του Τάσου Τσακίρογλου
Εχουν χυθεί τόνοι μελάνης για να καταγραφούν και να αναλυθούν οι συνέπειες του νεοφιλελεύθερου σχεδίου στην οικονομία, την κοινωνία και την πολιτική. Θηριώδεις ανισότητες, φτώχεια και αποκλεισμός και μαζί αυταρχισμός, πραξικοπήματα και εξωτερικές παρεμβάσεις είναι οι συνήθεις παρενέργειες στα τρία αυτά πεδία.
Οροι όπως «η Σχολή του Σικάγου» ή «η συναίνεση της Ουάσινγκτον» προκαλούν ανατριχίλα, καθώς έχουν γίνει συνώνυμοι της πιο ωμής ταξικής πολιτικής υπέρ των οικονομικά ισχυρών και κοινωνικών καταστροφών τεραστίων διαστάσεων. Και αυτό διότι ο νεοφιλελευθερισμός –απότοκος του κοινωνικού δαρβινισμού– προτάσσει τη «δικαιοσύνη της αγοράς» έναντι της «κοινωνικής δικαιοσύνης».
Οι ισχυροί του πλούτου αποκτούν και διατηρούν ένα σωρευτικό πλεονέκτημα, το οποίο, όπως λέει ο Γερμανός κοινωνιολόγος Βόλφγκανγκ Στρεκ, ταυτίζεται με αυτό που έχει αποκληθεί «το φαινόμενο του Ματθαίου»: «τω γαρ έχοντι, παντί δοθήσεται και περισσευθήσεται. Από δε του μη έχοντος, και ο έχει αρθήσεται απ’ αυτού». Μετάφραση: Γιατί σ’ αυτόν που έχει, θα του δοθούν τα πάντα και θα του περισσεύουν. Αλλά σ’ αυτόν που δεν έχει, θα του αφαιρεθούν και αυτά που έχει» (Κατά Ματθαίον 25:29).
Οι επικρίσεις των νεοφιλελευθέρων κατά των κοινωνικών δαπανών με την αιτιολογία ότι είναι υψηλές και προκαλούν ελλείμματα είναι μόνο η μισή αλήθεια, προκειμένου να συγκαλυφθεί η υπόλοιπη μισή. Οτι δηλαδή το δημόσιο χρέος οφείλεται όχι (μόνο) στις υψηλές δαπάνες, αλλά (κυρίως) στις χαμηλές εισπράξεις, δηλαδή στην ελλιπή φορολόγηση των πλουσίων και των εχόντων.
Με την επέλαση του νεοφιλελευθερισμού από τη δεκαετία του 1970 και μετά, η φορολόγηση των επιχειρήσεων και των πλουσίων βαίνει μειούμενη, ενώ των χαμηλών και μεσαίων εισοδηματικά στρωμάτων αυξανόμενη. Τις τελευταίες δεκαετίες αυτή η κατάσταση θωρακίστηκε με την «ενσωμάτωση των εθνικών κυβερνήσεων σε ένα μη δημοκρατικό υπερεθνικό καθεστώς» (Στρεκ), όπως αυτό στο οποίο έχει μετατραπεί η Ε.Ε. από το 1990 και μετά. Η τελευταία, υπό την καθοδήγηση ορντολιμπεραλιστών-νεοφιλελευθέρων τύπου Σόιμπλε, οδεύει προς μια χαγεκιανού τύπου διακυβέρνηση, με μια «façade democracy» (δημοκρατία της βιτρίνας).
Και φυσικά όλα αυτά δεν μπορούν να γίνουν εάν δεν υπάρχει και μια εσωτερική υποστήριξη από κάποιες πολιτικές δυνάμεις. Οπως λέει ο Ντέιβιντ Χάρβεϊ, «ορισμένες φορές δίνεται η εντύπωση ότι το ΔΝΤ απλώς παίρνει την ευθύνη και κάνει αυτό που θέλουν οπωσδήποτε να γίνει κάποιες εσωτερικές ταξικές δυνάμεις».
Το ζήσαμε στην Ελλάδα με τις πληρωμένες «έρευνες» του ΙΟΒΕ, με τα πορίσματα των «ειδικών» και «τεχνοκρατών», αλλά και το πολιτικό μασάζ του ΣΕΒ και των λοιπών εργοδοτικών οργανώσεων στις μαριονέτες της τρόικας περί ανάγκης ριζικής αλλαγής της αγοράς εργασίας και μισθολογικών περικοπών. Αλλωστε ο υβριδικός εθνικιστής–νεοφιλελεύθερος Αδωνις Γεωργιάδης, όντας ασυγκράτητος εκ χαρακτήρος, ομολογούσε ότι τα μέτρα είναι δικής του(ς) ιδιοκτησίας και δεν μπορεί η τρόικα να του(ς) κλέβει τη δόξα.
Ο εθνικισμός, είτε με τη μορφή της αμερικανικής «εξαιρετικότητας» και «υπεροχής» έναντι του υπόλοιπου κόσμου είτε με την επίδειξη πυγμής της Θάτσερ στα Φόκλαντ –κατάλοιπο του αποικιοκρατικού παρελθόντος–, αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του νεοφιλελεύθερου προγράμματος. Στη χώρα μας πήρε τη μορφή του μεγαλεξανδρινού μακεδονισμού και της αντίθεσης στις Πρέσπες, αλλά και του αντιμεταναστευτικού πνεύματος που κυριαρχεί στις δεξιές πολιτικές δυνάμεις.
Το ερώτημα είναι εάν οι πολίτες θα επιβραβεύσουν στις επικείμενες εκλογές αυτό το νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα στο πρόσωπο του Κυριάκου Μητσοτάκη.
efsyn
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου