Δευτέρα 22 Σεπτεμβρίου 2025

Αφροέλληνες, πολυέλληνες του μέλλοντός μας

 


του Νίκου Ξυδάκη

Όλοι παρακολούθησαν το ευρωμπάσκετ αυτές τις μέρες, ακόμη κι αν δεν το νογάνε ή δεν τους πολυαρέσει. Ήταν πρόσκαιρη ανάκτηση κοινότητας, μα και πιοτό της λησμονιάς, να ξεφύγεις από τη χαμηλή, στριμωγμένη καθημερινότητα, να αποστρέψεις το βλέμμα από τον ρευστό κόσμο που αναδύεται πολεμικός, ζοφερός, γενοκτόνος.

Οσο διαρκούσε αυτή η πρόσκαιρη κοινότητα δεν προσέχαμε μόνο τα χρυσά χέρια (τις χερούκλες) του Γιάννη, ίσως ακόμα περισσότερο προσέχαμε τα συμβολικά φορτία: πόσο ψηλά, πόσο μακριά μπορεί να φτάσει αυτή η ομάδα, από αυτή τη χώρα; Τη χώρα των Τεμπών («Μες στην κοιλά-, όπως τα λέω, μες στην κοιλάδα των Τεμπών»), τη χώρα του ΟΠΕΚΕΠΕ, τη χώρα της γενικευμένης αδικίας, της ομάδας αλήθειας, του Πλεύρη, του Γεωργιάδη και του Βορίδη, των ρατσιστών, των αντισημιτών και νυν συνηγόρων της γενοκτονίας.

Τα λόγια

Γι’ αυτό κρεμόμασταν από το βλέμμα του Γιάννη, τα χέρια του Παπανικολάου, του Σλούκα, των «μικρών». Γι’ αυτό κρεμόμασταν κι από τα χείλη τους, τι θα πουν. Δεν είπαν πολλά, έδειξαν όμως περισσότερα. Είδαμε και τους τρεις, και τον Τολιόπουλο, τους μεγαλύτερους, να σπεύδουν στην κερκίδα να αγκαλιάσουν παιδιά και σύζυγο, να κρατάνε στις αγκαλιές βρέφη και νήπια. Να αγκαλιάζονται μεταξύ τους. Είδαμε σε όλους έναν λυγμό κι ένα δάκρυ να κυλά μαζί με τον ιδρώτα.

Κι ακούσαμε λόγια μετρημένα, ζυγισμένα. Ακούσαμε, πριν ακόμα κι από το μετάλλιο, τον αρχηγό Παπ. να αποπαίρνει θαρρετά όσους έθαβαν τους θαυματουργούς μικρούς της Εθνικής ποδοσφαίρου μόλις έχασαν έναν αγώνα· να μιλάει ο Παπ. για ήθος, κοινωνική ευθύνη, ευαισθησία, να υπενθυμίζει ότι ποδόσφαιρο και μπάσκετ ένα παιχνίδι είναι εντέλει, με νίκες και ήττες. Ο σοβαρός και ευαίσθητος ακροατής Παπ. επίσης μετά το μετάλλιο θύμισε ότι υπάρχει «πολύς κόσμος που περνάει δύσκολα». Παρομοίως το είπε και ο Γιάννης, «δώσαμε χαρά σε 12 εκατομμύρια Έλληνες». Οι δυο τους ελάφρυναν κάπως τη σκια που είχε αφήσει ο κόουτς Σπανούλης μ’ εκείνο το «εγώ μιλάω μόνο για μπάσκετ».

Στη λαϊκή της Θήβας

Αναμφίβολα πάντως τα λόγια που ακούστηκαν περισσότερο ήταν τα λόγια του Γιάννη, του χρυσού σταρ, με τη σχεδόν μισό δισ. περιουσία, κατά το Forbes. Ο Γιάννης μιλά πάντα από μια βραχώδη αφετηρία: δεν ξεχνώ ποιος ήμουν, δεν θα ξεχάσω ποιος πραγματικά είμαι.

Στη συνέντευξη Τύπου περιέγραψε με τον πιο αφοπλιστικό τρόπο ότι δεν παρακολούθησε την κατάκτηση του μεταλλίου της Εθνικής το 2009, γιατί εκείνες τις μέρες ήταν στη λαϊκή αγορά της Θήβας, δουλεύοντας μαζί με τη μητέρα του Βερόνικα. Ήταν η χρονιά που είχε αποφασίσει να παρατήσει το μπάσκετ για να δουλέψει, να βοηθήσει την οικογένειά του. Ο Γιάννης δεν ξεχνά: «Ο Τάκης Ζήβας μού είπε: “Μπορείς να βγάλεις χρήματα από το μπάσκετ, μπορείς να βοηθήσεις την οικογένειά σου. Θα σου δίνουμε 300 ευρώ τον μήνα και θα δώσουμε δουλειά στη μαμά σου”. Έτσι, το 2010, άρχισα να επιστρέφω, ήμουν 15,5-16. Άρχισα να παρακολουθώ μπάσκετ. Ετσι έκανα. Δεν έπαιζα μπάσκετ σε όλη μου τη ζωή».

Ο Γιάννης δεν ξεχνά. Ποιοι τον στήριξαν, αλλά και ποιοι τον χλεύασαν, ποιοι τον περιφρόνησαν, επειδή ήταν ένα παιδί από τα Σεπόλια με καταγωγή από τη Νιγηρία, αόρατος, χωρίς χαρτιά, χωρίς πατρίδα· κάποιοι τιποτένιοι που τον υμνούν τώρα, τότε δεν καταδέχονταν ούτε να προφέρουν τ’ όνομά του. Προτιμά όμως να μη μιλά γι’ αυτούς, δεν τους κάνει τη χάρη.

Ας αλυχτάνε οι σκατόψυχοι

Μιλάει όμως ο Θανάσης. Πολλά παιδιά δεν είχαν την ευκαιρία που είχαμε εμείς, δεν παίζουν μπάσκετ – λέει. Μα όλοι δικαιούνται μια ευκαιρία, την ιθαγένεια ας πούμε, κι ας μην είναι ντραφτ στο ΝΒΑ, την ευκαιρία που δίνει ο νόμος, ο νόμος που φαλκίδευσε ο Βορίδης, ο νόμος της λογικής που φαλκιδεύτηκε από τη φασιστική υπεροχή του αίματος.

Αυτά τα παιδιά σκεφτόμαστε για το μέλλον της γερασμένης χώρας, γελαστούς Αφροέλληνες, σεβαστικούς πολυέλληνες: διαπρέπουν στους στίβους, στις τέχνες, στις δουλειές, τους αγαπούν οι φίλοι τους, όμως συχνά είναι αόρατοι στην κοινωνία, κι η πολιτεία τούς κάνει τη ζωή κόλαση.

Αυτοί τιμούν τη χώρα, το ψωμί, τη φανέλα, τη γειτονιά τους, τον τόπο τους, Σεπόλια Κυψέλη Πύργο Εύοσμο. Μιλούν για μια δασκάλα του Αρσακείου, έναν προπονητή του Φιλαθλητικού, έναν εφημέριο του Αγίου Μελετίου, που τους έδειξαν στοργή κι ενδιαφέρον: αυτοί ναι, είναι η γενναιόψυχη Ελλάδα.

Αφροέλληνες, Καυκασιοέλληνες, Αρβανίτες, πολυέλληνες. Ας αλυχτάνε οι σκατόψυχοι.

efsyn

Κυριακή 14 Σεπτεμβρίου 2025

Όταν το νόμιμο παίρνει διαζύγιο από το δίκαιο

 


editorial

«Οι γονείς μου ήταν παράτυποι μετανάστες. Το να μην έχεις χαρτιά σήμαινε ότι ήταν πιθανό να απελαθείς ανά πάσα στιγμή. Το να θεωρείσαι παράνομος είναι κάτι που σε περιορίζει ως άνθρωπο. Φοβάσαι να περπατήσεις στον δρόμο, γιατί η αστυνομία μπορεί να σε σταματήσει οποιαδήποτε στιγμή και να σε γυρίσει από εκεί από όπου ήρθες...». Αυτά έλεγε ο Γιάννης Αντετοκούνμπο σε παλαιότερη βιωματική συνέντευξή του. Ο σταρ Γιάννης, που όλοι θαυμάζουν αυτές τις μέρες με την εθνική ομάδα, ήταν ένας από τους εκατοντάδες χιλιάδες που κάποιοι πολιτικοί θέλουν να τους κάνουν τον βίο αβίωτο.

Χθες, σε ακόμα ένα ακροδεξιό σόου, ο υπουργός Μετανάστευσης και Ασύλου Θάνος Πλεύρης άλλαξε με εγκύκλιο τον όρο «παράτυπη μετανάστευση» σε «παράνομη». Η συζήτηση περί «νομιμότητας» υπεισέρχεται πλέον σε κάθε έκφανση της κοινωνικής ζωής και δράσης. Ετσι, ένας άνθρωπος που ξεριζώνεται βίαια από τον τόπο του για να μπορέσει να ζήσει με αξιοπρέπεια σε κάποια γωνιά της Γης βαφτίζεται παράνομος. Ενας άνθρωπος που αγωνίζεται για το ψωμί του, για τη γη του, για την ελευθερία του βγαίνει εκτός νομιμότητας. Ενας άνθρωπος που στέκεται αλληλέγγυος στον αγώνα και την αγωνία των παραπάνω είναι κι αυτός παράνομος.

Ποιος και πώς ορίζει τι είναι νόμιμο και τι παράνομο; Η απάντηση, εύκολη. Ο Παλαιστίνιος που παλεύει να ζήσει στην πατρογονική γη του είναι παράνομος γιατί είναι νόμιμος αυτός που του την αρπάζει και τον δολοφονεί. Ο εργαζόμενος που παλεύει για το μεροκάματο και τα δικαιώματά του είναι παράνομος γιατί είναι νόμιμος αυτός που του τα λεηλατεί.

Δίκαιο και νόμιμο αποκλίνουν όλο και περισσότερο στις σύγχρονες δημοκρατίες. Τούτο συμβαίνει όταν το κράτος με όλες τις εξουσίες του δεν νομοθετεί ή δεν ερμηνεύει το δίκαιο. Ομως το δίκαιο δεν υπαγορεύεται από κάποια εξουσία, αλλά από τη συλλογική, ιστορική κοινωνική συνείδηση. Αυτή μας φωνάζει από κάθε γωνιά του πλανήτη ότι ο αγώνας των Παλαιστινίων για ζωή και ελευθερία είναι δίκαιος και η μαζική σφαγή τους από το κράτος του Ισραήλ άδικη.

Ο Παγκόσμιος Στόλος Αλληλεγγύης που σαλπάρει για τη Γάζα -μαζί με το ελληνικό πλοίο «Οξυγόνο»- δεν αγωνίζεται μόνο για την Παλαιστίνη, μεταφέρει την ελπίδα ότι η αντίσταση κάθε λαού που δικαιούται να ζήσει ελεύθερος τελικά θα νικήσει, ότι κανένας άνθρωπος και κανένας αγώνας του για απελευθέρωση δεν είναι παράνομος. Τα μάτια μας και η καρδιά μας, στη Γάζα!

efsyn


Πέμπτη 4 Σεπτεμβρίου 2025

Οι άθλιοι

 


Ό,τι σοβεί στην κορυφή του εποικοδομήματος «νομιμοποιεί» την παραβατικότητα στη βάση της κοινωνίας.

Οι ερμηνείες είναι σίγουρα κοινωνιολογικού, οπωσδήποτε πολιτικού, ίσως και φιλοσοφικού χαρακτήρα και περιεχομένου. Ο λόγος γίνεται για την εκτεταμένη ανομία που συναντάται κυρίως στα ανώτερα επίπεδα της ελληνικής κοινωνίας, σε άμεση σχέση με παράγοντες της διοίκησης και προβεβλημένους ανθρώπους, οι οποίοι καταχρώνται τους μηχανισμούς αναγνωρισιμότητας και τις δυνατότητες που τους προσφέρουν οι θέσεις τους στο εποικοδόμημα της κοινωνίας.

Προφανώς, όλο αυτό είναι συνέπεια του ήθους της διακυβέρνησης, αλλά κυρίως της πτώχευσης του ελληνικού Δημοσίου, της διαχείρισής της και του τρόπου με τον οποίο επιβλήθηκαν οι «λύσεις». Η καλύτερη ελληνική Δημοκρατία, η τρίτη, έτσι αμαυρώνεται, ενώ όλο και περισσότερο οι θεσμοί της γίνονται προσχηματικοί και απολογητικοί των ενεργειών της εκτελεστικής εξουσίας. Μαζί και τα media, που έπαψαν εδώ και πολύ καιρό να αποτελούν το πεδίο της λαϊκής νομιμοποίησης των θεσμικών αποφάσεων της αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, όπως θέλησαν οι θεμελιωτές της και ήταν η εγγενής αιτία της ύπαρξης τους. Ως προβληματικές επιχειρήσεις, μετακινούμενες στην αγκαλιά κερδοφόρων και πολυσχιδών κεφαλαιούχων, πέρασαν απέναντι. Και οι ιστορίες για αποκαλυπτικούς, μαχητικούς δημοσιογράφους θυμίζουν βίους αγίων ή το ύστερο έργο της ιπποτικής λογοτεχνίας του Μιγκέλ Θερβάντες.

Κι αυτά δεν είναι καλά νέα. Ό,τι σοβεί στην κορυφή του εποικοδομήματος «νομιμοποιεί» την παραβατικότητα στη βάση της κοινωνίας, είτε ως επίδειξη ανεκπλήρωτων ιδεοληπτικών εμμονών είτε απλώς ως πονηριές/λαμογιές στη διεκδίκηση του πλουτισμού και της επιβίωσης εκτός ορίων.

Οι κρατούντες, διακατεχόμενοι από το σύνδρομο της «Μαρίας Αντουανέτας», πλανώνται ότι αυτή η ζοφερή κατάσταση μπορεί να διασκεδαστεί με επικοινωνιακούς όρους και τεχνάσματα, βαθαίνοντας ακόμη περισσότερο το χάσμα. Η ζητούμενη απάντηση δεν μπορεί να είναι στενά πολιτική, αλλά πρωτίστως ηθική και αισθητική συνάμα.

Enimerosi - Κέρκυρα