Δευτέρα 20 Ιουλίου 2020

«Να μάθουμε να ζούμε με τον κορονοϊό». Σοφή συμβουλή ή ανοησία;


του Σπύρου Γεωργάτου
Θ΄ανοίξουν τα Σχολεία και τα Πανεπιστήμια τον Σεπτέμβριο; Πιθανότατα ναι, αλλά μπορεί και όχι. Θα ληφθούν πάλι οριζόντια μέτρα στις μετακινήσεις; Πιθανότατα όχι, αλλά μπορεί και ναι. Η προτροπή «Να μάθουμε να ζούμε με τον κορονοϊό» ακούγεται ολοένα και περισσότερο. Τί ακριβώς σημαίνει όμως αυτό και τί συνεπάγεται;
Στην αρχή της πανδημίας, ο καθηγητής Γιάννης Ιωαννίδης είχε δηλώσει ότι η λήψη περιοριστικών μέτρων στηριζόταν σ’ ένα «στατιστικό φιάσκο». Για να συμπληρώσει αμέσως μετά ότι τα μέτρα αυτά θα αποδειχτούν υπερβολικά και οι συνέπειές τους στην οικονομία, αλλά και την ίδια τη δημόσια Υγεία, θα ξεπεράσουν στο τέλος τα οφέλη. Το πρώτο σκέλος αυτής της εκτίμησης ήταν απόλυτα σωστό. Τα ποσοτικά στοιχεία που είχαμε στη διάθεσή μας εκείνη την εποχή ήταν ελάχιστα και επιλεκτικά μαζεμένα· το δεύτερο σκέλος όμως της γνωμάτευσης Ιωαννίδη προσέκρουσε σε μια οδυνηρή πραγματικότητα. Το «πείραμα» με ή χωρίς πολλά περιοριστικά μέτρα έγινε. Ο τεράστιος αριθμός των κρουσμάτων και οι μεγάλες απώλειες που καταγράφηκαν στις χώρες που αντιμετώπισαν πιο χαλαρά την πανδημία δικαίωσαν όσους είχαν υπολογίσει με βάση το πιο δυσοίωνο σενάριο.
Στην Ελλάδα, δεν είχαμε την τραγωδία της Ιταλίας ή το δράμα που ζουν τώρα οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι χώρες της Λατινικής Αμερικής. Αλλά δεν μας έσωσε ούτε ο ΕΟΔΥ ούτε ο κ. Τσιόδρας. Αυτό συνέβη για άλλους λόγους. Όπως και σ’ άλλες βαλκανικές χώρες, οι ταξιδιωτικές ροές και οι συναλλαγές με το εξωτερικό ήταν σχετικά λίγες σε σχέση με ό,τι συνέβαινε στους μεγάλους διακομιστικούς κόμβους και τα διαχειριστικά κέντρα της Ευρώπης· και βέβαια, τα μέτρα πολιτικής προστασίας ελήφθησαν εδώ αρκετά έγκαιρα, όχι επειδή υπήρχε μια ακριβής και επιστημονικά τεκμηριωμένη επιδημιολογική εικόνα, αλλά διότι η κυβέρνηση ανησύχησε πολιτικά βλέποντας την κατάσταση στη γειτονική Ιταλία. Αυτό μας έσωσε. Εάν είχαμε «Μάθει να ζούμε με τον κορονοϊό» σ’ εκείνη τη φάση, υιοθετώντας  μια τακτική «ανοσίας αγέλης», θα είχαμε τη μοίρα της Αγγλίας ή της Σουηδίας.

Πέρασε όμως η πρώτη φάση, και αντιμετωπίζοντας τη ζημιά που υπέστη η οικονομία, επιτρέψαμε περίπου όλα και ανοίξαμε διάπλατα τα σύνορα για να μην καταρρεύσει  ο τουρισμός τους καλοκαιρινούς μήνες.  Όπως αναμενόταν, αμέσως αυξήθηκε ο αριθμός των κρουσμάτων και τώρα το μέλλον είναι άδηλο. Μπορεί να τη γλυτώσουμε πάλι φτηνά, εάν η τουριστική κίνηση από χώρες με επιβάρυνση δεν κορυφωθεί, ο κόσμος τηρήσει κάποιες στοιχειώδεις προφυλάξεις και η θεά Τύχη μας ευνοήσει. Αλλά μπορεί και να μη συμβεί αυτό. Σε κάθε περίπτωση, η αβεβαιότητα που μας περιβάλλει δεν επιτρέπει παλληκαριές.
Ο υπουργός Υγείας ξεκαθάρισε ότι δεν πρόκειται να ληφθούν ξανά οριζόντια μέτρα, αλλά να δούμε πώς θα αντιδράσει η κυβέρνηση εάν εμφανισθούν κρούσματα μετά το καλοκαίρι. Το «Να μάθουμε να ζούμε …» εύκολα λέγεται, αλλά δύσκολα μπορεί να τηρηθεί όταν επικρέμεται ο κίνδυνος ανθρώπινων απωλειών. Η απειλή των ανθρώπινων απωλειών δεν είναι κάτι που αποδέχεται η συλλογική συνείδηση. Είναι σαν να λέμε «Να μάθουμε να ζούμε με τις πυρκαγιές». Δηλαδή, να έχουμε ένα επεισόδιο α λα Μάτι κάθε μήνα και να λέμε «εντάξει, δεν έγινε τίποτα, ο αριθμός των θανάτων από τη γρίπη και τ’ άλλα λοιμώδη είναι μεγαλύτερος».
Από επιστημονική άποψη, το σλόγκαν «Να μάθουμε να ζούμε με τον ιό» είναι κενό περιεχομένου. Απουσία εμβολίου και αιτιολογικής θεραπείας, και με δεδομένη την πολύ υψηλή μεταδοτικότητα του ιού, ο μόνος τρόπος αποτελεσματικού ελέγχου της πανδημίας παραμένει ο περιορισμός. Το ερώτημα από εκεί και πέρα είναι εάν υπάρχουν μέτρα, που δεν περιλαμβάνουν τον εγκλεισμό, αλλά έχουν ισοδύναμα αποτελέσματα. Προς ώρας, τα (εναλλακτικά) μέτρα συνοψίζονται στην τριάδα: κρατάμε αποστάσεις, πλένουμε τα χέρια, φοράμε μάσκα.
Αποστάσεις μπορούμε ασφαλώς να κρατήσουμε προκειμένου περί κοινωνικών συναναστροφών, αλλά το μέτρο αυτό είναι αδύνατον να εφαρμοστεί με συνέπεια στα σχολεία και την εστίαση μόλις κρυώσει ο καιρός. Να πλένουμε τα χέρια μας το δοκιμάσαμε -και σε κάποιο βαθμό το τηρήσαμε- αλλά διαπιστώσαμε συγχρόνως και τα πρακτικά όριά του. Πόσες φορές -και πώς- να πλύνει κανείς τα χέρια του μπαίνοντας και βγαίνοντας στο αυτοκίνητο, μεταφέροντας έγγραφα στο γραφείο ή δουλεύοντας χειρωνακτικά; Τις περισσότερες φορές αρκούμαστε στο καθάρισμα των χεριών με εμποτισμένα μαντηλάκια που γράφουν εμφατικά επάνω στη συσκευασία τους «αντιβακτηριακό», γιατί προφανώς δεν έχουν ποτέ ελεγχθεί για ιούς. Τέλος, η χρήση της μάσκας είναι ένα μέτρο αναμφισβήτητα ευεργετικό, αλλά μάλλον απίθανο να εφαρμοστεί σε μαζική κλίμακα και με τον σωστό τρόπο εάν επικρατήσει το «Να μάθουμε να ζούμε με …».
Ο λόγος για τον οποίο η χρήση της μάσκας και τα άλλα προφυλακτικά μέτρα δεν πρόκειται να αποδώσουν εάν σχετικοποιήσουμε τους κινδύνους είναι ότι ο καθένας θα δώσει στην απειλή του ιού … σχετική βαρύτητα. Σε μερικούς -λόγω ηλικίας- ο κίνδυνος θα φανεί ελάχιστος· σε άλλους -με «νοοτροπίας πεζοναύτη»- η πανδημία θα δώσει μια ευκαιρία για να δείξουν πόσο ριψοκίνδυνοι είναι· τέλος, άλλοι -ολίγον «ψεκασμένοι» - θα θεωρήσουν ότι το πρόβλημα δεν επιλύεται έτσι, αφού ο κορονοϊός είναι «κατασκευασμένος» και στην κατάλληλη στιγμή θα «φανερωθεί» ένα εμβόλιο. Αφαιρώ εκείνους που δεν διστάζουν να πάνε στην εκκλησία και να μεταλάβουν, γιατί αυτοί πιστεύουν ότι  τους προφυλάσσει η πίστη τους και τίποτε άλλο.
Το «Να μάθουμε να ζούμε με …» είναι μια χρυσή συμβουλή σε άλλες περιπτώσεις, εάν δηλαδή έχει κανείς ένα χρόνιο νόσημα, ένα ανατομικό έλλειμμα, ή ακόμα και μια κακοήθεια σε ύφεση, δηλαδή καταστάσεις που  δ ε ν  ε ί ν α ι   θ α ν α τ η φ  ό ρ ε ς.  Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, λέμε σε όσους έχουν το πρόβλημα να μην το βάλουν κάτω και να προσπαθήσουν να ζήσουν όσο τους είναι γραφτό χωρίς να σκέφτονται διαρκώς όσα δεν μπορούν πια να κάνουν. Γιατί αυτό είναι σοφό; Διότι ό,τι είχαν να πάθουν το έχουν πάθει -χωρίς να κινδυνεύει άμεσα η ζωή τους- και η κατάστασή τους δεν είναι δυνατόν να διορθωθεί. Αντί λοιπόν να καταρρεύσουν και να χάσουν ό,τι τους έχει απομείνει, καλύτερο είναι να προσαρμοστούν και να απολαύσουν όσα μπορούν. Τις περισσότερες φορές αυτά που τους λείπουν είναι λίγα και αυτά που μπορούν ακόμα να καταφέρουν πάρα πολλά.
Δεν ισχύει το ίδιο στην περίπτωση του ιού, που απειλεί άμεσα τη ζωή μας. Τα περιοριστικά μέτρα μειώνουν κατά πολύ τον κίνδυνο, μέχρι να βρεθεί ένα εμβόλιο ή μια αποτελεσματική μέθοδος φαρμακευτικής θεραπείας και να μεταβούμε σιγά-σιγά σε μια κατάσταση όπως η γρίπη, η φυματίωση, η μηνιγγίτιδα. Πριν να πετύχουμε αυτό, το «Να μάθουμε να ζούμε με τον ιό» ακούγεται μάλλον σαδομαζοχιστικό, γιατί μας καλεί να αποδεχτούμε ό,τι συμβαίνει περίπου ως ειμαρμένη, παρότι γνωρίζουμε ότι μπορούμε να εμποδίσουμε το χειρότερο. Ως απειλή υπέρτερη της πανδημίας προβάλλεται από ορισμένους η κατάρρευση της οικονομίας, αλλά και κάτι άλλο, πιο υπαινικτικό, που συγκινεί και ενδιαφέρει ένα συγκεκριμένο ακροατήριο:  ο κίνδυνος της κοινωνικής και πολιτικής νάρκης.
Η κυβέρνηση τσιμπάει στο πρώτο, αλλά η αντιπολίτευση φαίνεται να τσιμπάει και στα δυο. Και είναι φυσικό. Ο ΣΥΡΙΖΑ αφιέρωσε τα τέσσερα από τα τεσσεράμισι χρόνια της κυβερνητικής θητείας του στην ανάταξη της οικονομίας. Δεν θέλει τώρα να δει -παρά τα όσα λαϊκίστικα γράφονται- την κατάρρευση του έργου του μόνο και μόνο για να πάρει δυο πόντους στις δημοσκοπήσεις. Έπειτα, εάν ο κόσμος ναρκωθεί με την απομόνωση και τον φόβο, οι ελπίδες για αύξηση των κοινωνικών αντιστάσεων στα νεοφιλελεύθερα μέτρα της κυβέρνησης πάνε περίπατο και η ανάκαμψη της Αριστεράς δεν πρόκειται να συμβεί.
Μια κοινωνία σε νάρκη και καταστολή είναι, πράγματι, ό,τι χειρότερο. Κάκιστο όμως είναι επίσης το ενδεχόμενο μιας κοινωνίας που πορεύεται με οδηγό μια πλάνη, υποτιμώντας σε πρώτη φάση έναν υπαρκτό κίνδυνο και μεταπίπτοντας στον πανικό όταν προκύψει το πρόβλημα. Γνωρίζουμε πια πολύ καλά τί συμβαίνει και ποιοι ωφελούνται όταν το ανάθεμα του κόσμου πέφτει επί δικαίων και αδίκων, απαξιώνοντας το σύνολο του πολιτικού συστήματος …
TVXS

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου