποπειράται αυτό (ή και δεν το κατορθώνει έστω και πρόσκαιρα) με διδακτισμό, αλλά με την ανατροπή της σοβαροφάνειας, παρεμβαίνοντας στην ρίζα του θυμικού κι ανατρέποντας την λειτουργία του κατά την Imogen Seger «προσδοκώμενου ελέγχου». Του ελέγχου που ως επιτομή των εσωτερικευμένων αρεστών συμπεριφορών κι επιλογών, ως σύντμηση των πρέπει που οι κοινωνικοί μας ρόλοι μας επιβάλλουν με άλλα λόγια, εμφανίζεται στην ρίζα της επιθυμίας λογοκρίνοντάς την μέσα μας, μέσω της ντροπής, της ενοχής ή της απόλυτης άρνησης.
Η απόλυτη άρνηση μιας ενοχικής μητέρας να πάρει λίγο χρόνο για τον εαυτό της, ή ενός ενοχικού παιδιού να πραγματοποιήσει κάτι έξω από τα θέλω της μητέρας του ή τις «επιταγές» του πατέρα του, δεν αποτελούν τα μοναδικά παραδείγματα αυτής της πολύπλοκης και ύπουλης λειτουργίας που δρα τόσο μακρο όσο και μικρο κοινωνιολογικά. Αποτελούν όμως καλά παραδείγματα μιας καθημερινότητας η οποία προσπαθεί βίαια να ισορροπήσει ανάμεσα στα ιδιοσυγκρασιακά χαρακτηριστικά των ανθρώπων και των σχέσεων που αναπτύσσουν, και των ίδιων ανθρώπων ως κοινωνικών υποκειμένων που οφείλουν λιγότερο ή περισσότερο να ακολουθήσουν τα κοινωνικά και πολιτιστικά πρότυπα μιας συγκεκριμένης εποχής και τις συνεπαγόμενες συμπεριφορές τους.
Εδώ στίχοι που θυμίζουν την υποκρισία των «περί ηθικής διδασκόντων» και την σχετικότητα των ηθών όπως το «αν είχανε φωνή οι γκαρσονιέρες θα πέφταν σαν ξερόφυλλα οι βέρες» ή το «Μωρό μου είσαι Όργιο αν τον Άγιο Γεώργιο» που… καταλύει την απόσταση ενός… χαώδους κατά τα ειωθότα  διπόλου, μπορεί να κλείσει το μάτι ίσως, διαβασμένοι στην σωστή περίσταση, στην ψυχική και σωματική όπως και κοινωνική δυσκοιλιότητα δυσκολεύοντας τους σοβαροφανείς, ιδίως αυτούς κι αυτές που κλείνοντας την σκέψη σε απλοϊκές ηθικολογικές ατάκες κουτάκια χτίζουν  καριέρες μέσα από θεμελιακούς φορείς-μαυσωλεία. Το ίδιο προφανώς μπορούν να επιδράσουν και στίχοι όπως «σε είδα στο ποδήλατο και ήσουν όλο τρέλα, μα ξαφνικά κατάλαβα πώς του ’λειπε η σέλλα» ή το «Θέλω στο σώμα σου σαν μπω να με χτυπάς με το σκαμπό» μα και το βαθιά καταγγελτικό και άρα επαναστατικό (λολ!) κατά της βιομηχανίας τέλειων σωμάτων «Από το μασάζ στη γιόγκα/κι απ’ τη γιόγκα στο μασάζ/ σου το λέω και σου το πα/ το στραβό κορμί δε σαζ»!
Υπάρχει βέβαια κι η χοντροκομμένη πλάκα τα σύνορα της οποίας ενδέχεται για κάποιους/ες να είναι διαπερατά και από τους προηγούμενους στίχους. Πλάκα που μέσα από μια διαστρεβλωμένη γλώσσα μετατρέπει τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά σε καμβά δικαίωσης και αναπαραγωγής του εθνικισμού, του σεξισμού, του ρατσισμού, του τοπικισμού, του ελιτισμού μα ακόμη και του εργατισμού (λολ!) καθενός πράγματος που κάνει τον χειρότερο πίθηκο (πίθηκο επειδή δεν θέλει ανέντιμα να έχει ορίζοντα, και που δεν πρεπει να ταυτίζεται ως σύμβολο με το συμπαθέστατο πλάσμα) να αισθάνεται καλύτερος άνθρωπος από τους άλλους, μετατρέποντας τα χαρακτηριστικά του ‘διαφορετικού’ στην περιγραφή μιας φορεσιάς κλόουν.   Εκείνος που έχει το γέλιο με το μέρος του δεν έχει ανάγκη από αποδείξεις, αφού το ίδιο το γέλιο προϋποθέτει την ιδέα του αυτονόητου, της κοινωνικής ομοιομορφίας. Αλλιώς γίνεται προσβολή για τα χρηστά ή όποια άλλα μας ήθη (ας φανταστούμε έναν χοντροκομμένο σεξιστή κωμικό να τον παραλάβει κάποιος επί μήνες ως «μικροτσούτσουνι αδερφή» σε θεατρικό σκετς ή να κάνεις σάτιρα με τα θρησκευτικά εθνικά ή πολιτικά ιερά κάποιων) και το γέλιο ‘μας’ κόβεται με μιας. Αντιθέτως το “άμα έχεις παλαμάρι τι την θέλεις την φεράρι;” καθησυχάζει το λαϊκό παλικάρι (σνιφ!) δίχως να ανατρέπει τίποτα.
Ιστορικά άλλωστε κι ακριβώς γι’ αυτό η σάτιρα έως και τον Διαφωτισμό, ή μάλλον έως και τον Βολταίρο (αφού υπάρχει και στον Διαφωτισμό «σκοτάδι» δίχως όμως να ακυρώνει το γενικότερο φως που τότε έφερε), προτίμησε να συμπαραταχθεί με τους ισχυρούς, πάνω στους οποίους μπορούσε να στηριχθεί οικονομικά και κοινωνικά. Αυτό ιστορικά δεν έπαψε να ισχύει ποτέ, αφού η σάτιρα, αν και τους τελευταίους αιώνες άρχισε συστηματικά να μιλά εξ ονόματος των καταπιεσμένων εφόσον δεν ήταν εντελώς καταπιεσμένοι, δεν απέβαλλε ποτέ την αντικοινωνική της μοχθηρία. Τα τόσα ανέκδοτα εναντίον των όποιων άλλων στις παρέες μιλούν δυνατά από μόνα τους. Αλλά κι οι ατάκες γνωστού θεατρικού κωμικογράφου πχ (και δεν είναι ο μόνος) που υπαινίσσεται πως νεαρές τραγουδίστριες ή ηθοποιοί είναι καλές μόνο για πεολειχίες («πίπες») και το κοινό που ξεκαρδίζεται από κάτω, (πολύ όμοια με την συγκρότηση της κομματικής πελατείας που υπερασπίζεται τα αδικαιολόγητα με το αζημίωτο) θυμίζει πως όλη η ερμηνεία του κοινωνικού φασισμού ως ενός αποκλειστικά οικονομικού φαινομένου, μα και της οικονομικής απολυταρχίας ως μιας έξωθεν επιβολής,  ερμηνεύει αθώα όπως μας έδειξε ο Φουκώ  την κατάληψη της εξουσίας  στο ανώτερο επίπεδο σαν μια ραδιουργία απατεώνων κι όχι σαν ανασυγκρότηση της κοινωνίας των ενταγμένων καθ’ αυτής.
Γιατί η δύναμη διαχέεται, νομιμοποιείται κι αναπαράγεται στο πολύπλοκο δίκτυο μικρο δυνάμεων που δυναστεύει και συνέχει την κοινωνία. Εάν οι φριχτοί στίχοι «κι ύστερα λένε πως φταίει ο φονιάς, το ξύλο της χρονιάς/ μου φαίνεται πώς θέλεις/ κοίτα μαζέψου πριν γίνει το κακό/ πολύ σου πέφτει που σ’ αγάπησα εγώ» αποτελούν την σοβαρή πλευρά, την σατυρική αποτελεί το πόνημα «θα πάω να φέρω την βενζίνη/ κι αναλαμβάνω την ευθύνη/την είχα άχτι, την είχα άχτι, τώρα την έχω μόνο σε στάχτη/ μέσα στο τσίγκινο κουτί/ που φύλαγε τα μπικουτί». Αλλά κι η αναπαραγωγή του σεξισμού από γυναίκες που μαθαίνουν ετεροκαθοριζόμενες από την ανδρική ματιά να βλέπουν τον εαυτό τους μόνο ως σώμα και με βάση αυτό απορρίπτουν τον μέσο άνθρωπο που ενδέχεται να είναι πολύ ανθρωπινότερος του «επιτυχημένου μπρατσαρά» φαίνεται στους ναζιάρικους στίχους «από κορμί είμαι η best/κι από προσόντα είμαι η first/γι’αυτό στους άνδρες κάνω τεστ για να διαλέξω». Την ίδια ώρα μπορεί όμως και δημιουργεί κι αληθινά κουλούς χιουμοριστικούς ή μη στίχους που ξεραίνουν δίκαια μάλλον τους πελάτες στα σκυλάδικα των εθνικών οδών, όπως το «Απόψε έχω περίοδο μα έχω κι άλλη δίοδο».
Έχει επισημανθεί, αν κι εδώ δεν μπορεί να αναλυθεί, ότι τα άτομα που αγαπούν τις χοντρές πλάκες αντιδρούν με δυσφορία απέναντι στην ευγένεια, αφού τους δίνει την αίσθηση πως τους απευθύνουμε τον λόγο λιγότερο σαν ανθρώπους αλλά για να τους θυμίσουμε την απάνθρωπη κατάσταση τους. Όπως κι έχει υποστηριχθεί (βλ. Τζόναθαν Κόου, Βήμα, 18/6/167) ότι στην μοντέρνα ποπ κουλτούρα η σάτιρα δεν ορίζεται πάντοτε από το χιούμορ.
Αλλά όταν ο χαρακτήρας έρχεται σε αντίφαση με τον «αντικειμενικό» (κι όμως πολιτικά καθόλου ουδέτερο) κοινωνικό του ρόλο η σάτιρα μετατρέπεται σε μια από τις πιο σπαρακτικές μορφές μιας φιλοσοφίας που κονταροχτυπούμενη με τον καθρέφτη του παραμυθιού, με τον καθρέφτη που μας δείχνει πάντα ωραιότερους αξιότερους δυνατότερους και πιο αδικημένους, στοχεύει σε μια περιστασιακή ή μονιμότερη λύτρωση από το βάρος μιας αυτοεικόνας ανταγωνιστικής και ψεύτικης που μας χειραγωγεί και δεν μας στηρίζει, παρά τα όσα πιστεύουμε, θυμίζοντας πως το γέλιο βγήκε ως νευρική αντίδραση απέναντι στον θάνατο και στο άταφο στην αρχή σώμα. «Ο σύγχρονος κόσμος» τόνιζε ο ριζοσπάστης καθολικός Σαρλ Πεγκί (ό.π.), «έχει κατορθώσει ν’ αποδυναμώσει εκείνο που ήταν ίσως το δυσκολότερο στον κόσμο ν’ αποδυναμωθεί, γιατί είναι κάτι που έχει, συνυφασμένο μαζί του, ένα ιδιαίτερο είδος αξιοπρέπειας, μιαν ιδιάζουσα λες αδυναμία ν’ αποδυναμωθεί: αποδυνάμωσε τον θάνατο».
Η πρωτεϊκή φύση της σάτιρας διακρίνει μα και συγχέει (κάτι που διαπερνά κι αυτό το κείμενο αφού δεν έχει επιστημολογικά λήξει) την σάτιρα με πανομοιότυπους όρους. Παρόλα αυτά στις περιπτώσεις αυτές η σάτιρα τα βάζει με τα ισχυρά ή τα βολικά αυτονόητα μας και με τις σχέσεις εξουσίας και υποταγής που δομούνται γύρω τους. Τέτοια ήταν η περίπτωση του Τζίμη Πανούση, που αν και δεν στερείτε σεξισμού ή και ξενοφοβίας, τον προβάλλει πρώτα και κύρια για να τον αποδομήσει και να τον καταγγείλει όπως φαίνεται στο “Ωδή στον Μαλάκα”. Να θυμίσω σε σχέση με τον Πανούση την μεγάλη κίνηση του Χατζιδάκι που όταν είχε κοπεί το 1ο βίντεο του από την ΕΡΤ (το “Κάγκελα Παντού”...για την εκπομπή του Σαββόπουλου “Αγαπάμε το Ελληνικό Τραγούδι”) το πήρε ο ίδιος και το συμπεριέλαβε στο πρόγραμμα του Σείριου... για να υπαναχωρήσει τότε η ΕΡΤ... Όσοι καταλαβαίνουν, καταλαβαίνουν το μέγεθος της χειρονομίας. Οι μεγάλοι αιρετικοί συναντιούνται πάντα μέσα από δρόμους που δεν τους περιμένουν όσοι σκέφτονται με κουτάκια... κρύβοντας πάντα μια βαθιά λύπη πίσω από το υστερικό γέλιο ή την ανατρεπτική αντιμετώπιση των δεδομένων της ζωής.
Ο ίδιος ο Πανούσης έβγαινε συνέχεια έξω αυτά, χρησιμοποιώντας τόσο στίχους όσο και εικόνες, όπως η αξέχαστη φωτογραφία με το σφυροδρέπανο στην θέση του Σταυρού που εξόργισε δεξιούς κι αριστερούς (βοήθεια μας!) ή το μπλουζάκι MC Lenin’s (καλή αλυσίδα λιπαρών  εδεσμάτων κι η αριστερά) θα θυμίζει πάντα. Σε ένα από τα κορυφαία του τραγούδια κι ένα από τα πρώτα κείμενα που με ιντρίγκαραν να αναλύσω σημειολογικά, περιγράφει τον “Νεοέλληνα” τόσο σπαρακτικά όσο κανείς τα νεότερα χρόνια. Το μοτίβο από στίχους δημοτικών τραγουδιών που τους έχει αναποδογυρίσει, το Φάκα Αντίντας μου ’πιασε την φτέρνα που κλείνει το μάτι στον Όμηρο, το πουλί που μου τρώει τα σπλάχνα, Προμηθέας και Σίσυφος μαζί σ’ ένα στιχάκι, ο Άρης ο Αρχηγός των ατάκτων που διάβαζα παράλληλα τότε, ένας τόπος που ξεπουλήθηκε πρώτα από μέσα, όλα τα άλλα είναι για τα Μνημόσυνα κι ας μην σταματά η ιστορία, όπως κι η τραγουδοποιία ποτέ... Ο Πανούσης, με τις καλές και κακές του στιγμές, θα μείνει παντοτινά σε αυτό το κάδρο, να περιγράφει την τραγωδία που μέσα από την ευκολία ερχόταν... "Καίω τα δέντρα, χτίζω μεζονέτες, θα κάνω τα παιδιά μου μαριονέτες"...
Το κείμενο αυτό ούτε θα μπορούσε ούτε έχει την φιλοδοξία να εξαντλήσει ένα  θέμα ευρύ όσο και το ανθρώπινο πνεύμα κι οι αντιδράσεις του απέναντι στο τραγικό ή το γελοίο. Παραλείποντας αρκετά σημαντικά και αρκετούς σημαντικούς, σταχυολογώντας αναγκαστικά, κι αφήνοντας τους στίχους όχι στις κατηγορίες που τους τοποθετήσαμε αναγκαστικά μα στην κρίση των αναγνωστών/τριών και στην διαφωνία αυτής της κρίσης, είχε σκοπό να επισημάνει πως σε σχέση και με την σάτιρα ισχύει ότι γενικότερα το γούστο είναι ο καλύτερος σεισμογράφος της ιστορικής εμπειρίας όπως έγραψε κι ο Αντόρνο και πάλι. Μόνο που στην διαμόρφωση του δεν συμβάλει μονάχα ο σατιρογράφος αλλά κι όλοι κι όλες εμείς, όπως κι οι σχέσεις εξουσίας, υποταγής, μιμητισμού ή ανατροπής, στις οποίες περιστασιακά ή πιο μόνιμα μετέχουμε όλες και όλοι.
Όμως η ‘ανατρεπτική’ σάτιρα θα πει όσα η σοβαρή γλώσσα δεν μπορεί ή δεν τολμά, αφού κάθε στιγμή που θα ξεσηκώσει αντιδράσεις, μπορεί να επικαλεστεί ως αποκούμπι ξεγελάσματος απέναντι σε έναν κόσμο που δεν αντέχει και δεν ανέχεται τις μεγάλες αλήθειες, το αστείο κι ας έχει πει τα σοβαρότερα πράγματα. Και γι’ αυτό, σε ένα βαθύτερο επίπεδο, ακόμη και μέσα από το γέλιο θα μας κάνει να αισθανόμαστε άβολα πάντα. Άλλωστε η Σάρα Κέιν είχε δίκιο όταν έγραψε πιάνοντας τους «καλλιεργημένους θεατές του σαββατόβραδου» από τον γιακά: «Οι αληθινές τραγωδίες δεν δικαιούνται να προσφέρουν κάθαρση. Τα αληθινά μεγάλα έργα είναι αυτά που κανένα κοινό δεν θέλει να δει, και κανένας θίασος δεν θέλει να ανεβάσει». 
tvxs

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου