του Χριστόφορου Κάσδαγλη
Eίμαι κομμάτια για τον χαμό αυτού του τύπου, του Λουκιανού Κηλαηδόνη, που πάντα θα ‘θελα να ήταν ο μεγάλος μου αδερφός.
Κάθομαι να γράψω για τον Λουκιανό, όχι γιατί πρέπει αλλά γιατί θέλω, και όμως δυσκολεύομαι. Ο λόγος είναι ότι δεν ξέρω τι να πρωτογράψω. Κατά τον ίδιο τρόπο που δυσκολεύτηκα να διαλέξω το πιο αντιπροσωπευτικό τραγούδι του για να τον αποχαιρετήσω – κι εκεί ανακαλύπτω και πάλι πόσο πολυδιάστατος ήταν ο Κηλαηδόνης, όχι μόνο ένας φτωχός και μόνος καουμπόι αλλά και θεατρικός και κινηματογραφικός, νοσταλγικός, ειρωνικός, τζαζ, κοσμοπολίτης και λαϊκός. Και βέβαια πολιτικός, αριστερός με δικό του τρόπο, οικουμενικό, και ενίοτε σκληρός στην κριτική του ματιά, αλλά με τρόπο βελούδινο και αφοπλιστικό.
Γνωριζόμαστε το ’96, δεκατρία χρόνια μετά το πάρτυ στη Βουλιαγμένη, ορόσημο ανυπέρβλητο στη ζωή του και στην καριέρα του. Νιώθω ευλογημένος γι’ αυτή τη γνωριμία, καθώς ο Λουκιανός ήταν μόνιμη πηγή χαράς και έμπνευσης. Γενναιόδωρος και γοητευτικός. Ανήσυχος και σεμνός. Αλητεία και ήθος μαζί. Χαλαρά ξενύχτια στο υπόγειο στούντιό του στην Αγία Βαρβάρα – ένα τεράστιο πιάνο μεσ’ στη μέση κι ένας τεράστιος πίνακας με το Phillies Bar του Έντουαρντ Χόπερ στον τοίχο. Ουίσκι και σχέδια. Η Άννα Βαγενά στο φόντο. Φτιάχνουμε τραγούδι για την κλωστική κάνναβη («Πάνω στα ρινγκ το στρώνουνε, το λένε καναβάτσο / ποιος το πουλά και πόσο κα-, ρωτήστε κάναν μπάτσο»). Του προμηθεύω τα δίστιχα για να μελοποιήσει τα Φανταρίστικα (Άρβυλα μπείτε στη σειρά, κορδόνια στοιχηθείτε / ο Τόλης απολύεται να πα να γαμηθείτε»).
Κι εδώ ξαναγυρνάω στο αρχικό ερώτημα: Γιατί λοιπόν δυσκολεύομαι τόσο ν’ αποφασίσω τι θα γράψω τώρα που πρέπει να τον αποχαιρετήσω; Μάλλον γιατί δεν μπορώ τίποτα ν’ αφήσω συνειδητά απέξω, αν και εκ των πραγμάτων θα παραλείψω πολλά. Γιατί από τη σχέση μου με τον Λουκιανό -αφότου τον γνώρισα αλλά και πριν- έχω μόνο καλά πράγματα να θυμάμαι.
Αλλά ούτε αυτό είναι εντελώς αλήθεια. Θυμάμαι εκείνο τον άγριο χειμώνα του ’98. Ο Λουκιανός ξυπνούσε αργά κι έπαιρνε μπρος αργά, με αποτέλεσμα να τηλεφωνεί τις μικρές ώρες στους φίλους του. Πράγμα κάτω από άλλες συνθήκες απολύτως ευπρόσδεκτο, αφού παρέπεμπε σε συνθήκες φοιτητικής ζωής, όπου μπορούσες να πάρεις τηλέφωνο τον φίλο σου ό,τι ώρα ήθελες ή να περάσεις από το σπίτι του χωρίς να σκέφτεσαι πρωτόκολλα και κανόνες. Με μια διαφορά: εκείνες τις μέρες ο πατέρας μου ήταν βαριά άρρωστος, στα τελευταία του. Κάθε μεταμεσονύκτιο τηλεφώνημα βάραγε κανονικό συναγερμό. Ώσπου το συνηθίσαμε κάπως και λέγαμε καθησυχασμένοι, ο Λουκιανός θα ‘ναι, όλα καλά.
Σ’ αυτόν τον αποχαιρετισμό δεν γίνεται να παραλείψω άλλη μια μικρή ιστορία. Καλοκαίρι του 2001, εκείνος προετοίμαζε μεθοδικά το σόου του για τη χειμερινή σεζόν, που θα γινόταν -για πρώτη φορά αν δεν απατώμαι- στο πατάρι του Θεάτρου Μεταξουργείου. Έπινε ουίσκι απ’ το καπάκι του μπουκαλιού για να φρενάρει την κατανάλωση. Είχε συλλάβει στη φαντασία του όλο το σκηνικό και φρόντιζε πώς θα το στήσει, με την παροιμιώδη τελειομανία του. Τηλεφωνεί λοιπόν στη Νέα Υόρκη, στον φίλο του Μιχάλη Αδάμ , που ίσως να μη θυμάται καν το περιστατικό, και απαιτεί να βρει και να του στείλει μια συγκεκριμένη φωτογραφία: «Ένα φεριμπότ που ξανοίγεται στον ποταμό Χάντσον, και στο βάθος να δεσπόζουν οι Δίδυμοι Πύργοι, τα Τουίνς, ρε καταραμένε», κάτι που επαναλάμβανε, ξανά και ξανά, με υπέρμετρο ενθουσιασμό. Αν και εντελώς ανυποψίαστος για τα μελλούμενα, αυτή η συνεχής επανάληψη, «τα Τουίνς, ρε καταραμένε, οι Δίδυμοι Πύργοι», μου είχε τραβήξει την προσοχή. Φαντάσου την ανατριχίλα μου μερικές εβδομάδες αργότερα, όταν έγινε το τρομοκρατικό χτύπημα στους Δίδυμους Πύργους. Εκείνη την εποχή γινόταν άλλωστε πολύς λόγος για το Echelon, ένα αμερικάνικο υπερσύστημα που ήταν σε θέση να αποκωδικοποιεί εκατομμύρια τηλεφωνικές συνδιαλέξεις, email και SMS, με βάση λέξεις-κλειδιά. Ο μεγάλος αδερφός. (Πάντως, όταν έγραψα παραπάνω ότι ο Λουκιανός είναι ο μεγάλος αδερφός που πάντα επιθυμούσα να είχα, δεν εννοούσα σε καμία περίπτωση κάτι τέτοιο…)
Και τώρα; Τώρα δεν μένει παρά να κάψουμε ένα πιάνο, όπως παράγγελνε ο ίδιος από πολύ νωρίς, σε ένα μάλλον κρυφό τραγούδι του όπου προαναγγέλλει επίσης τη μέρα -Τετάρτη- της ταφής του.
Κούφια η ώρα (1990)
Aν ποτέ πεθάνω, αν, λέμε αν,
κάψτε ένα πιάνο κι ένα μπουφάν.
Καίτε ένα αμάξι κάθε δειλινό (ξένο),
θέλω και τάξη, θέλω και χαμό.
Δε θέλω φιέστες, ούτε φωνές,
τρεις μαζορέτες μ’ άσπρες στολές,
ξανθούλες.
Και κάποια μπάντα στο πουθενά
να παίζει τα «Θερινά σινεμά».
Θέλω ένα πάρτι μες στο γκαζόν
κάποια Τετάρτη ίσως, μ’ άπειρα γκαρσόν.
Θα `χει ποτά για όλους, πιείτε ένα τζιν,
δύο βότκες και δεν θέλω μαύρα μόρτες,
θέλω μπλουτζίν.
https://kasdaglis.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου