Άλλο η σχέση εξάρτησης, η πολεμική, η ροπή προς τη στρατηγική της έντασης κι άλλο η κριτική σχέση, ο πολιτικός ανταγωνισμός, η «ορθολογική σύγκλιση των απόψεων» Το γενικευμένο πρόβλημα αξιοπιστίας για τα μέσα ενημέρωσης αποτελεί ένδειξη αμφισβήτησης της ηγεμονικής τους λειτουργίας
του Σταύρου Καπάκου
Τα μέσα ενημέρωσης, και ειδικότερα ο Τύπος, περνούν τριπλή κρίση, με αποτέλεσμα να αμφισβητείται η κοινωνική λειτουργία της ενημέρωσης, η οποία επιτελεί λειτουργία της δημοκρατικής διαδικασίας:
* Κρίση μετασχηματισμού, λόγω της αλλαγής του ειδικού βάρους κάθε μέσου, εξαιτίας των ανατροπών που φέρνουν το Διαδίκτυο και τα κοινωνικά δίκτυα.
* Κρίση οικονομική, που, σε συνδυασμό με τη δραματική μείωση των πωλήσεων, οδηγεί αρκετές φορές σε ποιοτική αλλαγή στην ιδιοκτησία τους.
* Κρίση αξιοπιστίας, καθώς στη χώρα μας έχουμε τα πιο αναξιόπιστα μέσα στη Ευρωπαϊκή Ένωση, πράγμα που σημαίνει ότι αμφισβητούνται και το εύρος της επιρροής τους, αλλά και η λειτουργία τους ως πυλώνα της δημοκρατικής διαδικασίας.
Κρίση μετασχηματισμού
Κρίση μετασχηματισμού σημαίνει αλλαγή του ρόλου, της απήχησης και της δυνατότητας επιρροής τους. Η μείωση των πωλήσεων των εφημερίδων και των περιοδικών και η ανάπτυξη ιντερνετικών μέσων ενημέρωσης, των συνδρομητικών και των υβριδικών μορφών, καθώς και των social media, είναι ενδεικτικές της υποβάθμισης του ρόλου παραδοσιακών μέσων και της ανάδυσης νέων.
Η δυνατότητα επιρροής των μέσων μεταβάλλεται και διαχέεται πολύ πέραν της έντυπης μορφής ενημέρωσης. Ταυτοχρόνως η άμεση και μαζική μετάδοση πληροφοριών, χωρίς επαρκή διασταύρωση, ενισχύει την κρίση αξιοπιστίας, αφού ο δέκτης πλημμυρίζεται από πληροφορίες, συχνά παραπλανητικές ή και ψευδείς, που δεν μπορεί να αποδελτιώσει και να κατανοήσει, ενώ περιθωριοποιεί παραδοσιακά έντυπα, τα οποία αδυνατούν να παρακολουθήσουν τις εξελίξεις.
Κρίση και αλλαγή ιδιοκτησίας
Κρίση οικονομική με αλλαγή ιδιοκτησίας. Το κλείσιμο της στρόφιγγας των δανείων, ορισμένες φορές θαλασσοδανείων, και της μείωσης των εσόδων από πωλήσεις και διαφημίσεις φέρνει στο προσκήνιο νέους εκδότες, που δεν προέρχονται από τον χώρο της ενημέρωσης, αλλά από άλλους τομείς της οικονομικής δραστηριότητας, και έχουν σχεδόν στόχο την άσκηση πολιτικής επιρροής. Τα νέα τζάκια φέρνουν νέα ήθη. Μειώσεις μισθών, μαζικές απολύσεις, ελαστικές σχέσεις εργασίας, μείωση της ανεξαρτησίας και του πλουραλισμού, συνεπώς και μείωση της αξιοπιστίας των μέσων ενημέρωσης.
Είναι ενδεικτικό ότι οι πωλήσεις των κυριακάτικων εκδόσεων των εφημερίδων φτάνουν σήμερα στα 250.000 φύλλα, ενώ μόλις πριν από λίγα χρόνια άγγιζαν το 1.000.000 φύλλα.
Οι πωλήσεις των ημερήσιων εφημερίδων φτάνουν σήμερα μόλις τα 90.000 φύλλα έναντι 350.000 φύλλων το 2008, 1.070.000 φύλλων το 1999, 1.100.000 φύλλων το 1989 και 750.000 φύλλων το 1980. Οι αριθμοί είναι χαρακτηριστικοί της κατάρρευσης των πωλήσεων των εφημερίδων. Η μεγάλη μείωση είχε αρχίσει πριν από την οικονομική κρίση, καθώς η ενημέρωση αλλάζει μορφή με την έλευση και ταχεία επέκταση του Διαδικτύου και των νέων μέσων.
Κρίση αξιοπιστίας
Κρίση αξιοπιστίας των Μέσων Ενημέρωσης. Σύμφωνα με το ευρωβαρόμετρο του 2016, έχουμε τα πιο αναξιόπιστα μέσα στην Ε.Ε. Περίπου εννιά στους δέκα πολίτες (87%) στην Ελλάδα πιστεύουν ότι τα μέσα ενημέρωσης δεν είναι ελεύθερα από οικονομικές και πολιτικές πιέσεις έναντι 57% στην Ε.Ε.
Η κρίση πολιτικής εκπροσώπησης, που παίρνει δραματικές διαστάσεις με το ξέσπασμα της οικονομικής χρεοκοπίας, επεκτείνεται και στα μέσα ενημέρωσης. Αν το φαινόμενο δεν ήταν σύνθετο, θα ίσχυε η ρήση ότι συνήθως ένα καθεστώς πέφτει παρασύροντας και τα σύμβολά του. Ειδικότερα για την τηλεόραση η αξιοπιστία και ο πλουραλισμός σχεδόν εξαϋλώνονται φτάνοντας μόλις το 16% έναντι 55% στην Ε.Ε.
Η αξιοπιστία των εφημερίδων στην Ελλάδα φτάνει στο 33% έναντι 55% στην Ε.Ε. Του ραδιοφώνου στο 40% στη χώρα μας έναντι 60% στην Ε.Ε. και μόνο στο Διαδίκτυο η αξιοπιστία, αν και χαμηλή, στο 38%, είναι υψηλότερη των ευρωπαϊκών διαδικτυακών μέσων, η αξιοπιστία των οποίων φτάνει το 32%. Αυτό σημαίνει ότι η κρίση αξιοπιστίας στο Διαδίκτυο έρχεται με καθυστέρηση, ίσως επειδή συμπίπτει με τη γενικευμένη κρίση των κυρίαρχων μέσων και κατά βάση της τηλεόρασης. Το πιο πρόσφατο ευρωβαρόμετρο (Φεβρουάριος 2018) για τα λεγόμενα fake news δείχνει ότι σχεδόν ένας στους δύο Έλληνες (55%) έρχεται καθημερινά αντιμέτωπος με μια ψευδή ή παραπλανητική είδηση, ενώ τρεις στους τέσσερις (74%) κάθε εβδομάδα.
Κριτική σχέση ή εξάρτηση;
Παρά την κρίση και τη δραματική μείωση των πωλήσεων, εφημερίδες θα συνεχίσουν να υπάρχουν. Εκείνο στο οποίο πρέπει να εστιάσουμε είναι αν θέλουμε εφημερίδες που να έχουν μια κριτική σχέση με τους αναγνώστες τους και τους χώρους τους οποίους εκφράζουν ή αν θα είναι εξαρτημένες, ιμάντες μεταβίβασης κομματικής ή επιχειρηματικής γραμμής.
Αν θέλουμε εφημερίδες -και γενικότερα μέσα ενημέρωσης- με κριτική σχέση, θα πρέπει να τις υπηρετήσουμε. Και θα πρέπει να μην μπερδεύουμε την κριτική σχέση, κατ’ επέκταση και την κριτική σκέψη, με την ταύτιση και την εξάρτηση, που ευτελίζουν την ενημέρωση. Πολύ δε περισσότερο δεν πρέπει να συγχέονται η κριτική και ο έλεγχος της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας με τη στρατηγική της έντασης. Δυστυχώς τα μέσα ενημέρωσης ακολουθούν την πεπατημένη του κομματικού ανταγωνισμού, ίσως στη χειρότερη εκδοχή του.
Έχουμε φτάσει στο σημείο ορισμένοι παράγοντες των μίντια -δημοσιογράφοι, ιδιοκτήτες- και πολιτικοί να μην μπορούν να διακρίνουν τη διαφορά ανάμεσα στον Καρλ Σμιτ και τον Χάμπερμας. Μια ματιά στα πρωτοσέλιδα παραπέμπει πολλές φορές στον θεωρητικό του πολιτικού ολοκληρωτισμού και της αυταρχικής μετάλλαξης του κράτους και της πολιτικής. Άλλο πράγμα όμως η σχέση εξάρτησης, η πολεμική, η ροπή προς τη στρατηγική της έντασης και τον αυταρχισμό και άλλο πράγμα η κριτική σχέση, ο πολιτικός ανταγωνισμός, η «ορθολογική σύγκλιση των απόψεων».
Και δεν είναι μόνον αυτό. Στην Ελλάδα έχουμε μπερδέψει τις φήμες με τις πληροφορίες και τις ειδήσεις. Δεν είναι το ίδιο, έχουν τεράστια διαφορά. Πολλές φορές ορισμένοι δημοσιογράφοι και πολιτικοί τις μπερδεύουν ρέποντας προς ένα λάθος που επιτείνει την κρίση αξιοπιστίας.
Φαίνεται ότι στην Ελλάδα έχουμε φτάσει σε αυτό που έλεγε ο Χάξλεϊ. Δεχόμαστε δηλαδή ως τηλεθεατές ή αναγνώστες, ως κοινή γνώμη συνολικά, μια πλημμυρίδα πληροφοριών από την οποία δεν μπορούμε να βγάλουμε άκρη, να διακρίνουμε ποιο είναι το σημαντικό και ποιο δευτερεύον. Να καταλάβουμε την ουσία και να μην χανόμαστε στην πλημμυρίδα πληροφοριών που μας κατακλύζει. Ταυτοχρόνως, όμως, λόγω της εξάρτησης των μέσων ενημέρωσης στην Ελλάδα, φαίνεται ότι ισχύει και το ακριβώς αντίθετο, δηλαδή η διαπίστωση του Όργουελ για τον έλεγχο των πληροφοριών και της ενημέρωσης από την εξουσία: πολιτική, μιντιακή, οικονομική.
Ωστόσο, σύμφωνα με την γκραμσιανή προβληματική, τη οποία εξέφρασε με οξυδέρκεια ο Στιούαρτ Χολ, οι πολίτες δεν έχουν απολέσει τη δυνατότητα να αντιπαραθέσουν τη δική τους λογική στα «κείμενα» των μέσων. Άλλωστε το γενικευμένο πρόβλημα αξιοπιστίας των μέσων αποτελεί μάλλον ένδειξη αμφισβήτησης της ηγεμονικής τους λειτουργίας.
Για παράδειγμα η σχεδόν εχθρική στάση των μίντια δεν στάθηκε εμπόδιο στην εκλογική επικράτηση του ΣΥΡΙΖΑ. Σήμερα η πολεμική των μέσων ενημέρωσης τον πλήττει περισσότερο εξαιτίας της κυβερνητικής του θητείας και της συνακόλουθης απομυθοποίησής του, της αδυναμίας του, ορισμένες φορές, να δώσει πειστικές απαντήσεις σε δύσκολα ερωτήματα, καθώς και των αστοχιών της πολιτικής του για τα ίδια τα μέσα ενημέρωσης.
Τα τρία κοινά της τηλεόρασης
Έχει σημασία να αναδειχθεί η βασική θέση της προβληματικής που εκφράζει ο Στιούαρτ Χολ για τις τρεις κατηγορίες που συγκροτούν το κοινό ενός τηλεοπτικού σταθμού: η κυρίαρχη, που αποδέχεται ό,τι βλέπει, η αντίθετη, που διαφωνεί, και η ενδιάμεση, που αμφισβητεί και διαπραγματεύεται ό,τι βλέπει.
Leader γίνεται όχι όποιος έχει απήχηση μόνο στο πρώτο κοινό, αυτό δηλαδή που κατά βάση συμφωνεί με αυτά που βλέπει, αλλά όποιος έχει ισχυρό το δεύτερο, αυτούς που διαφωνούν με αυτά που βλέπουν, και το τρίτο κοινό, αυτούς που είναι διατεθειμένοι να διαπραγματευθούν γι’ αυτό που βλέπουν. Η αδυναμία του πολιτικού προσωπικού και αρκετών ανθρώπων των μίντια να κατανοήσουν αυτή τη θεμελιώδη προσέγγιση τους οδηγεί συχνά σε λανθασμένη αξιολόγηση της απήχησης και της επιρροής των μέσων ενημέρωσης. Η αδυναμία της ιστορικής Αριστεράς στον τομέα αυτόν είναι παροιμιώδης.
Τι θα κάνουμε με την GAFA;
Περίπου πριν από ένα μήνα, μια παρέμβαση του μεγαλοεπενδυτή Σόρος έθεσε ένα κρίσιμο ζήτημα της εποχής μας. Το ζήτημα του ελέγχου της κοινής γνώμης και της κοινωνικής συνείδησης από το Facebook και την Google. Ανεξαρτήτως προθέσεων, είναι καίρια η παρέμβασή του και οι ενδοαστικές αντιθέσεις ίσως αποδειχθούν και στην περίπτωση αυτή σημαντικές.
Αυστηρή κριτική στην τηλεόραση έγινε από τον Καρλ Πόπερ, ίσως τον πιο διακεκριμένο φιλελεύθερο διανοούμενο του 20ού αιώνα. Ο Πόπερ υποστήριζε ότι, όπως πηγαίνει, η τηλεόραση μπορεί να αποδειχθεί επικίνδυνη για τη δημοκρατία. Κάτι ανάλογο λέει και ο Σόρος σήμερα για το Facebook και την Google διαβλέποντας τον κίνδυνο ελέγχου της πληροφορίας. Αν και δεν συγκρίνεται ο Πόπερ με τον Σόρος, έχει την σημασία του το ότι αυτοί που επηρεάζουν τις εξελίξεις σε πλανητικό επίπεδο θέτουν θέμα ελέγχου της πληροφορίας και συζητούν το πρόβλημα για τον ρόλο της περιβόητης GAFA (Google, Amazon, Facebook, Apple).
Και είναι ευχής έργο το ότι η γαλλική κυβέρνηση ξεκίνησε και συνεχίζει τον «πόλεμο» με την Google και το Facebook κατηγορώντας τους δύο κολοσσούς για αθέμιτο ανταγωνισμό, ενώ την ίδια ώρα η Γαλλία διαθέτει το πιο προωθημένο σύστημα ενίσχυσης και στήριξης του Τύπου στην Ευρώπη.
Αυτό το μέτωπο είναι σημαντικό και θα το βρίσκουμε διαρκώς μπροστά μας τα επόμενα χρόνια είτε επειδή οι λεγόμενοι GAFA θα διαδραματίζουν δεσπόζοντα ρόλο στον έλεγχο της πληροφορίας είτε διότι θα απομυζούν ένα μεγάλο τμήμα της διαφημιστικής πίτας -πάνω από το 30% ήδη στην Ελλάδα- στερώντας πολύτιμους για την βιωσιμότητά του πόρους από το συνολικό σύστημα ενημέρωσης.
* Ο Σταύρος Καπάκος είναι δημοσιογράφος, γενικός γραμματέας του Δ.Σ. της ΕΣΗΕΑ
AVGI
AVGI
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου