Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 2025

Από το “Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία” στο “Περπατάτε, Παρακαλώ, Μη Στέκεστε”

 



Η παράλογη απαγόρευση παρουσιάζεται ως “προστασία”, λες και η Δημοκρατία χρειάζεται συνοδεία ασφαλείας για να αντέξει μια πορεία 2.000 ανθρώπων που θυμούνται την ίδια της τη γέννηση. Επίσημα, όλα “γίνονται για την ασφάλεια”.

του Αντώνη Μπατζιά

Σε μια χώρα που γιορτάζει την εξέγερση του ’73, η Δημοκρατία αποφασίζει να τιμήσει την επέτειο απαγορεύοντας… τη συγκέντρωση. Μια νίκη τόσο μεγάλη, ώστε 60 χρόνια μετά κατέληξε να φοβάται ακόμη τη σκιά της.

Η Πολιτεία εξηγεί ότι όλα γίνονται «για την ασφάλεια», λες και η Ελευθερία είναι εύφλεκτο υλικό που χρειάζεται ειδικό χειρισμό, συνοδευτικό σημείωμα και πυροσβεστήρα. Κι ο Άγνωστος Στρατιώτης, σύμβολο αγώνα για τα ιδανικά, μετατρέπεται σε μουσειακό αντικείμενο όπου απαγορεύεται η διαμαρτυρία αλλά επιτρέπεται απλόχερα το πέρασμα. Η ειρωνεία; Ζούμε τη Δημοκρατία που τόσο πολύ φοβάται τη Δημοκρατία.

Η Ελλάδα ζει το μεγαλύτερο πολιτικό της ανέκδοτο, αφού σύντομα θα γιορτάζει την ελευθερία, απαγορεύοντάς την. Την εξέγερση με αστυνομικά μέτρα. Τιμά την Ιστορία εμποδίζοντας την επανάληψή της, όχι γιατί φοβάται την καταστολή, αλλά γιατί φοβάται τη φωνή.

 Ο χώρος που απελευθέρωσε και τώρα απαγορεύει

Η Ελλάδα έχει αυτή την παράξενη ικανότητα να θεραπεύει το παρελθόν της αφαιρώντας του την ουσία. Η χώρα που έριξε τη χούντα 60 χρόνια μετά φοβάται μια ουρά πορείας· όχι μια εξέγερση, όχι χιλιάδες ανθρώπους, απλώς μια ουρά. Ο χώρος του Άγνωστου Στρατιώτη, αυτό το μνημείο που κάποτε στάθηκε σύμβολο θυσίας και ελευθερίας, μετατρέπεται σε “αποστειρωμένη ζώνη”. Στην πράξη σημαίνει ότι επιτρέπεται να τον φωτογραφίζεις, αρκεί να μη σκέφτεσαι. Επιτρέπεται να στέκεσαι μπροστά του με τσάντες από το Μοναστηράκι, όχι όμως με ένα λουλούδι. Μια Νίκη που έφερε τη Νεκροφάνεια

Γιατί, στη σύγχρονη Ελλάδα, η μνήμη είναι επικίνδυνη μόνο όταν κινείται. Στατική, στα πλαίσια ενός Instagram feed, είναι τέλεια. Γραφική, αθώα, τουριστική. Αλλά μόλις αποκτήσει πόδια, φωνή ή στόμα, μετατρέπεται αυτομάτως σε απειλή για τη “δημόσια τάξη”. Στον χώρο που χτίστηκε για να θυμίζει τη θυσία για την Ελευθερία, σήμερα η πιο ελεύθερη κίνηση που επιτρέπεται είναι οι τουριστικές σέλφι. Το κράτος εμπιστεύεται τον τουρίστα να βγάλει φωτογραφία αλλά όχι τον πολίτη να μιλήσει. Κι όταν το κράτος σε εμπιστεύεται μόνο χωρίς φωνή, ξέρεις πολύ καλά τι φοβάται. Μήπως την αποκτήσεις.

Η παράλογη απαγόρευση παρουσιάζεται ως “προστασία”, λες και η Δημοκρατία χρειάζεται συνοδεία ασφαλείας για να αντέξει μια πορεία 2.000 ανθρώπων που θυμούνται την ίδια της τη γέννηση. Επίσημα, όλα “γίνονται για την ασφάλεια”. Ανεπίσημα, όλα γίνονται για την εικόνα. Για να μη φανεί πως υπάρχει ακόμη κόσμος που πιστεύει σε κάτι περισσότερο από την ηρεμία του Σαββατόβραδου στο Σύνταγμα. Η Δημοκρατία φυλάει τον εαυτό της από… τους δημοκρατικούς, με τον ίδιο τρόπο που οι εταιρείες φυλάνε την “εταιρική τους εικόνα” απ’ όσους δουλεύουν πραγματικά μέσα σε αυτές.

Φυσικά, τα μέσα ενημέρωσης παίζουν την παρτιτούρα τους με ακρίβεια. Το μήνυμα είναι σαφές και επαναλαμβανόμενο: «Μην ανησυχείτε, δεν υπάρχει πρόβλημα. Απλά οι πολίτες δεν πρέπει να πλησιάσουν πολύ τη Δημοκρατία γιατί μπορεί να εκνευριστεί». Τα δελτία ειδήσεων υπενθυμίζουν διαρκώς πόσο “επισφαλείς” είναι οι συγκεντρώσεις, πόσο “εύκολα ξεφεύγουν”, πόσο “υπονομεύουν την ομαλότητα”. Δεν είναι προπαγάνδα, είναι καθημερινή συνήθεια. Εκεί όπου κάποτε τα media ήταν παράγοντες ενημέρωσης, σήμερα λειτουργούν σαν ακριβοπληρωμένοι διερμηνείς των εντολών της εξουσίας: μεταφράζουν την καταστολή σε “ευθύνη”, την απαγόρευση σε “πρόληψη” και την υποχρεωτική υπακοή σε “κοινωνική ωριμότητα”.

Η Εκπαίδευση στην υπακοή

Κι έτσι, ο χώρος που κάποτε απελευθέρωσε, σήμερα απαγορεύει. Μια Δημοκρατία που μοιάζει πιο πολύ με νεκροφάνεια παρά με ζωντανό πολίτευμα. Όλα όμορφα, καθαρά, κλειδωμένα. Σαν μουσείο που ανοίγει μόνο για ξεναγήσεις και κλείνει μόλις πας να ρωτήσεις “γιατί”. Υπάρχει μια νέα τάξη πραγμάτων στην Ελλάδα όπου το κράτος δεν απαγορεύει. Εκπαιδεύει. Η απαγόρευση είναι παλιά, χοντροκομμένη λέξη. Η “εκπαίδευση” όμως; Δουλεύει καλύτερα. Είναι πιο κομψή, πιο πολιτισμένη. Θυμίζει λιγότερο χούντα και περισσότερο γονεϊκό manual. Μη φωνάζεις, μη τρέχεις, μη στέκεσαι. Έτσι εκπαιδεύεις ένα παιδί. Ή έναν πολίτη.

Στη νέα αυτή γλωσσική ανανέωση, η διαμαρτυρία γίνεται “πρόβλημα κυκλοφορίας”. Η πορεία “τροχοπέδη της πόλης”. Η μνήμη “πηγή έντασης” κι ο πολίτης γίνεται “εν δυνάμει απειλή”. Δεν είναι ότι δε μπορείς να εκφραστείς, απλώς δεν πρέπει να ενοχλείς. Όσο η Δημοκρατία παραμένει διακοσμητική, όλα πάνε καλά.

Το κράτος έχει μάθει να σε προστατεύει από την ίδια σου τη φωνή. Κάποτε σου έλεγαν «σκάσε». Τώρα σου λένε «περπάτα συνεχώς».

Από το ραδιόφωνο του Πολυτεχνείου, στα μεγάφωνα της ΕΛ.ΑΣ.:

«Περπατάτε συνεχώς, μην στέκεστε.»

Αν δεν υπήρχε το αστυνομικό κορδόνι, θα μπορούσε να είναι σλόγκαν από γραφείο marketing, κάτι ανάμεσα σε lifestyle συμβουλή και οδηγία πολιτικής προστασίας.

Έτσι, η ιστορία γίνεται “οπτικό ντεκόρ” που επιτρέπεται να τη φωτογραφίζεις και να την έχεις φόντο στο AirBnB, αρκεί να μη συμμετέχεις σε αυτήν. Είναι ασφαλές να μιλάς για το Πολυτεχνείο, όχι να μιμείσαι το Πολυτεχνείο. Είναι αποδεκτό να τιμάς τους νεκρούς, όχι να κάνεις το λάθος να ζητήσεις κάτι που να θυμίζει τα ιδανικά τους.

Στην Ελλάδα του σήμερα, η μνήμη επιτρέπεται μόνο όταν είναι ακίνδυνη. Εξ ου και τα media επαναλαμβάνουν καθημερινά πως “η κοινωνία ωρίμασε”, λες κι η ωριμότητα σημαίνει να μην απαιτείς ποτέ τίποτα. Ή, ακόμα χειρότερα, λες κι η ωριμότητα είναι να μην θυμάσαι.

Η γενιά που σώθηκε, μα δεν μπορεί να σταθεί

Το πιο σπαρακτικό στοιχείο αυτής της ιστορίας δεν βρίσκεται ούτε στις κορδέλες ούτε στα ΜΑΤ. Βρίσκεται στα πρόσωπα των ανθρώπων που έζησαν το Πολυτεχνείο, που κινδύνευσαν πραγματικά, που βγήκαν στον δρόμο όταν όντως είχε κόστος, και σήμερα βλέπουν μια κορδέλα να τους απαγορεύει να πλησιάσουν τον χώρο που κάποτε τους δικαίωσε. Τότε έριχναν καθεστώτα, τώρα τους σταματάει ένα μέτρο κορδέλα. Είναι σαν να σου λέει η ίδια σου η χώρα: “Σε ευχαριστώ για ό,τι έκανες, αλλά τώρα κάν’ το λίγο πιο ήσυχα”.

 Μνημεία που κάποτε φώναζαν, τώρα ψιθυρίζουν “απαγορεύεται”. Η γενιά που πάλεψε για δρόμους ελεύθερους βλέπει σήμερα τους δρόμους να ανοίγουν μόνο για τουριστικά γκρουπ και influencers. Η ίδια χώρα που κάποτε έβραζε από ζωή, σήμερα προτιμά την ησυχία. Την ησυχία των ΜΑΤ, την ησυχία των media, την ησυχία των “εορτασμών χωρίς επεισόδια”. Σαν να είναι το δικαίωμα στη φωνή ένα είδος κοινωνικής ρύπανσης.

Ποια Δημοκρατία κινδυνεύει από μια πορεία; Αυτή που έχει ξεχάσει τη σημασία της.

Η Ελλάδα έχει γίνει ειδική στη μετατροπή των συμβόλων της σε καρτ-ποστάλ. Το Πολυτεχνείο δεν είναι πια εξέγερση, είναι επέτειος. Ο Άγνωστος Στρατιώτης δεν είναι χώρος μνήμης, είναι φόντο για stories. Όσο άσχετα κι αν μοιάζουν μεταξύ τους, δείχνουν ξεκάθαρα πως η ιστορία δεν είναι πλέον οδηγός, είναι ντεκόρ.

Κι έτσι, 60 χρόνια μετά, η Νίκη επιβιώνει, αλλά η Ελευθερία όχι πάντα.

Κουτί Πανδώρας



Σάββατο 8 Νοεμβρίου 2025

Γιατί τόσο μίσος η ακροδεξιά με τους δασκάλους των παιδιών μας


 

Από τις κραυγές της Λατινοπούλου και του Τζήμερου μέχρι τις “καταγγελίες” του Βελόπουλου, οι ακροδεξιές ρητορικές επιτίθενται σε όσους μαθαίνουν στα παιδιά να σκέφτονται.

του Χρήστου Κάτσικα

Τα τελευταία χρόνια, το ελληνικό σχολείο βρίσκεται στο επίκεντρο μιας πρωτοφανούς ρητορικής στοχοποίησης. Πολιτικά πρόσωπα με ακροδεξιό λόγο — η Αφροδίτη Λατινοπούλου, ο Θάνος Τζήμερος, ο Κυριάκος Βελόπουλος — επιτίθενται δημόσια σε εκπαιδευτικούς, με ύβρεις που άλλοτε βαφτίζονται «πατριωτική αγανάκτηση» κι άλλοτε «λογική αντίδραση».

Η Λατινοπούλου μίλησε για «σκουπίδια» που πρέπει να «καθαριστούν από τα σχολεία» επειδή δήθεν δεν τιμούν τη σημαία («Όσοι και να ήταν, θα έπρεπε να απολυθούν. Σκούπα σε αυτά τα “σκουπίδια” που δεν σέβονται τη σημαία μας»)·

Ο Τζήμερος χαρακτήρισε τους συνδικαλιστές της εκπαίδευσης «αγράμματους σταλίνες» και «τεμπελχανάδες» («στα σχολεία υπάρχει η μεγαλύτερη συνδικαλιστική σαπίλα… αγράμματοι σταλίνες τεμπελχανάδες» ).

Ο Κυριάκος Βελόπουλος – έστω και χωρίς άμεση στοχοποίηση μόνο των εκπαιδευτικών – συμμετέχει σε μια ρητορική που απαξιώνει τα συνδικαλιστικά κινήματα (“Αν ήμαστε σοβαρή χώρα θα λέγαμε καταργούμε αυτά τα “ΕΛΜΕ” των δασκάλων. Θα είναι δάσκαλοι, θα πληρώνονται από το Δημόσιο και τέρμα αυτά που ξέρανε”)

Πίσω από τον κοινό παρονομαστή του μίσους, ωστόσο, δεν υπάρχει απλώς ρητορική υπερβολή — υπάρχει πολιτική στόχευση.

Τα χαρακτηριστικά της γλώσσας

Η γλώσσα που χρησιμοποιείται περιέχει:

  • Μεταφορές απολυτήριου χαρακτη­ρισμού («σκουπίδια», «σαπίλα»)
  • Μαζικοποίηση και αποκατάσταση «εχθρού» (εκπαιδευτικοί/συνδικαλιστές ως συλλογική ομάδα προς στοχοποίηση)
  • Εθνικιστικά/πατριωτικά φορτία («η σημαία», «η εθνική εορτή», «το έθνος»)
  • Ταύτιση με «καθαρότητα», «τάξη», και αντίθεσή της στην «αναρχία», στην «τεμπελιά», στην «αχρηστία».

Ο πολιτικός επιστήμονας Κώστας Θ., που ερευνά τη ρητορική του λαϊκισμού στην εκπαίδευση, εξηγεί:

«Ο χαρακτηρισμός “σκουπίδια” ή “σαπίλα” αποανθρωποποιεί τον εκπαιδευτικό. Από τη στιγμή που ο άλλος παύει να είναι πολίτης με δικαιώματα και γίνεται “εχθρός του έθνους”, κάθε μορφή αυταρχισμού φαίνεται νομιμοποιημένη. Είναι το ίδιο γλωσσικό μοτίβο που προηγήθηκε πολιτικών διώξεων ή διχασμών σε άλλες εποχές».

Ο εκπαιδευτικός Γιώργος Καββαδίας σχολιάζει:
«Η στοχοποίηση του συνδικαλισμού των εκπαιδευτικών δεν είναι τυχαία. Οι ΕΛΜΕ, οι ΣΕΠΕ, οι συλλογικές οργανώσεις, είναι θεσμοί δημοκρατίας. Όποιος ζητά την κατάργησή τους, στην ουσία επιδιώκει να σιγήσει η φωνή των δασκάλων.»

Η εκπαιδευτικός Μαρία Πρίμη επισημαίνει : “Η λέξη «τεμπέλης» είναι επίσης συμβολική. Υπονοεί ότι ο εκπαιδευτικός «ζει εις βάρος των άλλων», άρα ο συνδικαλισμός του είναι παρασιτικός. Πρόκειται για μια παλιά συνταγή: πρώτα απαξιώνεις, μετά αποδυναμώνεις”.

Οι φωνές της τάξης

Η πιο εύγλωττη απάντηση όμως δεν δίνεται στα τηλεοπτικά πάνελ, αλλά μέσα στις αίθουσες.

«Όταν με λένε τεμπέλη, γελάω. Αν ήξεραν πόσες ώρες διαβάζουμε στο σπίτι για να στηρίξουμε ένα παιδί με μαθησιακές δυσκολίες…» λέει ο Νίκος Γαλάνης, εκπαιδευτικός σε Γυμνάσιο της Αθήνας. Και συμπληρώνει:
«Το πρόβλημα δεν είναι οι λέξεις τους, είναι η πρόθεση να κάνουν τον εκπαιδευτικό αποδιοπομπαίο τράγο για όλα: από τη βία στα σχολεία ως την κρίση των αξιών. Κι αυτό είναι επικίνδυνο».

Η Αγγελική Φ., καθηγήτρια φυσικής, επισημαίνει: «Προσπαθώ να διδάξω στα παιδιά τον επιστημονικό τρόπο σκέψης. Όταν πολιτικοί μας λένε “εθνομηδενιστές” επειδή δεν αναπαράγουμε μύθους, το μήνυμα που περνά είναι ότι η γνώση πρέπει να υπακούει στην ιδεολογία. Αυτή είναι η αρχή του σκοταδισμού.»

Οι «ενοχλητικοί» του συστήματος

Η σχολική αίθουσα παραμένει ένας από τους ελάχιστους δημόσιους χώρους όπου η κριτική σκέψη έχει ακόμη δικαίωμα ύπαρξης. Ο δάσκαλος, η φιλόλογος, ο μαθηματικός που μιλούν για ισότητα, για συλλογική δράση, για δημοκρατία, για σεβασμό στη διαφορετικότητα, δεν λειτουργούν απλώς ως μεταδότες γνώσης — είναι οι μικροί φύλακες της δημοκρατίας.

«Μας θέλουν υπαλλήλους χωρίς άποψη. Αντιλαμβάνονται το σχολείο σαν στρατώνα και τους εκπαιδευτικούς σαν φρουρούς του “εθνικού ήθους”», λέει ο Χρίστος Σ., καθηγητής Πληροφορικής σε Λύκειο της Νότιας Αθήνας. «Όταν μιλάς στα παιδιά για κοινωνικά δικαιώματα ή για περιβαλλοντική δικαιοσύνη, ακούς μετά ότι κάνεις “ιδεολογία”. Μα αυτός είναι ο ρόλος της Παιδείας — να σε κάνει να σκέφτεσαι!»

Η στοχοποίηση των εκπαιδευτικών δεν είναι τυχαία. Στον λόγο των ακροδεξιών πολιτικών, το σχολείο γίνεται το νέο πεδίο μάχης ταυτότητας. Εκεί παίζεται το ποιος “διαμορφώνει” τον νέο Έλληνα: ο ανοιχτός και δημιουργικός δάσκαλος ή ο αυστηρός «πατριώτης» που δεν σηκώνει αμφισβήτηση.

Γιατί στρέφονται εναντίον των εκπαιδευτικών

Ας δούμε μερικούς βασικούς λόγους — διεισδυτικά και με ερευνητικό βλέμμα — για τους οποίους η εκπαιδευτική κοινότητα γίνεται υποδοχέας τέτοιας στοχοποίησης από ακροδεξιούς πολιτικούς:

Α. Το σχολείο ως χώρος διαμόρφωσης συνείδησης
Το σχολείο δεν είναι απλώς μηχανισμός μετάδοσης γνώσης· είναι πεδίο όπου διαμορφώνονται αξίες, πολιτισμός, κοινωνικές στάσεις. Οι εκπαιδευτικοί και οι συνδικαλιστές εκπροσωπούν ένα δυναμικό που μπορεί να προάγει κριτική σκέψη, δημοκρατικές πρακτικές, συλλογικότητα. Για πολιτικές δυνάμεις που επιδιώκουν εθνικιστική, απολυταρχική ή ιεραρχική αντίληψη, αυτός ο ρόλος είναι απειλητικός.

Β. Ο συνδικαλισμός ως αντίβαρο στην εξουσία
Οι εκπαιδευτικές οργανώσεις ζητούν δικαιώματα, καλύτερες συνθήκες, δημόσια επένδυση — αυτό συγκρούεται με λογικές λιτότητας, απορύθμισης της εργασίας ή ιδιωτικοποίησης. Έτσι, η ρητορική «τεμπέληδων», «γραβατοφόρων» συνδικαλιστών λειτουργεί ως εργαλείο απαξίωσης της συλλογικής δράσης.

Γ. Η εκπαίδευση ως πεδίο ιδεολογιών
Σε εποχές κρίσης, ο δημόσιος σχολικός χώρος γίνεται πεδίο σύγκρουσης για το ποια θα είναι η ταυτότητα του «έθνους», της «πατρίδας», της «κουλτούρας». Καμία έκπληξη ότι ακροδεξιοί πολιτικοί στρέφονται εναντίον όσων υποτίθεται «υποσκάπτουν» την εθνική ταυτότητα – όπως μέσω διδασκαλίας «διαφορετικότητας», «κατάργησης εθνικών γιορτών», κ.λπ. Η δηλωμένη αντίθεση της Λατινοπούλου σε εκπαιδευτικούς που λένε ότι «πρέπει να καταργηθούν οι εθνικές εορτές» το αποδεικνύει.

Δ. Η ανάγκη για «εχθρό» στην πολιτική ρητορική
Οι πολιτικές δυνάμεις χρειάζονται εχθρούς — πεδία όπου θα εμφανιστούν ως «προστάτες» της τάξης και της κανονικότητας. Το εκπαιδευτικό σώμα, οι συνδικαλιστές και ο δημόσιος εκπαιδευτικός θεσμός γίνονται εύκολα στόχος: όταν χαρακτηρίζονται ως «τεμπέληδες», «αγράμματοι», «αντεθνικοί», τότε η υπόλοιπη κοινωνία καλείται να ταχθεί υπέρ της «τάξης» – «εμείς εναντίον αυτών». Έτσι εξηγείται η ένταση του λόγου.

Αντιπαράθεση

Η στοχοποίηση των εκπαιδευτικών από ακροδεξιές πολιτικές ρητορικές δεν είναι απλώς «κακή φράση». Αντιπροσωπεύει μια συνδυασμένη επίθεση: στον δημόσιο χαρακτήρα της εκπαίδευσης, στην συλλογική δράση, στην ίδια τη δημοκρατική παιδεία.

Είναι σαφές ότι η παιδαγωγική δεν λειτουργεί σε ερημική σφαίρα· είναι βαθιά πολιτική και κοινωνική. Η δομή του σχολείου, η αξιολόγηση, η συλλογική εκπαιδευτική δράση — όλα είναι μέρος ενός ευρύτερου πλαισίου όπου διακυβεύονται αξίες. Η ρητορική που απαξιώνει το σχολείο και τους εκπαιδευτικούς δεν πρέπει να αποτελεί παθητικό φόντο. Πρέπει να αντιμετωπιστεί με γνώση, συλλογικότητα και αισιοδοξία — για το μέλλον της εκπαίδευσης και της κοινωνίας.

Όσο θα υπάρχουν δάσκαλοι που υψώνουν τη φωνή τους με αξιοπρέπεια, το σκοτάδι θα υποχωρεί — όχι επειδή το καταγγέλλουν μόνο, αλλά γιατί το διαψεύδουν κάθε μέρα μέσα στην τάξη.

Το διδακτικό και παιδαγωγικό έργο των εκπαιδευτικών δεν υπόκειται σε εκβιασμούς, δεν επηρεάζεται από τη μισαλλοδοξία, τη βία του ρατσισμού και την ξενοφοβία που επιχειρούν να εγκαταστήσουν στον αξιακό κώδικα της ελληνικής κοινωνίας οι εντολοδόχοι του μίσους.

Πηγή: alfavita.gr