«Το ανατριχιαστικό της υπόθεσης είναι η άρνηση του κόσμου να την πιστέψει»
της Φιλίας Γεωργουδή
Μια μικρή ιστορική αναδρομή…
Από τον 15ο έως και τον 17ο αιώνα, το Κυνήγι Μαγισσών εδραιώθηκε ως η πιο αποτελεσματική πρακτική «καθαρίσματος» των θεοκρατικών κοινωνικών από τα άτομα που θεωρούνταν επικίνδυνα για τις συντηρητικές ισορροπίες.
Το Κυνήγι Μαγισσών, που στην ουσία ξεκίνησε το 1484 μ.Χ. με την παπική βούλα «Summis desiderantes» του Πάπα Ιννοκέντιου Η’, ήταν η θρησκευτική επισημοποίηση μιας σειράς κρατικών διώξεων, αλλά κυρίως ένας θεσμός επιβολής εξουσίας. Μία κίνηση ελέγχου, τάξης και ηθικής, προκειμένου να διατηρείται ακέραιος ο κοινωνικός συνεκτικός ιστός. Την ίδια περίοδο, παράλληλα με το Κυνήγι Μαγισσών, οι τοπικές κοινωνίες είχαν υιοθετήσει το μαρτύριο της «κακίστρως» και της «πατητής», προκειμένου να τιμωρούνται οι γυναίκες που –για τα δεδομένα της εποχής εκείνης- ήταν ασεβείς απέναντι στην εξουσία: τη θρησκευτική, την εκτελεστική, τον σύζυγό τους. Δηλαδή οι γυναίκες που είχαν το θάρρος της γνώμης τους. Δηλαδή όσες ήταν πιο δυναμικές και δε σώπαιναν ή έστω τολμούσαν να υψώσουν ανάστημα ακόμα και στον μικρότερο δυνατό βαθμό.
Όλα τα παραπάνω μεταξύ τους συνδέονται:
Ο χριστιανισμός χρησιμοποιήθηκε από όλα τα θρησκευτικά δόγματα ως μηχανισμός άσκησης εξουσίας, αλλά και ως δεκανίκι στήριξης στους έχοντες δύναμη. Δεν ευθύνεται η πίστη, ευθύνεται ο τρόπος με τον οποίο επιβλήθηκε μία αρρωστημένη κι όχι «ευλαβική» εμμονική προσκόλληση σε αυτήν, για να δαιμονοποιείται κάθε τι που απειλεί την κοινωνική ισορροπία και τους έχοντες τα ηνία της εκάστοτε εξουσίας.
Κι αν αυτό ήταν κάτι αποδεκτό μέχρι τον 17ο αιώνα, σταδιακά θα έπρεπε να έχει αρχίσει να υποχωρεί κι όχι να περνάει σαν ένα κληρονομούμενο γονίδιο από γενιά σε γενιά.
Ώσπου φτάνουμε στο σήμερα…
Όπου μια φοιτήτρια καταγγέλλει σεξουαλική παρενόχληση από παπά σε λεωφορείο της Θεσσαλονίκης. Το κάνει βγάζοντάς τον φωτογραφία και δείχνοντας το πρόσωπό του (σε φωτογραφία που βρήκε από άλλη κοπέλα, την οποία ο ίδιος παρενόχλησε στο παρελθόν –άρα πρόκειται για κάτι που έχει γίνει ή γίνεται κατ’ εξακολούθηση) στο Facebook. Και ορθώς το κάνει.
Το ανατριχιαστικό της υπόθεσης είναι η άρνηση του κόσμου να την πιστέψει.
Τα σχόλια που δέχθηκε στην ανάρτηση κυμαίνονταν από αισχρές βρισιές βαθιά θρησκευόμενων που ένιωσαν ότι θίχτηκε το θρησκευτικό τους αίσθημα, μέχρι εκφράσεις δυσπιστίας για το αν η φωτογραφία –άρα και η καταγγελία- ήταν αληθινή. Οι τελευταίοι, δε, εξέφρασαν ξεκάθαρα την άποψή τους ότι η κοπέλα ήθελε να τραβήξει την προσοχή του κόσμου. Άλλοι έγραφαν πως το ήθελε, της άρεσε, το προκάλεσε.
Η οχλοκρατία αυτή του διαδικτύου, που έσπευσε να δικάσει και να καταδικάσει, δε διαφέρει με την πλαισίωση των οχλοκρατικών βασανιστηρίων του Μεσαίωνα και του Κυνηγιού Μαγισσών: ήταν σαν να βλέπαμε το πεινασμένο πλήθος να λοιδορεί τη γυναίκα που έβαλαν να κάθεται στην «κακίστρω» πριν την ρίξουν στο βούρκο για να την τιμωρήσουν που τόλμησε να μιλήσει.
Διότι, πώς τολμάει κάποια γυναίκα να καταγγέλλει σεξουαλική παρενόχληση το 2017, και μάλιστα από ρασοφόρο; Πώς τολμά να καταγγέλλει κάτι που «είτε της άρεσε, είτε προκάλεσε, είτε δεν πρέπει να παίρνει στα σοβαρά, είτε το κατασκεύασε η ίδια», θέλοντας να προσβάλλει την πίστη και τους ίδιους τους πιστούς;
Μέσα από αυτό το απαράδεκτο «πάρτι» σχολίων και χυδαίων σεξιστικών κοινοτοπιών, έγινε καταφανές το πόσο έχει κοινωνικά εσωτερικευτεί το λεγόμενο victim blaming σε τέτοιες περιπτώσεις. Όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο, πάντα θα βρεθεί μια μεγάλη μερίδα κόσμου που θα κατηγορήσει το θύμα για την παρενόχληση που δέχτηκε. Πολλώ δε μάλλον όταν «δράστης» είναι ένας παπάς.
Η συλλογιστική πίσω από την άρνηση μεγάλης μερίδας κόσμου να πιστέψει πως όντως συνέβη το γεγονός είναι η εξής: «είναι πάρα πολύ δύσκολο να σκανδαλίσεις έναν άνθρωπο που έχει αφιερωθεί στο Θεό, διότι έχει φτάσει σε ένα ανώτερο επίπεδο πνευματικότητας, έχοντας απαρνηθεί τις επίγειες απολαύσεις». Ορισμένοι/ες άλλοι/ες, ωστόσο, που πίστεψαν πως το περιστατικό ήταν αληθινό, ακολουθούσαν μια άλλη πορεία σκέψης, με το ίδιο αποτέλεσμα, απλώς αλλάζοντας τον δρώντα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν η κοπέλα: «Φαντάσου πόσο προκλητική ήταν, που σκανδάλισε έναν άνθρωπο του Θεού. Αυτή έφταιγε».
Και στις δύο περιπτώσεις, αποδίδονται δόλια κίνητρα στην κοπέλα. Από τη μια το κίνητρο είναι να πει ένα βλάσφημο ψέμα για να τραβήξει την προσοχή και να κερδίσει δημοσιότητα και από την άλλη είναι η «μάγισσα» γυναίκα, που σκανδαλίζει τον κλήρο με την εμφάνισή της και δεν αναλαμβάνει τις ευθύνες της. Δηλαδή κάτι αντίστοιχο, αν όχι το ίδιο, με αυτό που συνέβαινε στο Κυνήγι Μαγισσών: η γυναίκα τιμωρείται, εάν σκανδαλίσει έναν άνδρα, και κυρίως έναν κληρικό, έναν μοναχό, έναν επιφανή άνδρα, κάποιον που έχει εξουσία. Η γυναίκα είναι υπεύθυνη για τις «βρώμικες» σκέψεις που κάνουν για εκείνη, άρα πρέπει να τιμωρείται. Κι αν πλέον δεν υπάρχουν τα βασανιστήρια εκείνης της εποχής, υπάρχει ο αυτόματος όχλος- δικαστής- παντογνώστης του διαδικτύου, που λειτουργεί με έναν παρόμοιο τρόπο.
Έτσι, προέκυψε ένα ακόμη περιστατικό, το οποίο καταδεικνύει το συντηρητισμό που συνεχίζει να υφίσταται στην ελληνική κοινωνία. Γενικά, στις χώρες όπου το θρησκευτικό στοιχείο είναι (πιο) έντονο στην εθνική κουλτούρα, παρατηρείται πιο έντονη η ύπαρξη του σεξισμού και στις δύο εκδοχές του, αυτή του καλοπροαίρετου και του κακοπροαίρετου σεξισμού (benevolent- hostile sexism).
Ο θρησκευτικός συντηρητισμός συντηρεί κι ενισχύει το σύνδρομο «Madonna- whore». Αυτό, είναι το διπολικό πλαίσιο στο οποίο τοποθετούνται οι γυναίκες στην κοινωνία, δηλαδή είτε αγνές και αθώες, κατάλληλες για μητέρες, όπως η Παναγία, είτε πόρνες, ακατάλληλες για να αναλάβουν το ρόλο της μητέρας κι επομένως ανάξιες σεβασμού. Μία γυναίκα σε αυτό το πλαίσιο αντιμετωπίζεται υπό το πρίσμα της μονής φύσης, που σημαίνει πως κατέχει μια συγκεκριμένη ταυτότητα που αποκλείει την άλλη. Είτε λοιπόν θα ανήκει εξ ορισμού και κυρίως εκ φύσεως στη μία κατηγορία, αυτήν της αγνότητας -άρα πρέπει να χαίρει σεβασμού-, είτε στη δεύτερη, άρα δεν αξίζει το σεβασμό ούτε της κοινωνίας ούτε των ανδρών.
Στη συζήτηση περί σεξισμού προστίθενται πολλές κοινωνικές και ψυχολογικές παράμετροι, όπως η εσωτερίκευση των στερεοτύπων, η εμμονή στη χρήση της εξελικτικής ψυχολογίας για την ερμηνεία των κοινωνικών κατασκευών, η αντιμετώπιση της γυναίκας ως αντικείμενο μέσα από «την αντρική ματιά» (male gaze) ή και ο μισογυνισμός που παρατηρείται στις ίδιες τις γυναίκες απέναντι σε άλλες γυναίκες. Αυτό το τελευταίο μάλιστα. είναι κάτι που είδαμε και από τις επιθέσεις που δέχθηκε η κοπέλα που έκανε την καταγγελία για το μοναχό. Δεδομένου ότι η κοινωνία εξακολουθεί να είναι πατριαρχική κι επομένως το αρσενικό στοιχείο είναι αυτό που ακόμα θεωρείται δυνατό και κατέχει τη μεγαλύτερη εξουσία, πολλές γυναίκες εσωτερικεύουν σεξισμό, σε μικρό ή μεγάλο βαθμό, ακολουθώντας την τακτική «proximity to power», δηλαδή εγγύτητα στην εξουσία. Σκοπός είναι να θέσουν εαυτόν κοντά στα πατριαρχικά πρότυπα για να έχουν ευνοϊκότερη μεταχείριση σε σχέση με τις γυναίκες που δεν ανταποκρίνονται σε αυτά, σαμποτάροντας έτσι το ίδιο τους το φύλο.
Έτσι, πέραν του τραγικού της υπόθεσης με τον παπά (ο οποίος αποκαλύφθηκε πως έχει παρενοχλήσει συστηματικά κι άλλες γυναίκες και συντάχθηκε δικογραφία εναντίον του) ήρθαν ξανά στο φως στοιχεία της ελληνικής κοινωνίας που πολλοί γνωρίζουν ότι υπάρχουν εδώ και καιρό κι ελλοχεύουν όπως το φίδι στο χορτάρι: αυτά του σεξισμού και του μισογυνισμού, τόσο έντονα και τρομακτικά όσο και εκατοντάδες χρόνια πριν.
Πρέπει οι γυναίκες να αρχίσουν άφοβα να διεκδικούν το χώρο που τους αξίζει, όχι κλείνοντας τα αυτιά σε μισογύνικες κραυγές, αλλά αποδομώντας τες. Κι αυτό όχι στο άμεσο μέλλον, αλλά τώρα. Η δική μας γενιά οφείλει να μηδενίσει την ανοχή στο σεξισμό και να γυρίσει επιτέλους σελίδα.
Ενδεικτική βιβλιογραφία για όσες/ όσους ενδιαφέρονται να διαβάσουν περισσότερα σχετικά με τη σύνδεση των παραδοσιακών κοινωνιών και την αντίδραση στη σεξουαλική παρενόχληση/ κακοποίηση:
· Abrams, D., Viki, G. T., Masser, B., & Bohner, G. (2003). Perceptions of stranger and acquaintance rape: The role of benevolent and hostile sexism in victim blame and rape proclivity. Journal of Personality and Social Psychology, 84, 111-125.
· Feather, N. T. (2004). Value correlates of ambivalent attitudes toward gender relations. Personality and Social Psychology Bulletin, 30, 3-12.
· Glick, P., Diebold, J., Bailey-Werner, B. (1997). The two faces of Adam: Ambivalent sexism and polarized attitudes toward women. Personality and Social Psychology Bulletin, 23, 1323-1334.
· Glick, P., Fiske, S. T., & Mladinic, A. (2000). Beyond prejudice as simple antipathy: Hostile and benevolent sexism across cultures. Journal of Personality and Social Psychology, 79, 763-775.
· Simonson, K., & Subich, L. (1999). Rape perceptions as a function if gender-role traditionality and victim-perpetrator association. Sex Roles, 40, 617-634.
· Feather, N. T. (2004). Value correlates of ambivalent attitudes toward gender relations. Personality and Social Psychology Bulletin, 30, 3-12.
· Glick, P., Diebold, J., Bailey-Werner, B. (1997). The two faces of Adam: Ambivalent sexism and polarized attitudes toward women. Personality and Social Psychology Bulletin, 23, 1323-1334.
· Glick, P., Fiske, S. T., & Mladinic, A. (2000). Beyond prejudice as simple antipathy: Hostile and benevolent sexism across cultures. Journal of Personality and Social Psychology, 79, 763-775.
· Simonson, K., & Subich, L. (1999). Rape perceptions as a function if gender-role traditionality and victim-perpetrator association. Sex Roles, 40, 617-634.
πηγή: commoonality.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου