Η συζήτηση που άνοιξε μετά τον θάνατο του 11χρονου μαθητή στο Μενίδι έχει όλα τα χαρακτηριστικά των υποθέσεων με βάση τις οποίες αρχίζει ο ηθικός πανικός.
Γράφει η Σοφία Βιδάλη*
Σε λίγο κάθε Ρομά -εκτός από όλα τα άλλα που τους έχουμε φορτώσει- θα θεωρείται και εν δυνάμει δολοφόνος.
Η πολιτική εκμετάλλευση του γεγονότος είναι και αυτή τη φορά παρούσα.
Οταν τα φώτα της δημοσιότητας θα έχουν σβήσει -σε λίγες μέρες- η κατάσταση θα γυρίσει στη γνώριμη καθημερινότητα.
Δεν θα επαναλάβω όσα έχουν ήδη δημόσια σχολιαστεί για το πώς και το γιατί η περιοχή έγινε η αποθήκη ναρκωτικών της Αθήνας.
Ούτε για το πώς οι γιοι φτωχών και έντιμων «γανωτζήδων», πλανόδιων «καρεκλάδων» και πωλητών χαλιών σε λιγότερο από μια δεκαετία έγιναν φύλακες και έμποροι ναρκωτικών. Εχει όμως ενδιαφέρον ότι, αυτή τη φορά, οι Ρομά της περιοχής στοχοποιούνται χωρίς να υπάρχει καμία ένδειξη σε βάρος τους, ούτε για κάποιον συγκεκριμένο δράστη, αλλά μόνο από το γεγονός ότι βρίσκονταν κοντά στο γεγονός.
Η ψύχραιμη δικαστική απόφαση σε βάρος του απαλλαχθέντος από τη συγκεκριμένη κατηγορία το δείχνει αυτό.
Οι αντιδράσεις δείχνουν, όμως, ότι ο κόσμος στην περιοχή είναι σε οριακή κατάσταση, δικαίως ή αδίκως.
Εδώ και χρόνια υποστηρίζω, όπως και πολλοί άλλοι, ότι τα προβλήματα της κοινωνικής περιθωριοποίησης δεν λύνονται με την αστυνομία ούτε με τη βία. Ομως πλέον το κακό έχει γίνει.
Μαζί με τα όποια μέτρα κοινωνικής πολιτικής και κοινωνικής πρόληψης που οφείλει επιτέλους το κράτος να πάρει, ακόμα και τώρα μέσα στην κρίση, είναι ανάγκη η συγκεκριμένη δολοφονία να εξιχνιαστεί.
Και αυτό θα πάρει χρόνο στην αστυνομία ίσως, αλλά νομίζω ότι είναι η περίπτωση για την οποία όλοι θα συμφωνούσαν να χρησιμοποιηθεί η πλέον εξελιγμένη τεχνολογία, ακόμα και η φαντασία.
Η εξιχνίαση θα δώσει απαντήσεις για τον συγκεκριμένο δράστη και την πορεία του, την πορεία-διαδρομή όχι μόνο της σφαίρας, αλλά του όπλου και του τρόπου με τον οποίο έφτασε στα χέρια του δράστη.
Και σε αυτό μπορεί να βοηθήσει και η κοινότητα της περιοχής και η κοινότητα των Τσιγγάνων.
Ομως εκτός από αυτό, αντί να μιλάμε για ασφάλεια και τάξη γενικά (έχει γίνει έως και γραφικό αυτό) και να καλούμε την αστυνομία να κατέβει στους δρόμους, είναι ανάγκη να υπάρξει επιτέλους μια εκπαίδευση των αστυνομικών στην ήπια απώθηση πλήθους, αλλά κυρίως να μη θεωρηθεί η δολοφονία αυτού του παιδιού «ατύχημα» σε μια κατά τα άλλα λειτουργούσα κανονικά κοινωνία.
Στην Ελλάδα έχουμε οργανωμένο έγκλημα, πέρα από τα γνωστά πρόσωπα που γίνονται ήρωες δημοσιογραφικών ρεπορτάζ και βιβλίων: είναι σχέσεις ανθρώπων και χρημάτων, δίκτυα ριψοκίνδυνων αλλά και προστατευμένων ανθρώπων και συμφερόντων που -ιδίως στο εμπόριο ναρκωτικών- χρησιμοποιούν ανθρώπινες ασπίδες για να εξασφαλίζουν το προϊόν, την ασυλία τους, τη μακροβιότητά τους, που διεξάγουν πολέμους μεταξύ τους στο πλαίσιο του παράνομου ανταγωνισμού, που μέσα στα έξοδά τους έχουν περιλάβει τις «ατυχίες» από τη σύλληψη, τα «μπαξίσια» εκεί που πρέπει, άλλους κινδύνους, διαφυγόντα κέρδη και απώλειες.
Αυτά τα δίκτυα είναι που πρέπει να μας απασχολούν, εάν υπάρχει ενδιαφέρον να μη γίνονται ομάδες ανθρώπων ανθρώπινες ασπίδες και να μην καταδικάζονται στην κοινωνική υπο-ανάπτυξη, τη φτώχεια και την πολιτισμική βαρβαρότητα.
Και δεν είναι μόνο το Μενίδι και το Ζεφύρι ή η Δυτική Αττική: εάν οι «αποθήκες» είναι εκεί, τα χρηματοκιβώτια είναι απέναντι ανεβαίνοντας το ποτάμι δεξιά - η Πολιτεία δεν μπορεί να κάνει πως δεν ξέρει.
Αυτά βέβαια προϋποθέτουν γνώση, επίγνωση, εκπαίδευση, θεσμούς και πολιτική βούληση. Διαφορετικά, ας μείνουμε στους φόβους μας. Φόβοι είναι, θα περάσουν.
Αξίζει όμως να μην ξεχάσουμε αυτό το μικρό παιδί που δεν θα πάρει τον έλεγχό του του χρόνου, αλλά ο θάνατός του να αποτελέσει την αφορμή για ουσιαστικές θεσμικές αλλαγές, ακόμα και μέσα στην κρίση.
*καθηγήτρια Εγκληματολογίας και Αντεγκληματικής Πολιτικής, ΔΠΘ
πηγή:efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου