Συνήθως οι πολιτικοί, στην Ελλάδα και σε όλο τον κόσμο, οχυρώνονται πίσω από την «παρερμηνεία» των λεγομένων τους, όταν προτιμούν να μην αναλάβουν την ευθύνη τους.
του Παντελή Μπουκάλα
«Πάνω στην ένταση της στιγμής κατέφυγα σε κάποιες γενικεύσεις, οι οποίες δεν εκφράζουν ούτε εμένα ούτε φυσικά το κόμμα στο οποίο ανήκω. Για τις αναφορές αυτές θέλω να εκφράσω τη λύπη μου και να ζητήσω συγγνώμη από όσους έθιξα». Συνήθως οι πολιτικοί, στην Ελλάδα και σε όλο τον κόσμο, οχυρώνονται πίσω από την «παρερμηνεία» των λεγομένων τους, όταν προτιμούν να μην αναλάβουν την ευθύνη τους. Καταφεύγουν μάλιστα στην έωλη δικαιολογία της «παρεξήγησης» και της «εσφαλμένης ερμηνείας του λόγου τους» ακόμα κι όταν οι δηλώσεις τους έχουν καταγραφεί σε σαράντα πέντε βίντεο κι εξήντα μαγνητοφωνάκια, έχουν περάσει πια διά του Διαδικτύου σε μια ασήμαντη αθανασία και είναι ηλίου φαεινότερον ότι αποδόθηκαν σωστά.
Αμφισβητούνται άραγε τα βιντεοσκοπημένα στιγμιότυπα; Διαψεύδονται τα ντοκουμέντα; Με λίγη παραπάνω «πολιτική βούληση», γίνεται κι αυτό: Αναθέτεις σε κάποιον από τους «κύκλους σου» ή σε τμήμα του «περιβάλλοντός σου» να πει ότι το «πρωτογενές υλικό νοθεύτηκε και πειράχτηκε», κι εσύ συνεχίζεις ακάθεκτος να τριπλάρεις τον εαυτό σου και τη συνείδησή σου. Μέχρι τελικής πτώσεως. Κάποια στιγμή, δεν μπορεί, θα σηκωθείς και, πάντα αγέρωχος, πάντα ένας άνθρωπος της ευθύνης και της ειλικρίνειας, θα σπεύσεις να πιάσεις μια καλή γωνία σ’ ένα τραπέζι στρογγυλό κατά τα λοιπά, στο οποίο θα διερευνάται το πατροπαράδοτο θέμα «η αναξιοπιστία της πολιτικής και πώς να τη γιατρέψουμε». Ε, «ο τρώσας και ιάσεται» δεν έλεγαν οι αρχαίοι ημών; Παιδιά τους δεν είμαστε; Κληρονόμοι του πνεύματός τους και φορείς του αίματός τους;
Αποστασιοποιούμενος από την παράδοση της «παρερμηνείας», ο κ. Αθανάσιος Δαβάκης, βουλευτής Λακωνίας της Ν.Δ. και υφυπουργός Εθνικής Αμυνας επί κυβερνήσεως Αντώνη Σαμαρά, επέλεξε σαν δικαιολογητικό του την «ένταση της στιγμής», εξαιτίας της οποίας διολίσθησε «σε γενικεύσεις». Το άλλοθί του θα είχε μια σχετική πειστικότητα αν πρώτα αποδεχόμασταν πως η «ένταση της στιγμής» έχει την κακή συνήθεια να εκδηλώνεται σαν ακατανίκητο φυσικό φαινόμενο. Σαν ηφαιστειακή έκρηξη, σεισμός ή τσουνάμι, μπροστά στα οποία ο παράγων άνθρωπος μένει μοιραία άναυδος και απολύτως αδρανής, και όσα τον απαρτίζουν αποκαλύπτονται ανήμπορα: το μυαλό του, η ψυχή, η παιδεία, η αγωγή, οι ιδέες του για τα ανθρώπινα τέλος πάντων.
Θα μπορούσαμε, βέβαια, να σκεφτούμε πως η «ένταση της στιγμής» δεν αποτελεί μια μέθη άνευ αλκοόλης, όπως την παρουσιάζουν, αλλά είναι ένα απλώς από τα αξεσουάρ του πολιτικοθεατρικού οπλοστασίου, πρωτοξαδερφάκι της «βαθύτατης συγκίνησης»· το χρησιμοποιούν αρκετά συχνά αρκετοί εκ των πολιτικών μας όταν θέλουν να ανεβάσουν τους μελοδραματικούς τόνους, για να δείξουν ότι διακατέχονται από «ιερή οργή» ή ότι ταυτίζονται πλήρως με το ακροατήριό τους και συμμερίζονται τα πάθη του. Εν πάση περιπτώσει, το άλλοθι του κ. Δαβάκη αποδέχτηκε περιττό: Τα λεγόμενά του δεν ενόχλησαν ιδιαίτερα το κόμμα του, το οποίο παρέκαμψε το ζήτημα με μια άνευρη, λιγόλογη ανακοίνωση, που μάλιστα δεν τη φορτώθηκε η κατεξοχήν εκπρόσωπός του, η τηλεοπτικώς διάσημη, αλλά η άσημη αναπληρώτριά της. Προφανώς υπάρχουν πολλοί πρόσφοροι δρόμοι για να φτάσει κανείς στην πηγή της Κεντροδεξιάς και στα φιλελεύθερα νάματά της.
Τι είπε, λοιπόν, πάνω στην «ένταση της στιγμής» ο Λάκων βουλευτής; Τα θυμίζω, όχι επειδή τους αξίζει η ασήμαντη αθανασία, κάθε άλλο, αλλά για το ενδεχόμενο να υπάρχουν και κάποιοι που δεν έτυχε να τα διαβάσουν ή να τ’ ακούσουν: «Απαγορεύω σε οποιονδήποτε αθίγγανο, γύφτο και δεν συμμαζεύεται να με ψηφίσει. Αν νομίζει ότι εμείς φοβόμαστε το πολιτικό κόστος, όποιος με ψηφίσει δεν τον αναγνωρίζω, από πλευράς αυτής της κοινωνικής ομάδας. Λυπάμαι που το λέω, λυπάμαι τα παιδάκια τα οποία γεννιούνται από αυτούς τους ανθρώπους χωρίς να το θέλουν και την κατάσταση στην οποία βρίσκονται. Εγώ απαγορεύω σε οποιονδήποτε από αυτούς, κι αν έχετε κάναν γνωστό να του το πείτε, αν με ψηφίζει, να μην με ξαναψηφίσει. Από τους αθίγγανους. Να μη με ψηφίσουν εμένα».
Η «ένταση της στιγμής» ευθύνεται για το αυταρχικό, «αριστοκρατικό» νόημα που αναδεικνύεται έστω και μέσα από αυτήν τη συντακτικά ημιδιαλυμένη προφορικότητα; Το βίντεο από την εκδήλωση στη Σπάρτη, στο σχολείο της Παλαιοπαναγιάς, δεν δείχνει τον βουλευτή σε ιδιαίτερη ένταση. Λέει όσα λέει κάπως μάγκικα, σ’ ένα στυλ που δεν θα το αδικούσαμε αν το ονομάζαμε σαμαρικό. Και με μια ψυχραιμία που του επιτρέπει και την ειρωνεία του να δείξει («σε οποιονδήποτε αθίγγανο, γύφτο και δεν συμμαζεύεται»), αλλά και επιστημονικά να καινοτομήσει: Με τη φράση του «λυπάμαι τα παιδάκια τα οποία γεννιούνται από αυτούς τους ανθρώπους χωρίς να το θέλουν» (δηλαδή τα αθιγγανάκια, γυφτάκια και δεν συμμαζεύεται), άφησε να εννοηθεί ότι υπάρχουν και παιδιά που παραγγέλνουν στον πατέρα Θεό ή στη μητέρα Φύση ποιοι γονείς θέλουν να τα φέρουν στον κόσμο. Τα παιδιά των λευκών, των κατάλευκων, ποια άλλα. Και σίγουρα τα παιδιά των γαλαζοαίματων, για τους οποίους τρέφει ανέκαθεν μια συμπάθεια ο βουλευτής.
Επιπλέον, ο κ. Δαβάκης κατάφερε να αυτοπροσωπογραφηθεί σαν πολιτικός υπερήφανα αδιάφορος για το ενδεχόμενο να του κοστίσει η τόλμη και η ευθύτητά του σε ψήφους: «Να μη με ψηφίσει κανένας αθίγγανος, γύφτος και δεν συμμαζεύεται. Το απαγορεύω». Μα ποια τόλμη και ποιο κόστος. Πρώτον, οι ψήφοι –όπως και τα χρήματα, πριν ακόμα και από τον Βεσπασιανό– δεν έχουν οσμή, ούτε χρώμα. Κανένας υποψήφιος δεν μπορεί να αποκλείσει κανέναν ψηφοφόρο, και δεν ξέρει καν ποιοι τον ψήφισαν, ακόμα κι αν τυγχάνει μάστορας των ρουσφετιών και σαΐνι των σημαδεμένων ψηφοδελτίων. Δεύτερον, ο κ. Δαβάκης είπε όσα είπε γνωρίζοντας καλά ότι αυτά ακριβώς ήθελε να ακούσει ένα κοινό που είχε συγκεντρωθεί για να συζητήσει για «την εγκληματικότητα των Τσιγγάνων»· στους οποίους ξαναφορτώνουμε τα πάντα, από τη στιγμή που αρχίσαμε να δυσκολευόμαστε να τα φορτώνουμε στους Αλβανούς.
Ο πολιτικός μας προσαρμόστηκε στις απαιτήσεις της στιγμής, στις προσδοκίες της, όχι στην «έντασή» της. Αυτό το λένε και λαϊκισμό. Και είναι πράγματι λαϊκισμός. Οπως λαϊκισμός είναι η «καταφυγή στις γενικεύσεις», το διάτρητο άλλοθι του βουλευτή. Η γενίκευση στην προκειμένη περίπτωση κάνει ταχύτατα το άλμα από τη φράση «οι κλέφτες είναι Τσιγγάνοι», που μπορεί να αληθεύει για κάποιο συγκεκριμένο περιστατικό, στη φράση-δόγμα «οι Τσιγγάνοι είναι κλέφτες». Ολοι τους, μικροί και μεγάλοι. Αντρες και γυναίκες. Αλλά και «τα παιδάκια τα οποία γεννιούνται από αυτούς τους ανθρώπους χωρίς να το θέλουν», κλεφτρόνια είναι, δασκαλεμένα από κούνια. Που κι αυτή, κλεμμένη την έχουν.
ΚΑΘΗΝΕΡΙΝΉ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου