του Χριστόφορου Βερναρδάκη
Ο «νόμος Κεραμέως» που ψηφίστηκε αυτήν την εβδομάδα αποτελεί τον ορισμό της αποδόμησης της δημόσιας παιδείας. Και της καταστροφικής ιδεοληψίας για τα πανεπιστημιακά ιδρύματα της χώρας.
Θα σταθώ ιδιαίτερα στα τρία κεντρικά ζητήματα του Νόμου που διέπονται από ακραία κοινωνική και ταξική μεροληψία και σκιαγραφούν ένα ευρύτερο σχέδιο για την Παιδεία και γενικά την ελληνική κοινωνία.
Η θεσμοθέτηση νέας διοικητικής Αρχής με τον τίτλο Εθνική Αρχή Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΕΘΑΑΕ).
Συνεχίζεται η εφαρμογή του στρατηγικού στόχου των νεοφιλελεύθερων, να ιδρύονται ανεξάρτητες διοικητικές Αρχές στις οποίες ανατίθενται κεντρικά ζητήματα σχεδιασμού δημόσιων πολιτικών και τυπικά καθήκοντα κυβερνητικής ύλης έξω από τον νομοθετικό και πολιτικό έλεγχο.
Συνεχίζεται η εφαρμογή του στρατηγικού στόχου των νεοφιλελεύθερων, να ιδρύονται ανεξάρτητες διοικητικές Αρχές στις οποίες ανατίθενται κεντρικά ζητήματα σχεδιασμού δημόσιων πολιτικών και τυπικά καθήκοντα κυβερνητικής ύλης έξω από τον νομοθετικό και πολιτικό έλεγχο.
Η καινούργια Αρχή δεν αξιολογεί προγράμματα σπουδών και ακαδημαϊκές διαδικασίες, κάτι που θα ήταν εύλογο και εν πολλοίς αποδεκτό. Η καινούργια Αρχή αναλαμβάνει το σχεδιασμό και τον έλεγχο σκληρού πυρήνα δημόσιων πολιτικών, όπως είναι η πολιτική για τη δημόσια Παιδεία και τα Πανεπιστήμια, η χρηματοδότηση από τον εθνικό προϋπολογισμό, ο σχεδιασμός και η λειτουργία τμημάτων, τα κριτήρια ίδρυσής ή κατάργησής τους, η σύνδεσή τους με την παραγωγική οικονομία.
Δεν είναι όμως μόνο η γνωστή ιδεοληψία να ανατίθενται καθήκοντα δημόσιων πολιτικών σε υβρίδια που δεν είναι ούτε εκτελεστική ούτε νομοθετική ούτε δικαστική – προφανώς - εξουσία. Εχουμε και κάτι ακόμα πιο άγαρμπο, την επαναφορά επί της ουσίας των αλήστου μνήμης Συμβουλίων Διοίκησης του «Νόμου Διαμαντοπούλου». Εκείνων των μορφωμάτων που δεν λειτούργησαν ποτέ, γιατί ποτέ δεν κατάφεραν να υπερκεράσουν σε πολιτική νομιμοποίηση μέσα στην ακαδημαϊκή κοινότητα τις εκλεγμένες Πρυτανείες και τα Πρυτανικά Συμβούλια. Σήμερα, τα νεκρά αυτά Συμβούλια ανασταίνονται δια μέσου της νέας Αρχής, με στόχο να παραβιαστεί η ακαδημαϊκή αυτοτέλεια και να επιβληθεί στην πανεπιστημιακή και ερευνητική κοινότητα η διάλυση του δημόσιου εκπαιδευτικού συστήματος.
Η θεσμοθέτηση νέου τρόπου χρηματοδότησης των πανεπιστημίων (80% - 20%), μέσω της διαδικασίας Αξιολόγησης.
Ας αγνοήσουμε το γεγονός ότι η Κυβέρνηση δεν εγγυάται κανένα επίπεδο γενικής χρηματοδότησης των Πανεπιστημίων. Σε τι συνολικό ποσό χρηματοδότησης εκφράζεται άραγε το 80%;
Ας αγνοήσουμε το γεγονός ότι η Κυβέρνηση δεν εγγυάται κανένα επίπεδο γενικής χρηματοδότησης των Πανεπιστημίων. Σε τι συνολικό ποσό χρηματοδότησης εκφράζεται άραγε το 80%;
Πώς απαντά η Κυβέρνηση στο γεγονός ότι είχαμε μέχρι το 2015 ραγδαία υποχρηματοδότηση των ΑΕΙ, και παρά το γεγονός ότι καταβλήθηκαν τα επόμενα χρόνια προσπάθειες αναπλήρωσης, είναι κοινός τόπος ότι τα Πανεπιστήμια υποχρηματοδοτούνται, ακόμα και στις βασικές λειτουργικές τους ανάγκες.
Ας ξεπεράσουμε, επίσης, το γεγονός ότι η σημερινή ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας δεν φαίνεται να έχει καμία επίγνωση των οικονομικών δεδομένων του κρατικού προϋπολογισμού. Φέρεται να αγνοεί, εκτός από το ποσοστό του ΑΕΠ που αφορά στην Παιδεία, ότι η αύξηση κατά 110 εκ. για το Υπουργείο Παιδείας στον τρέχοντα Προϋπολογισμό, πέραν του ότι είναι τραγικά μικρή, αφορά στις μισθολογικές ωριμάνσεις όλων των βαθμίδων των εκπαιδευτικών και όχι στην ενίσχυση των λειτουργικών αναγκών των νηπιαγωγείων, των σχολείων και των Πανεπιστημίων. Αγνοεί επίσης ότι υπάρχει μείωση στο ΠΔΕ κατά 55 εκ., αγνοεί ότι υπάρχει μείωση των μεταβιβαστικών δαπανών κατά 15 εκ, που κρίνουν και το λειτουργικό επίπεδο της εκπαίδευσης.
Το κυριότερο, όμως, ζήτημα είναι το γεγονός ότι γύρω από τη χρηματοδότηση στήνεται ένα παιχνίδι απόλυτης εξαπάτησης των Πανεπιστημίων. Τι σημαίνει να συνδέεις τη χρηματοδότηση με την δήθεν αξιολόγηση όταν η χρηματοδότηση βάσει του προϋπολογισμού είναι ετήσια, αλλά οι κύκλοι αξιολόγησης ανά τετραετία. Το αποτέλεσμα με μαθηματική ακρίβεια θα είναι μαρασμός, υποχρηματοδότηση, κλείσιμο πανεπιστημιακών και ερευνητικών δομών.
Δεν γίνεται επίσης να μην σχολιαστεί η απόλυτη και παράλογη εμμονή στο σχήμα αξιολόγησης – χρηματοδότησης. Αυτή ήταν η εμμονική λογική του «Νόμου Διαμαντοπούλου», που θεωρούσε τα Πανεπιστήμια «σφαίρες αναξιοκρατίας» που στερούν πόρους και δεν αξιολογούνται. Και καθιέρωσε σκληρές αξιολογήσεις εξωτερικών κριτών που κατέληξαν στο γενικό συμπέρασμα ότι τα ελληνικά πανεπιστήμια κινούνται συνολικά στο χώρο των καλύτερων πανεπιστημιακών ιδρυμάτων όλου του κόσμου.
Αν κανείς μάλιστα λάμβανε υπόψη τη χρηματοδότηση που είχαν σε σχέση με τα ξένα ιδρύματα θα έλεγε ότι μπορεί να είναι και κατά πολύ καλύτερα. Η αγαπημένη νεοφιλελεύθερη αναφορά στη σχέση «κόστους – οφέλους» εδώ απλώς εξαφανίζεται.
Αλλά και πριν μερικές μέρες, στην Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων παρουσιάστηκε η Ετήσια Εκθεση της ΑΔΙΠ για την προηγούμενη χρονιά, βάσει της οποίας η γενική εικόνα των πανεπιστημίων είναι από ικανοποιητική έως άριστη.
Επομένως, επειδή δεν μπορεί να σταθεί το επιχείρημα ότι τα πανεπιστήμια δεν αξιολογούνται, και το επιστημονικό, διδακτικό και ερευνητικό έργο τους δεν είναι υψηλό, πώς θα συνδεθεί η αξιολόγηση με τη χρηματοδότηση; Απλούστατο, θα αλλάξει το περιεχόμενο της αξιολόγησης.
Η Κα Κεραμέως το πάει δια της τεθλασμένης. Αν η πραγματικότητα δεν συμφωνεί με τις ιδεοληψίες της, τόσο το χειρότερο για την πραγματικότητα. Και έτσι:
α) παρέδωσε την αρμοδιότητα της έρευνας στο Υπουργείο Ανάπτυξης. Όταν τα Πανεπιστήμια παράγουν το 80% της έρευνας, το αρμόδιο Υπουργείο παραχωρεί την αρμοδιότητα της ερευνητικής πολιτικής σε ένα άλλο. Γιατί δήθεν πρέπει να συνδεθεί η έρευνα με την αγορά. Οι μάγοι του «επιτελικού κράτους» αγνοούν το Α και το Ω, ότι η αγορά, αν ενδιαφέρεται, ενδιαφέρεται για εφαρμοσμένη έρευνα και χωρίς βασική έρευνα δεν υπάρχει εφαρμοσμένη.
β) το κυριότερο όμως, ανακαλύφθηκε τώρα μια άλλη «αξιολόγηση». Οχι ακαδημαϊκή, αλλά η δήθεν «αξιολόγηση» της αγοράς. Πόσοι απόφοιτοι ενός Τμήματος απορροφώνται στην αγορά εργασίας.
Εδώ πραγματικά ο ορθολογισμός παραδίδεται με ψηλά τα χέρια. Ολα τα Πανεπιστήμια και όλα τα Τμήματα εφάπτονται με τον ίδιο τρόπο με αυτό που αποκαλείτε «αγορά εργασίας»; Οι απόφοιτοι του Ιστορικού – Αρχαιολογικού Τμήματος είναι στο ίδιο βαθμό εφαπτόμενοι με την «αγορά εργασίας» με τους αποφοίτους π.χ. του Πολυτεχνείου; ποιοί απόφοιτοι, αυτοί που συνεχίζουν σε μεταπτυχιακά ή αυτοί που δεν κάνουν μεταπτυχιακά, αυτοί που κάνουν δεύτερο πτυχίο, αυτοί που γνωρίζουν ξένες γλώσσες;
Σε τι βάθος χρόνου, σε τι θέσεις εργασίας; Οι ίδιοι οι νεοφιλελεύθεροι που μιλάνε για την ευελιξία της αγοράς εργασίας και τη συνεχή αλλαγή εργασιών των εργαζομένων κατά τη διάρκεια του εργασιακού βίου, υποστηρίζουν ότι τα προπτυχιακά Τμήματα θα αξιολογούνται ως προς τις απορροφήσεις των αποφοίτων τους από την αγορά εργασίας!!! Η «αξιολόγηση» αυτή α-λα ελληνικά είναι βέβαιον ότι θα έβγαζε άχρηστο ακόμα και ένα Τεχνολογικό Ιδρυμα σαν το ΜΙΤ στην Ελλάδα.
Τα Πανεπιστήμια με άλλα λόγια αξιολογούνται για κάτι που έχει ευθύνη η αγορά και οι ιδιωτικές επιχειρήσεις. Tην αγορά όμως ποιος την αξιολογεί, όταν αδιαφορεί για επενδύσεις στην έρευνα (μόλις το 8% των δαπανών στην έρευνα προέρχονται στην Ελλάδα από τον ιδιωτικό τομέα) και αδιαφορεί, επίσης, για το μισθό και τις συνθήκες εργασίας των αποφοίτων;
Η δήθεν αξιολόγηση της αγοράς δεν είναι επιστημονική, ερευνητική και διδακτική αξιολόγηση. Αντί να εντοπίζει τις αδυναμίες των ιδρυμάτων και να χρηματοδοτεί τα πλέον αδύναμα κυρίως στον ερευνητικό τομέα, για να επιτυγχάνεται η ενδυνάμωσή τους και η προς τα άνω σύγκλιση του ακαδημαϊκού συστήματος, επιδιώκει τη διεύρυνση του χάσματος κεντρικών και περιφερειακών Πανεπιστημίων και τη δημιουργία Ιδρυμάτων πολλαπλών ταχυτήτων. Προσθέστε την απόσπαση της Έρευνας από το Υπουργείο Παιδείας και τη μεταφορά της στο Υπ. Ανάπτυξης και θα έχετε μια πλήρη εικόνα του τι θα συμβεί προσεχώς: Πανεπιστήμια με παροχή μόνο εκπαιδευτικού έργου, χωρίς ερευνητικό αντίστοιχο, υποβαθμίζονται τελικά σε κάτι αντίστοιχο των κολλεγίων.
Η «αξιολόγηση» που προτείνεται είναι το πρόσχημα της συρρίκνωσης του δημόσιου ακαδημαϊκού χώρου.
Η αναστολή και νομοθετικά πλέον επ’ αόριστον της λειτουργίας των 37 νέων Τμημάτων ΑΕΙ, με το απαράδεκτο πρόσχημα ότι δεν προηγήθηκαν μελέτες βιωσιμότητας, ενώ είναι γνωστό ότι τα ίδια τα Πανεπιστήμια πρότειναν τη θεσμοθέτηση των νέων Τμημάτων, έχοντας την αποκλειστική ευθύνη για τη λειτουργία τους.
Η απόφαση για αναστολή των 37 νέων Τμημάτων είναι όμως η συνέχεια της αναστολής λειτουργίας των Διετών Προγραμμάτων Επαγγελματικής Εκπαίδευσης για αποφοίτους ΕΠΑΛ, της κατάργησης της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Πατρών, της κατάργησης της δυνατότητας ελεύθερης πρόσβασης των μαθητών στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση σε Τμήματα ελεύθερης Επιλογής.
Η απόφαση για αναστολή των 37 νέων Τμημάτων είναι όμως η συνέχεια της αναστολής λειτουργίας των Διετών Προγραμμάτων Επαγγελματικής Εκπαίδευσης για αποφοίτους ΕΠΑΛ, της κατάργησης της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Πατρών, της κατάργησης της δυνατότητας ελεύθερης πρόσβασης των μαθητών στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση σε Τμήματα ελεύθερης Επιλογής.
Και έπεται συνέχεια, μείωση των εισακτέων, εισαγωγή της βάσης του 10, θέσπιση χρονικού ορίου φοίτησης που οδηγεί σε διαγραφές φοιτητών που την ξεπερνούν.
Παράλληλα αποδίδει καθεστώς ισοτιμίας των πτυχίων των κολλεγίων με fast-track διαδικασίες.
Αυτό δεν είναι απλώς ένα μέτρο ταξικής μεροληψίας όπου ευνοούνται σκανδαλωδώς οι ποικιλώνυμοι ιδιοκτήτες κολλεγίων. Είναι άμεσο πλήγμα στα ελληνικά Ανώτατα Ιδρύματα, είναι πλήγμα στους αποφοίτους των ελληνικών πανεπιστημίων, καθώς και στους υπηρετούντες εκπαιδευτικούς. Πέρα από το κοινωνικό τετελεσμένο, δημιουργεί νομικό προηγούμενο για προσλήψεις και σε άλλους κλάδους (πχ μηχανικοί) και εύφορο έδαφος για ασάφειες που θα οδηγήσουν σε άνθιση νομικών προσφυγών, κλείνοντας έτσι και το μάτι σε δικηγορικά γραφεία που εξειδικεύονται σε σχετικά θέματα.
Η μέχρι σήμερα πολιτική του Υπουργείου Παιδείας φαίνεται εκ πρώτης όψεως «αποσπασματική», αφού νομοθετούσε μέχρι σήμερα «κομμάτι – κομμάτι» κρύβοντας τη συνολική της φιλοσοφία μέσω μικρών τροπολογιών σε άσχετα νομοσχέδια.
Όμως, παρά την εικόνα «κατακερματισμού», έχει σαφές και ολοκληρωμένο ταξικό στρατηγικό στόχο. Προβάλλει ανάγλυφα ένα στρατηγικό σχέδιο αντιλαϊκής πολιτικής παρέμβασης με στόχο τον κοινωνικό διαχωρισμό και αποκλεισμό.
Κεντρική στρατηγική κατεύθυνση της ΝΔ είναι ο ασφυκτικός περιορισμός της κοινωνικής κινητικότητας μέσω του εκπαιδευτικού μηχανισμού.
Ο στόχος είναι να περιορίσει την πρόσβαση των λαϊκών τάξεων στην Δημόσια Εκπαίδευση, να συγκροτήσει ένα ανατροφοδοτούμενο σύστημα διαρκούς «επιλογής» και «αποκλεισμών» με πρόσχημα την «αριστεία» και την «αξιολόγηση» που θα ξεκινά από τη νηπιακή και στοιχειώδη εκπαίδευση, θα μορφοποιείται στη Δευτεροβάθμια και θα φτάνει στον τελικό της προορισμό στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση.
Η στρατηγική αυτή πρέπει να εμποδιστεί. Είναι βέβαιο ότι η πανεπιστημιακή, η εκπαιδευτική και η ερευνητική κοινότητα της χώρας, τα λαϊκά στρώματα και η νεολαία τους, θα προασπίσουν τη Δημόσια και δωρεάν Παιδεία ως κοινωνικό αγαθό ελεύθερης πρόσβασης. Θα υπερασπιστούν πολιτικές ενίσχυσης της κοινωνικής κινητικότητας μέσω του εκπαιδευτικού μηχανισμού και θα ακυρώσουν ολιγαρχικής έμπνευσης στρατηγικές «αριστοκρατικοποίησης» του εκπαιδευτικού αγαθού.
Ο νόμος αυτός θα αποδειχτεί ανεφάρμοστος και θα καταργηθεί στην πράξη, όπως καταργήθηκε ο ιδεολογικός του πατέρας, ο Νόμος Διαμαντοπούλου.
alfavita
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου