Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2025

Πού γεννήθηκες και γιατί γεννήθηκες;

 


«Όταν οι νάνοι ρίχνουν μακριές σκιές, πάει να πει ότι ο ήλιος είναι χαμηλά».

του Νίκου Παπαδογιάννη

Mια φορά κι έναν καιρό, όχι πολύ παλιά, ταξιδεύαμε προς το Ισραήλ για περιγραφή αγώνα μπάσκετ και δεν μας επέτρεπαν να μπούμε στο αεροπλάνο, αν δεν απαγγέλλαμε απνευστί τη δωδεκάδα της Μακάμπι: νούμερο 4 Σιμς, νούμερο 5 Ντάνιελ και ούτω καθ’ εξής.

Όποιον δημοσιογράφο κόμπιαζε τον οδηγούσαν το δωματιάκι για ανάκριση. Πού γεννήθηκες και γιατί γεννήθηκες; Με ποιο θράσος επισκέφτεσαι τη γη των προγόνων μας και πότε με το καλό θα ξεκουμπιστείς;

Στην επιστροφή, τα πράγματα ήταν πολύ πιο απλά. Σε έμπαζαν στο αεροπλάνο μετά από ενδελεχή έλεγχο των αποσκευών και πανηγύριζαν που έβλεπαν την πλάτη σου, όπως Αμερική.

Άλλο τόσο πανηγύριζες εσύ, που έβλεπες τους ουρανοξύστες της παραλιακής του Τελ Αβίβ (και τα παλιά χαμόσπιτα στο άλλοτε παλαιστινιακό ψαροχώρι της Γιάφα) στο καθρεφτάκι σου.

Για ένα τρίποντο του Ντορόν Τζάμσι και του Μίκυ Μπέρκοβιτς σου έφευγε η ψυχή. Και γέμιζαν τα μάτια σου με θεόρατα κουμπούρια, σαν να βρισκόσουν στην Κρήτη.

Η πτήση με τους απελαθέντες του στολίσκου Sumud ξεκίνησε από το Ισραήλ γύρω στις 3 το μεσημέρι και κατέφτασε στην Αθήνα γύρω στις 5 το απόγευμα. Στο «Ελ. Βενιζέλος» υποδέχθηκαν τους 160-165 ακτιβιστές εκατοντάδες πολίτες, με συνθήματα και πανό υπέρ της Παλαιστίνης.

Και δεν ήταν δα όλοι οι συγκεντρωμένοι συγγενείς και προσωπικοί φίλοι. Δεκάδες άλλοι επιβάτες των πλοιαρίων που μετέφεραν ανθρωπιστική βοήθεια έμειναν πίσω, στα κελιά του ισραηλινού κράτους, αφού αρνήθηκαν να υπογράψουν δήλωση μετανοίας.

Οι όποιες κάμερες και τα όποια μικρόφωνα στράφηκαν στον διασώστηΙάσονα Αποστολόπουλου, το πλέον αναγνωρίσιμο πρόσωπο ανάμεσα στους 27 Έλληνες, και ιδίως στην Γκρέτα Τούνμπεργκ, που στα 22 της μετράει περισσότερα χιλιόμετρα δράσης και αντίστασης απ’ όλους εμάς μαζί.


Επαναπατρισμός για τους 27 Έλληνες και τους ξένους ακτιβιστές που συνελήφθησαν από το Ισραήλ στην προσπάθειά τους να φτάσουν στη Γάζα μαζί με τα υπόλοιπα μέλη του στολίσκου Global Sumud Flotilla, στο αεροδρόμιο “Ελευθέριος Βενιζέλος”, Δευτέρα 6 Οκτωβρίου 2025. Οι Έλληνες κρατούνταν από τις ισραηλινές αρχές σε φυλακές στην έρημο Νεγκέβ και η επιστροφή τους στην Αθήνα, πραγματοποιήθηκε από το αεροδρόμιο του Εϊλάτ. Είχε προηγηθεί επικοινωνία μεταξύ του υπουργείο Εξωτερικών και της πρεσβείας της Ελλάδας στο Τελ Αβίβ για να διεκπεραιωθούν οι διαδικασίες επαναπατρισμού, ενώ η Αθήνα είχε προχωρήσει την Παρασκευή σε έντονο διάβημα προς το Ισραήλ, ζητώντας την επιτάχυνση των ενεργειών για την αποφυλάκιση και τον επαναπατρισμό των Ελλήνων. (ΤΑΤΙAΝΑ ΜΠΟΛΑΡΗ/EUROKINISSI)

Όποιος βέβαια θέλησε να πληροφορηθεί από τα χείλη των παθόντων τι ακριβώς συνέβη στο τριήμερο της κράτησης έμεινε με την όρεξη. Στα δελτία και στις εκπομπές της κρατικής τηλεόρασης τις ώρες αμέσως μετά την άφιξη, η Γκρέτα αγνοήθηκε επιδεικτικά. Δεν μεταδόθηκε ούτε ένα τοσοδούλι δευτερόλεπτο από τον φλογερό μονόλογό της.


Επαναπατρισμός για τους 27 Έλληνες και τους ξένους ακτιβιστές που συνελήφθησαν από το Ισραήλ στην προσπάθειά τους να φτάσουν στη Γάζα μαζί με τα υπόλοιπα μέλη του στολίσκου Global Sumud Flotilla, στο αεροδρόμιο “Ελευθέριος Βενιζέλος”, Δευτέρα 6 Οκτωβρίου 2025. Οι Έλληνες κρατούνταν από τις ισραηλινές αρχές σε φυλακές στην έρημο Νεγκέβ και η επιστροφή τους στην Αθήνα, πραγματοποιήθηκε από το αεροδρόμιο του Εϊλάτ. Είχε προηγηθεί επικοινωνία μεταξύ του υπουργείο Εξωτερικών και της πρεσβείας της Ελλάδας στο Τελ Αβίβ για να διεκπεραιωθούν οι διαδικασίες επαναπατρισμού, ενώ η Αθήνα είχε προχωρήσει την Παρασκευή σε έντονο διάβημα προς το Ισραήλ, ζητώντας την επιτάχυνση των ενεργειών για την αποφυλάκιση και τον επαναπατρισμό των Ελλήνων. (ΤΑΤΙAΝΑ ΜΠΟΛΑΡΗ/EUROKINISSI)

Αντιθέτως, προβλήθηκε ξανά και ξανά η …αποκλειστική συνέντευξη της εκπροσώπου της κυβέρνησης Νετανιάχου στην απεσταλμένη της ΕΡΤ, λες και ήταν αυτή η είδηση της ημέρας.

Στα ακόμη πιο ψιλά πέρασαν οι λαοθάλασσες που ξεχύθηκαν στους δρόμους της Δύσης για να διαδηλώσουν ενάντια στη γενοκτονία, ακόμα και σε χώρες που (όπως οι ΗΠΑ και η Ολλανδία) έχουν αλλεργία στην κουλτούρα της διαδήλωσης. Όλα κι όλα, για τα τους νοικοκυραίους της Ελλάδας προηγείται η φυτευτή ντουντούκα του Νετανιάχου.

Η Γκρέτα Τούνμπεργκ; Ας πάει στη Σουηδία να τα πει αυτά τα κομμουνιστικά. Πρώτα, όμως, να πληρώσει τον λογαριασμό για την κηροζίνη που κάψαμε για το χατίρι της και για την τυρόπιτα που καταβρόχθισε μόλις πάτησε το πόδι της στο αεροδρόμιο της Αθήνας.


Swedish activist Greta Thunberg arrives at the Eleftherios Venizelos International Airport in Athens, Monday, Oct. 6, 2025 after being deported from Israel for taking part in a Gaza-bound aid flotilla. (AP Photo/Petros Giannakouris)

«Εύλογο», χαρακτήρισε ο Έλλην κυβερνητικός εκπρόσωπος το ερώτημα (διατυπωμένο από δημοσιογράφο της ΕΡΤ) «μήπως πρέπει να πληρώσουν τα έξοδα του επαναπατρισμού οι ίδιοι οι συλληφθέντες». Ε, δεν είναι δα και Γλυκερίες, για να ταξιδεύουν τζάμπα με C-130 της Πολεμικής Αεροπορίας.

Ανάμεσα στους εκατοντάδες ακτιβιστές που συνελήφθησαν σε διεθνή ύδατα και κρατούνται πίσω στο Ισραήλ συγκαταλέγονται ο εγγονός του Νέλσον Μαντέλα και η Αγγλίδα δημοσιογράφος Υβόν Ρίντλεϊ, της οποίας το εκπληκτικό βιβλίο «Στα Χέρια των Ταλιμπάν» (2001) κοσμεί τη βιβλιοθήκη μου.

Η παρακάτω αφήγηση ανήκει στον Ιταλό δημοσιογράφο Λορέντσο Ντ’ Αγκοστίνο, ο οποίος πρέπει να επέβαινε στο αεροπλάνο που προσγειώθηκε χθες στην Αθήνα. Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Il Manifesto και είναι μεταφρασμένο από την Κατερίνα Τσαποπούλου στο Facebook:

«Μας εντόπισαν στις 1:58 τα ξημερώματα της Πέμπτης. Στη βάρκα μου, τη Hio, που συμμετείχε στην αποστολή της Global Sumud Flotilla, επιβιβάστηκαν πέντε Ισραηλινοί στρατιώτες με τα αυτόματα όπλα στραμμένα επάνω μας και τους δείκτες λέιζερ να μας σημαδεύουν. Έναν ακριβώς μήνα μετά την αναχώρηση από τη Βαρκελώνη.

Επάνω στο πλοίο οι στρατιώτες μας επέτρεψαν να πάμε στην τουαλέτα, να φάμε, να πιούμε και να καπνίσουμε. Οδήγησαν τη βάρκα προς το λιμάνι του Άσντοντ. Μείναμε δεμένοι στην προβλήτα για δυο ώρες περίπου.

Πριν μας αφήσουν να κατέβουμε, ένας στρατιώτης θέλησε να μιλήσει με τον καπετάνιο μας “My friend, my friend, listen to me, questa ti piacerà: quando i nani proiettano ombre lunghe vuol dire che il sole è basso” («Φίλε μου, φίλε μου, άκουσέ με, αυτό θα σου αρέσει: όταν οι νάνοι ρίχνουν μακριές σκιές σημαίνει ότι ο ήλιος είναι χαμηλά»). Αυτή ήταν η τελευταία του φράση.

Κατεβαίνοντας, άκουσα κάποιον από τις άλλες βάρκες της αποστολής να φωνάζει ότι η αστυνομία θα είναι χειρότερη. Πάτησα το πόδι μου στη στεριά και πριν καν το καταλάβω, ένας αστυνομικός μου έπιασε το χέρι και το γύρισε πίσω από την πλάτη μου, όσο πιο δυνατά μπορούσε. Έπειτα μας έβαλαν να καθίσουμε στο πάτωμα, πάνω σε μια τσιμεντένια επιφάνεια.

Εκεί συγκέντρωσαν όλους. Λίγο πριν από εμένα είχε κατέβει η Γκρέτα Τούνμπεργκ. Ένα κορίτσι είκοσι δύο ετών, μια θαρραλέα γυναίκα. Την τύλιξαν με την ισραηλινή σημαία, σαν να ήταν λάφυρο πολέμου. Την έβαλαν να καθίσει σε μια γωνία, ένας αστυνομικός της έλεγε ότι εκεί ήταν ένα “special place for a special girl”. Άλλοι την περικύκλωσαν και έβγαζαν σέλφι με τη Γκρέτα παγιδευμένη μέσα στη σημαία.

Έπειτα ξέσπασαν πάνω σε ένα άλλο κορίτσι, τη Χανάν. Την ανάγκασαν να καθίσει μπροστά στην ισραηλινή σημαία για να την κοιτάζει. Κλοτσούσαν ανθρώπους, μας διέταζαν να σκύβουμε τα κεφάλια και να κοιτάμε κάτω, όποιος σήκωνε το βλέμμα τον έβαζαν στα γόνατα. Ένας ηλικιωμένος ακτιβιστής ούρησε πάνω της.

Κάθε αντικείμενο που θύμιζε την Παλαιστίνη το έπαιρναν, το πέταγαν στο έδαφος και το πατούσαν. Έσκισαν σε όλους τα βραχιολάκια από τους καρπούς. Μια κοπέλα την έσυραν στο πάτωμα επειδή το βραχιολάκι δεν έσπαγε. Και δεν ήταν καν η παλαιστινιακή σημαία, ήταν της Σομαλίας.

Έμεινα πάνω στο τσιμέντο δυο ώρες, άλλοι για πέντε ή έξι. Ζήτησαν τα διαβατήρια των Ιταλών και μας έβαλαν να περάσουμε από τον έλεγχο μετανάστευσης. Εκεί μου άνοιξαν το σακίδιο, και ό,τι θύμιζε την Παλαιστίνη το έπαιρναν και το πέταγαν στα σκουπίδια.

Στην τσάντα μου βρήκαν και ένα αντίγραφο του Κορανίου και τρελάθηκαν, σαν να είχαν πάθει βραχυκύκλωμα. Πίστεψαν ότι είμαι μουσουλμάνος και για δύο ώρες κάθε αστυνομικός που περνούσε από μπροστά μου με χλεύαζε.

Στο νεσεσέρ βρήκαν ροζ μωρομάντηλα και μου είπαν “είσαι γυναίκα“. Γελούσαν και χτυπούσαν ο ένας τον άλλο στην πλάτη. Μετά τον έλεγχο των συνόρων μας έβαλαν να γδυθούμε, αφήνοντάς μας μόνο με τα εσώρουχα. Περάσαμε δύο ανακρίσεις, μόνο στη μία υπήρχε παρούσα μια δικηγόρος. Μας ρώτησαν αν θέλαμε να απελαθούμε, και στο τέλος η ανακοίνωση ήταν ότι πάμε φυλακή. Εκεί έφτασε ο Ιταμάρ Μπεν Γκβιρ, υπουργός εθνικής ασφάλειας του Ισραήλ.

Μας περίμενε στο Ασντόντ για να βεβαιωθεί ότι θα μας μεταχειριστούν σαν τρομοκράτες, επειδή πίστευε πως είμαστε. Μας το ούρλιαξε, ότι είμαστε τρομοκράτες. Τον είχα ακριβώς μπροστά μου. Μπροστά του οι Ισραηλινοί αστυνομικοί θέλησαν να δείξουν τη σκληρότητά τους. Μας έδεσαν τα μάτια και μας έβαλαν tie wraps στους καρπούς, πολύ σφιχτά.

Μας έβαλαν σε ένα θωρακισμένο όχημα, φορώντας μόνο ένα λεπτό μπλουζάκι, με τον κλιματισμό στο μέγιστο, έκανε πολύ κρύο. Μαζί μας υπήρχε ένας Σκωτσέζος, που κατάφερε να λυθεί και με τη βοήθεια ενός Ιταλού, του Μάρκο, χαλάρωσαν τα δεσμά όλων.

Όταν είδαμε τους συντρόφους να κατεβαίνουν από τα άλλα οχήματα, είχαν τα χέρια τους μελανιασμένα. Κάποιοι φορούσαν τις πλαστικές χειροπέδες από την ώρα της σύλληψης και ταξίδεψαν έτσι ως τη φυλακή, από τις δύο το πρωί ως τις τέσσερις το απόγευμα…

Την πρώτη νύχτα δεν μας άφησαν να κοιμηθούμε, ερχόντουσαν και μας ξυπνούσαν ή έβαζαν τα μεγάφωνα στη διαπασών. Τη δεύτερη νύχτα μας μετέφεραν σε άλλα κελιά. Δεν μας έδωσαν ποτέ εμφιαλωμένο νερό, υπήρχε μόνο το νερό της βρύσης, που έβγαινε καυτό. Διαμαρτυρηθήκαμε, χτυπήσαμε τις σιδερένιες πόρτες, φωνάξαμε «Ελεύθερη Παλαιστίνη» και τραγουδήσαμε «Bella Ciao».

Στο δεύτερο κελί μαζί μου ήταν ο πρώην αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας από την εποχή του Αχμέτ Νταβούτογλου. Είχε σπασμένο χέρι, πρησμένο. Το έδεσε μόνος του γιατί δεν του έδωσαν ούτε επίδεσμο ούτε παυσίπονο.

Φάρμακα δεν έδωσαν σε κανέναν, ούτε σε έναν άντρα με επιληψία. Διαμαρτυρηθήκαμε, ζητήσαμε γιατρό. Τη δεύτερη μέρα ήρθε η προξενική αντιπροσωπεία, η Ιταλίδα πρόξενος μας ρώτησε αν είχαμε υποστεί κακοποιήσεις και μας είπε ότι αν υπογράφαμε την απέλαση, θα μας επέστρεφαν στην Ιταλία την επόμενη μέρα.

Πολλοί πείστηκαν να υπογράψουν αλλά δεν ξέρω τι συνέβη σε όσους δεν το έκαναν, υπάρχουν ακόμη δεκαπέντε Ιταλοί κρατούμενοι. Εγώ υπέγραψα, ήταν ένα έγγραφο στο οποίο αποδεχόμουν να παραιτηθώ από τη δίκη και να απελαθώ εντός εβδομήντα δύο ωρών. Καμία ομολογία ενοχής.

Έγιναν νέες ανακρίσεις. Μας ανέκρινε ένας δικαστής, χωρίς δικηγόρο. Ζητήσαμε νομική εκπροσώπηση, απάντησαν ότι δεν ήταν απαραίτητη, ήταν απλώς μια «συζήτηση». Παρ’ όλα αυτά μείναμε σιωπηλοί.

Εγώ απλώς δήλωσα ότι είμαι δημοσιογράφος που εκτελεί το επάγγελμά του και ότι δεν θα μιλούσα για τίποτε άλλο χωρίς δικηγόρο ή προξενική παρουσία. Με ρώτησαν γιατί ήθελα να πάω στη Γάζα, αν δεν ήξερα ότι υπάρχει αποκλεισμός. Σε άλλους έκαναν πιο «πολιτικές» ερωτήσεις, για τους Αδελφούς Μουσουλμάνους.

Το επόμενο βράδυ οι φύλακες έγιναν πιο βίαιοι. Η Ιταλίδα πρόξενος είχε μόλις φύγει, είχε έρθει να συγκεντρώσει άλλες “υπογραφές” για την απέλαση, όταν έφτασαν οι ειδικές δυνάμεις.

Άνοιξαν διάπλατα τα κελιά, μας σημάδεψαν με τα όπλα και έκαναν προσκλητήριο. Σε ορισμένα κελιά έβαλαν σκυλιά να επιτεθούν. Σε ένα κελί βρήκαν μια επιγραφή «Palestine», την είχαν γράψει οι κρατούμενοι με κομματάκια από πιπεριά και νερό της βρύσης. Για να τη σβήσουν, οι αστυνομικοί έριξαν κουβάδες χλωρίνη, και τη νύχτα οι κρατούμενοι κοιμήθηκαν με τα στρώματα ποτισμένα.

Εκείνη τη νύχτα, ως αντίποινα, ανακατέψανε ξανά τους κρατούμενους στα κελιά. Ήμασταν δέκα, γίναμε δεκαπέντε, ώστε να μην υπάρχει χώρος για όλους. Γυρίσαμε τα στρώματα για να μπορέσουμε όλοι να ακουμπήσουμε τα κεφάλια μας κάπου. Στο κελί μου ήταν ο Μάζο Νοταριάνι και ένας σύμβουλος του Partito Democratico της Λομβαρδίας, ο Πάολο Ρομάνο. Είχα την αίσθηση ότι βρισκόμουν σε έναν πραγματικά βάρβαρο τόπο και ήλπιζα βαθιά να τελειώσει σύντομα αυτή η βαρβαρότητα.

Χθες το πρωί, πολύ νωρίς, μας ξύπνησαν και μας φόρτωσαν στο ίδιο θωρακισμένο όχημα με το οποίο μας είχαν μεταφέρει εκεί. Νομίζαμε ότι μας πήγαιναν στο αεροδρόμιο, αλλά κοιτούσαμε τις πινακίδες από τις χαραμάδες του οχήματος. Φοβόμασταν μήπως μας μετέφεραν σε άλλο κέντρο κράτησης.

Το ταξίδι κράτησε τρεις ώρες, έκανε αφόρητη ζέστη, δεν μπορούσαμε να αναπνεύσουμε. Ζητήσαμε νερό, μας είπαν ότι είχαμε σχεδόν φτάσει στον προορισμό μας. Στο αεροδρόμιο της Εϊλάτ μας έβαλαν σε αεροπλάνο με προορισμό την Κωνσταντινούπολη.

Εκεί μας υποδέχτηκαν πανηγυρικά, με προπαγάνδα τύπου Ερντογάν. Μια βουλευτής του κόμματός του μας υποδέχτηκε με καινούρια ρούχα, παπούτσια για όλους και μαντίλες κεφφίγιε. Αργά το βράδυ επιβιβαστήκαμε στο τελευταίο αεροπλάνο, με προορισμό τη Ρώμη.»

Η ελληνική Πολιτεία έλαμψε διά της αδιαφορίας της, όπως αυτή καθρεφτίστηκε και στο νερόβραστο κυριακάτικο μήνυμα του ηλιοκαμμένου Κυριάκου Μητσοτάκη. Ο πρωθυπουργός μνημόνευσε από την Αμοργό τους ένθεν κακείθεν ομήρους, αλλά ουχί τους Έλληνες κρατουμένους του στολίσκου.

Κάποιοι από αυτούς προχώρησαν και σε απεργία πείνας επί ισραηλινού

εδάφους προτού απελευθερωθούν, αλλά αυτή η φράση κάνει τζιζ στις μέρες

μας στην Ελλάδα, μαζί με το ονοματεπώνυμο «Πάνος Ρούτσι» και οτιδήποτε σχετίζεται με τα Τέμπη. Πείτε κι εσείς, κυρία Κοβέσι.

κουτί Πανδώρας