του Τάσου Παππά
Η απόφαση του ΣτΕ για το θέμα της παράτασης του χρόνου παραγραφής των φορολογικών αξιώσεων του Δημοσίου είναι τυπικά μια σωστή απόφαση. Σ’ ένα κράτος δικαίου δεν μπορεί να δίνονται συνεχώς παρατάσεις. Σε μια κανονική χώρα, ένα κανονικό δικαστήριο δεν δικαιούται να πράξει διαφορετικά.
Είναι όμως η Ελλάδα μια κανονική χώρα; Οχι φυσικά. Είναι το ΣτΕ υπεράνω υποψίας; Οχι, αν κρίνουμε από την πολεμική που έχει δεχτεί για το πώς συμπεριφέρθηκε σε περιπτώσεις υψίστης σημασίας που είχαν πολιτική διάσταση (μνημόνια, ΕΡΤ, ΕΝΦΙΑ, τηλεοπτικές άδειες). Υπάρχει δόλος; Βαριά κατηγορία που δεν είναι εύκολο να αποδειχτεί.
Κυβερνητικοί παράγοντες δεν κρύβουν την ενόχλησή τους για τον τρόπο που λειτουργεί το Ανώτατο Δικαστήριο. Κάποιοι κάνουν λόγο για εμφανείς κομματικές σκοπιμότητες, ωστόσο οι καταγγελίες τους δεν γίνονται δημοσίως, προφανώς γιατί δεν έχουν στη διάθεσή τους στοιχεία. Ο μόνος που είπε κάποια πράγματα παραπάνω ήταν ο αναπληρωτής υπουργός Δικαιοσύνης Δ. Παπαγγελόπουλος, ο οποίος δήλωσε στη Βουλή τον Νοέμβριο του 2015 ότι «η κυβέρνηση δεν θα ανεχτεί δικαστικά πραξικοπήματα». Περισσότερες λεπτομέρειες πάντως δεν έδωσε. Υποσχέθηκε πως θα το κάνει.
Να δεχτούμε (δεν υπάρχει δεύτερη γνώμη επ’ αυτού) ότι το ελληνικό κράτος είναι βαρύ, δυσκίνητο, γραφειοκρατικό και αναποτελεσματικό. Το Ανώτατο Δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο να κάνει τα στραβά μάτια και να συναινεί σε καταστάσεις που παραβιάζουν το Σύνταγμα. Επιβάλλεται όμως να σταθμίζει ορισμένα πράγματα γιατί δεν βρίσκεται σε γυάλα. Πρέπει να αντιλαμβάνεται τι συμβαίνει στη χώρα και να συνεκτιμά τις επιπτώσεις που θα έχουν οι δεσμευτικές αποφάσεις του.
Πρώτον: το Μνημόνιο, που το ίδιο «έβγαλε» συνταγματικώς εντάξει για λόγους δημοσίου συμφέροντος (έννοια-λάστιχο), είναι υπεύθυνο για την αποψίλωση των μηχανισμών ελέγχου. Το αποτέλεσμα είναι σοβαρές υποθέσεις να χρονίζουν, όχι από πρόθεση, αλλά λόγω της υποστελέχωσης των υπηρεσιών.
Δεύτερον: η ελληνική Δικαιοσύνη, για λόγους που δεν είναι της παρούσης, καθυστερεί να εκκαθαρίσει τις υποθέσεις.
Τρίτον: δεν μπορεί να υποτιμά το γεγονός ότι κάποιοι θα ωφεληθούν και κάποιοι θα ζημιωθούν. Είναι προφανές και το ποιος ωφελείται και το ποιος ζημιώνεται. Ωφελούνται αυτοί που είχαν τα μέσα να βγάλουν τα χρήματά τους έξω και να τα «παρκάρουν» σε φορολογικούς παραδείσους και τώρα θα πανηγυρίζουν γιατί θα γλιτώσουν και βλάπτονται όσοι προσδοκούσαν (οι κοινωνικά αδύναμοι δηλαδή) ότι τα έσοδα του κράτους από την είσπραξη των φόρων θα πήγαιναν για να βελτιωθεί η ζωή τους.
Τέταρτον: στις υποθέσεις μεγάλης φοροδιαφυγής δεν αρκούν η βούληση και η ταχύτητα ενός κρατικού μηχανισμού. Για να υπάρξει θετικό αποτέλεσμα για το Δημόσιο πρέπει να ανταποκριθούν στα αιτήματα για συνδρομή ξένα κράτη και μεγάλες ξένες τράπεζες.
Πρόκειται για χρονοβόρα διαδικασία. Η Ελλάδα δεν είναι Γερμανία ούτε ΗΠΑ για να απαιτήσει, με την απειλή σκληρής τιμωρίας, κράτη και τραπεζικούς ομίλους να τη βοηθήσουν στην πάταξη της φοροδιαφυγής. Είναι μια χρεοκοπημένη χώρα, υπό επιτροπεία, χωρίς διαπραγματευτικό εκτόπισμα. Κοντολογίς: εκτός από τον τύπο, υπάρχει και η ουσία. Ο σχολαστικισμός κατά περίπτωση είναι ευάλωτος στην υποψία ότι δεν είναι ανιδιοτελής.
EFSYN
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου