Το «εθνικό σχέδιο» της κυβέρνησης για την καταστολή των διαδηλώσεων
του Τάσου Κωστόπουλου
Το δέντρο κάποιων χτυπητών κυβερνητικών πρωτοβουλιών δύσκολα διαφεύγει την προσοχή των ΜΜΕ. Δεν συμβαίνει όμως πάντα το ίδιο και με το θεσμικό δάσος, μέρος του οποίου αυτό αποτελεί.
Η ξαφνική αστυνομική απαγόρευση όλων των μαζικών συγκεντρώσεων και διαδηλώσεων της περασμένης εβδομάδας, προκειμένου ν’ αποψιλωθούν και να παρεμποδιστούν τα προγραμματισμένα πανεκπαιδευτικά συλλαλητήρια της 28ης Ιανουαρίου, δίκαια αντιμετωπίστηκε σαν ένα κρίσιμο (αν και τελικά αποτυχημένο) βήμα προς την οικοδόμηση του ιδιότυπου αστυνομικού κράτους των κ. Μητσοτάκη και Χρυσοχοΐδη. Πέρασε όμως έτσι σε δεύτερη μοίρα η σχεδόν ταυτόχρονη υπουργική προαναγγελία, από τη Νίκη Κεραμέως, της επικείμενης προγραφής των φοιτητικών παρατάξεων μέσω της νομοθετικής επιβολής «ενιαίας λίστας» στις φοιτητικές εκλογές.
Είναι γεγονός πως αυτές οι τελευταίες δεν αποτελούν πλέον αξιοσημείωτη είδηση όπως στις δεκαετίες του 1970 και του 1980, όταν τα αποτελέσματά τους απασχολούσαν τα πρωτοσέλιδα του ημερήσιου Τύπου. Ο εγγενής ολοκληρωτισμός της επερχόμενης ρύθμισης θ’ άξιζε, ωστόσο, μεγαλύτερη προσοχή – από τη στιγμή, μάλιστα, που μετατρέπεται σε ιδιώνυμο πειθαρχικό αδίκημα κάθε «χρήση στεγασμένων ή ανοικτών» πανεπιστημιακών χώρων από φοιτητές «για την εξυπηρέτηση σκοπών που δεν συνάδουν με την αποστολή του ιδρύματος» (άρθρο 17 §2.στ του ήδη κατατεθέντος νομοσχεδίου Χρυσοχοΐδη - Κεραμέως).
Μετά τον θεσμικό αποκλεισμό των πολιτικοϊδεολογικών παρατάξεων και ζυμώσεων στο εσωτερικό του φοιτητικού κινήματος στο όνομα της πάταξης του «κομματισμού» (από μια μονοκομματική κυβέρνηση), γιατί να μην επιβληθεί το ίδιο και στα συνδικάτα, στο όνομα της κλαδικής ενότητας, και στις βουλευτικές εκλογές, στο όνομα της εθνικής; Γιατί, αντί να επιλέγουμε μεταξύ αντιμαχόμενων πολιτικών σχεδίων, να μην ψηφίζουμε απευθείας κάποιες δημοφιλείς φυσιογνωμίες σαν τον κ. Γεωργούλη ή τον στιχουργό κ. Ψαριανό, δίχως να πολυψάχνουμε ποιος σχηματισμός πρόλαβε κάθε φορά να τους περιλάβει στις γραμμές του;
Αντίστοιχη επικέντρωση στην αιχμή του δόρατος είχαμε και την προηγούμενη βδομάδα, μετά την πανηγυρική δημοσιοποίηση από τον υπουργό ΠροΠο του πολύχρωμου υπηρεσιακού φυλλαδίου με τον βαρύγδουπο τίτλο «Εθνικό σχέδιο διαχείρισης των δημοσίων υπαίθριων συναθροίσεων». Η πρωτάκουστη απόπειρα επιβολής περιορισμών στην κίνηση δημοσιογράφων και φωτορεπόρτερ κατά τη διάρκεια των συγκεντρώσεων, με στόχο τη μετατροπή τους σε «ενσωματωμένες» προεκτάσεις των σωμάτων ασφαλείας, πολύ λογικά θεωρήθηκε η αποκαλυπτικότερη πτυχή του νέου κατασταλτικού δόγματος.
Πέρασαν όμως έτσι σχεδόν απαρατήρητα κάποια άλλα σημεία του ίδιου non paper –εξίσου εύγλωττα, τόσο για την επερχόμενη σκλήρυνση όσο και για τη συνήθεια του κ. Χρυσοχοΐδη να πουλάει στο κοινό επικοινωνιακά φύκια για θεσμικές κορδέλες.
Επεα πτερόεντα
Η δημοσιοποίηση του «εθνικού σχεδίου» συνοδεύτηκε από μεγαλόστομες διακηρύξεις: «Το 2021 η Αστυνομία αλλάζει εποχή, θα γίνει η ΕΛΑΣ του 21ου αιώνα. Από τη στολή μέχρι την ψυχή». Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και το ίδιο το επίμαχο φυλλάδιο: «Το νέο θεσμικό πλαίσιο για τις συναθροίσεις και η νέα φιλοσοφία διαχείρισής τους από την αστυνομία», διαβάζουμε στην εισαγωγή, «διαμορφώνει μια ριζικά διαφορετική κουλτούρα που έχει ως στόχο, όχι τη διάλυση, αλλά την περιφρούρηση και την προστασία των συναθροίσεων [...] χωρίς τη διατάραξη της κοινωνικοοικονομικής ζωής και την πρόκληση επεισοδίων και καταστροφών».
Καθώς είναι μάλλον δύσκολο να υποστηριχτεί στα σοβαρά ότι τα μέτρα τάξης που λαμβάνονταν μέχρι σήμερα αδιαφορούσαν για την «πρόκληση επεισοδίων και καταστροφών», το βάρος πέφτει προφανώς στο πρώτο σκέλος: τη «διατάραξη της κοινωνικοοικονομικής ζωής» – έννοια ελαστική, υποκειμενική κι απροσδιόριστη όσο δεν παίρνει άλλο. Εδώ και μία τουλάχιστον δεκαετία, μια καταιγιστική δεξιόστροφη παραφιλολογία αποδίδει λ.χ. την πτώση του τζίρου των καταστημάτων του αθηναϊκού κέντρου όχι στη συρρίκνωση της αγοραστικής δύναμης των πολιτών λόγω μνημονίων, αλλά στις συχνές διαδηλώσεις που τους «εμποδίζουν» να ψωνίσουν.
Επί της ουσίας, το περίφημο «εθνικό σχέδιο» δεν είναι πάντως παρά ένα φλύαρο κείμενο, που δεν ξεκαθαρίζει το παραμικρό: ούτε πότε ακριβώς επιτρέπεται η απαγόρευση ή βίαιη διάλυση μιας συνάθροισης (επαφίεται στις υποκειμενικές «αξιολογήσεις» της ΕΛ.ΑΣ.) ούτε πώς ακριβώς θα εφαρμόζεται η «κλιμακούμενη χρήση μέσων» (πρακτική που έτσι κι αλλιώς εφαρμόζεται κατά κανόνα στην πράξη εδώ και κάμποσες δεκαετίες, όπως γνωρίζει κάθε διαδηλωτής ή δημοσιογράφος με κάποια χρόνια στο κουρμπέτι).
Ορισμένες σελίδες του «σχεδίου» προκαλούν απλώς θυμηδία, όπως όταν προεξοφλείται με στόμφο πως «οι δυνάμεις της Ελληνικής Αστυνομίας που συμμετέχουν στη διαχείριση των συναθροίσεων πρέπει να διακρίνονται από επαγγελματισμό και να λειτουργούν ως πρότυπα, κυρίως όταν απαιτηθεί να γίνει χρήση νόμιμης βίας» (§4.2). Δεν ισχύει βέβαια το ίδιο με τη ρητή νομιμοποίηση της στενής παρακολούθησης πολιτικών και κοινωνικών χώρων από την Ασφάλεια στο όνομα της «πρόβλεψης των κινδύνων» (§9), ούτε με την εξωφρενική απαίτηση (§3.2) να υποβάλλουν οι μελλοντικοί «οργανωτές» προκαταβολικά στην ΕΛ.ΑΣ. τα στοιχεία τους, και δη μέσω... Εφορίας (κωδικοί taxisnet).
Ακόμη αποκαλυπτικότερη αποδεικνύεται η μισή σελίδα με τα «συνήθη αδικήματα» που «ενδέχεται να τελεστούν σε περιπτώσεις συναθροίσεων όπου ΔΕΝ ξεσπούν επεισόδια» (§11, τα κεφαλαία δικά μας): «απείθεια» (169 Π.Κ., φυλάκιση 1-6 μηνών) «συνδυαστικά με σχετική απόφαση απαγόρευσης συνάθροισης»· «βία κατά υπαλλήλων και δικαστικών προσώπων» (167 Π.Κ., φυλάκιση 1-5 χρόνων), «στάση» (170 Π.Κ., 1-3 χρόνια στους «συμμετέχοντες» και 2-5 χρόνια στους «υποκινητές») και «παραβίαση μέτρων για την πρόληψη ασθενειών» (285 Π.Κ., 1-5 χρόνια υπό κανονικές συνθήκες, μέχρι και ισόβια αν εκτιμηθεί ότι «προέκυψαν» θάνατοι). Ολες αυτές οι διατάξεις συνιστάται διά της υπηρεσιακής οδού να αξιοποιούνται ως δικαιολογίες για συλλήψεις και διώξεις διαδηλωτών, ακόμη κι αν ΔΕΝ έχουν γίνει επεισόδια!
Στις τελευταίες σελίδες του, το «εθνικό σχέδιο» παραθέτει έτσι αυτολεξεί όλα τα άρθρα του Ποινικού Κώδικα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε βάρος διαδηλωτών. Οπως ακριβώς έκαναν, δηλαδή, και τα (πολύ) παλαιότερα εγχειρίδια καταστολής των δεκαετιών του 1960 και του 1970, που υπέγραφαν ο υπομοίραρχος Συρογιάννης κι ο δημιουργός των ΜΑΤ, αστυνομικός διευθυντής Ηλίας Ψυχογιός. Οι κ. Χρυσοχοΐδης και Οικονόμου δεν πρωτοτυπούν και τόσο.
Χημικά και αλχημείες
Σαν εντυπωσιακή καινοτομία προβλήθηκε από τα φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ η αναγόρευση των δακρυγόνων και των αντλιών σε «τελευταία καταφυγή» της ΕΛ.ΑΣ. Το κρίσιμο ερώτημα είναι, βέβαια, πόσο γρήγορα θα διασχίζεται αυτό το θεωρητικό κατώφλι από τα ΜΑΤ – και στο σημείο αυτό ο κ. Χρυσοχοΐδης δεν έχει αποδειχθεί καθόλου αξιόπιστος.
Την ίδια ακριβώς εξαγγελία είχε κάνει και πριν από έντεκα χρόνια, στις 8 Δεκεμβρίου 2009, μετά το όργιο αστυνομικής βίας κατά την πρώτη επέτειο της δολοφονίας του Γρηγορόπουλου και τον βαρύ τραυματισμό της εξηντάχρονης αγωνίστριας Αγγελικής Κουτσουμπού από τη νεοσύστατη «Δέλτα».
Ο φιλοκυβερνητικός Τύπος είχε και τότε πάρει τους υπουργικούς ισχυρισμούς τοις μετρητοίς: «Δακρυγόνα τέλος, έρχονται οι αντλίες», διακήρυξε π.χ. πρωτοσέλιδα «Το Βήμα» (9/12/2009). Αυτό που συνέβη στην πράξη ήταν τελικά το ακριβώς αντίθετο, όπως θυμούνται οι εκατοντάδες χιλιάδες διαδηλωτές των αντιμνημονιακών συλλαλητηρίων της επόμενης διετίας.
Δεν χρειάζεται άλλωστε ιδιαίτερη ευφυΐα για ν’ αντιληφθεί κανείς πως η έκταση της χρήσης δακρυγόνων δεν εξαρτάται από την καλή προαίρεση του όποιου υπουργού, αλλά από τα μεγέθη και τη μαχητικότητα των συγκεντρώσεων που η ΕΛ.ΑΣ. διατάσσεται να διαλύσει. Ενα αυστηρότερο πλαίσιο, όπως αυτό που έχει θεσπίσει κι εφαρμόζει ποικιλότροπα η κυβέρνηση Μητσοτάκη, συνιστά ως εκ τούτου την ασφαλέστερη εγγύηση για επανειλημμένη μετατροπή των δημόσιων χώρων σε θαλάμους αστυνομικών αερίων.
Για τη μεταχείριση που επιφυλάσσει ο κ. Χρυσοχοΐδης στα σχετικά στατιστικά δεδομένα, αποκαλυπτική υπήρξε η ανάρτησή του στο τουίτερ (8/10/2020), ότι το πρώτο δεκατετράμηνο της Ν.Δ. έπεσαν «τρεις φορές λιγότερα χημικά» απ’ ό,τι το τελευταίο επτάμηνο του ΣΥΡΙΖΑ (778 δακρυγόνα έναντι 2.135). Η πληροφορία αναμεταδόθηκε μ’ ενθουσιασμό ακόμη κι από «σοβαρά» φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ, όπως η «Καθημερινή», παρακάμπτοντας τουλάχιστον δύο κραυγαλέες λαθροχειρίες.
Πρώτον, το επτάμηνο «του ΣΥΡΙΖΑ» περιλαμβάνει στην πραγματικότητα και τον πρώτο μήνα της Ν.Δ. (Ιούλιος 2019), με επιθέσεις της ΕΛ.ΑΣ. εναντίον διαδηλωτών –και ρίψεις χημικών– στο Κουκάκι (11/7), έξω από τη γερμανική πρεσβεία (21/7) και κάμποσα επεισόδια στα Εξάρχεια. Δεύτερο και κυριότερο, η σύγκριση αφορά αποκλειστικά και μόνο την Αθήνα, με αποτέλεσμα μιαν εντελώς παραπλανητική εικόνα: περιλαμβάνει μεν τις πολύωρες συγκεντρώσεις και συγκρούσεις έξω από τη Βουλή κατά την ψήφιση της Συμφωνίας των Πρεσπών (20-25/1/2019), επί ΣΥΡΙΖΑ, όχι όμως και το όργιο καταστολής από τα ΜΑΤ του Χρυσοχοΐδη στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου (24-24/2/2020), κατά τη σοβαρότερη διασάλευση της δημόσιας τάξης που αντιμετώπισε μέχρι σήμερα η κυβέρνηση Μητσοτάκη.
Δίχως να λάβουμε υπόψη πως είναι κομματάκι γκροτέσκο να συγκρίνει κανείς τους τελευταίους μήνες μιας (φθαρμένης) κυβέρνησης όχι μόνο με τους πρώτους μιας καινούργιας (που απολαμβάνει τη συνήθη «περίοδο χάριτος»), αλλά και με το μεγαλύτερο μέρος του 2020, όταν ο φόβος του κορονοϊού και οι απαγορεύσεις του λοκντάουν μετέτρεψαν τις μαζικές συναθροίσεις σε εξαιρετικά σπάνιο φαινόμενο.
Με τα μάτια της υπηρεσίας
Θα ήταν, πάντως, λάθος να θεωρήσουμε τη δημοσιοποίηση του «εθνικού σχεδίου» σαν απλή επικοινωνιακή σαπουνόφουσκα. Βασική λειτουργία και στόχευσή του δεν είναι η ενημέρωση του εξωϋπηρεσιακού αναγνώστη – εκτός αν καίγεται να μάθει πότε την καταστολή των διαδηλώσεων επιβλέπει ένας απλός αστυνομικός διευθυντής και πότε ο γενικός επιθεωρητής της ΕΛ.ΑΣ. (§5). Είναι ο εθισμός του, να αρχίσει να βλέπει τα κοινωνικά κινήματα με τα μάτια των εντεταλμένων οργάνων: η πρόσληψη των διαδηλωτών όχι ως πολιτών με συγκεκριμένα προβλήματα και διεκδικήσεις, πόσο μάλλον δικαιώματα, αλλά ως προβλήματος προς υπηρεσιακή διαχείριση.
Το μοντέλο γι’ αυτή τη μετάλλαξη αντλείται εμφανώς από το πετυχημένο προηγούμενο του «αντιτρομοκρατικού» καλοκαιριού του 2002, που είχε πρωταγωνιστές τους ίδιους ανθρώπους: τον Μιχάλη Χρυσοχοΐδη ως υπουργό Δημόσιας Τάξης και τον Ελευθέριο Οικονόμου ως εκπρόσωπο Τύπου της ΕΛ.ΑΣ. Μια ασφυκτικά ενορχηστρωμένη τηλεοπτική καμπάνια, μέσω μονοθεματικών δελτίων και αλλεπάλληλων έκτακτων συνδέσεων, κατέστησε τότε τους πολίτες κοινωνούς όχι τόσο των όποιων στοιχείων όσο του «αγώνα» των διωκτικών αρχών «να δέσουν την υπόθεση» – διατύπωση που αναπαράχθηκε ad nauseam από τα ΜΜΕ, μέχρι να σφηνωθεί για τα καλά στο συλλογικό υποσυνείδητο της ελληνικής κοινωνίας.
Είναι προφανές πως οι δάφνες εκείνης της εξάρθρωσης των υπολειμμάτων μιας ολιγάριθμης προ πολλού αποδεκατισμένης ένοπλης οργάνωσης στοιχειώνουν μέχρι σήμερα τον τρόπο σκέψης της σημερινής πολιτικής ηγεσίας της ΕΛ.ΑΣ. και τη δημόσια εικόνα που αυτή φιλοτεχνεί για τον εαυτό της. Παρακάμπτονται έτσι οι χαώδεις διαφορές ανάμεσα στην τοτινή επιτυχία και τα τωρινά καθήκοντά της. Διαφορές όχι μόνο οντολογικές, το γεγονός δηλαδή πως η άσκηση του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος της συνάθροισης είναι ανεπίτρεπτο ν’ αντιμετωπίζεται προκαταβολικά ως δυνάμει παρανομία, αλλά και καθαρά τεχνικές.
Αν στην περίπτωση της «αντιτρομοκρατίας» πηγή του ρεπορτάζ αποτελούν εκ των πραγμάτων σχεδόν αποκλειστικά οι επίσημες αρχές, η αντιμετώπιση των διαδηλώσεων από την ΕΛ.ΑΣ. διεξάγεται σε κοινή θέα και οι σχετικοί υπηρεσιακοί ισχυρισμοί δεν είναι συνήθως καθόλου δύσκολο να ελεγχθούν. Το απέδειξε περίτρανα ο δημόσιος εξευτελισμός του κ. Χρυσοχοΐδη στις 7 Οκτωβρίου, όταν χιλιάδες κάμερες, επαγγελματικές κι ερασιτεχνικές, ξεσκέπασαν τις υπουργικές ψευδολογίες περί «εξακοσίων διαδηλωτών» που «υποδέχθηκαν την καταδίκη» της Χρυσής Αυγής με «150 μολότοφ».
Αστυνομικό ρεπορτάζ νέου τύπου
Αναμενόμενη, ως εκ τούτου, η προσπάθεια αποκλεισμού των δημοσιογράφων από το πεδίο της «μάχης», με ταυτόχρονη πρόβλεψη της υποκατάστασής τους από υπηρεσιακούς μηχανισμούς ψυχολογικού πολέμου, πολύ προτού περπατήσει στο οδόστρωμα ο πρώτος διαδηλωτής. «Είναι εξαιρετικά σημαντικό να υπάρξει μια εξωστρεφής και δυναμική διαδικασία επικοινωνίας από το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, με στόχο την εξήγηση των δράσεων, κυρίως των εκτάκτων, της Ελληνικής Αστυνομίας», ξεκαθαρίζει δίχως περιστροφές το προτελευταίο κεφάλαιο του «εθνικού σχεδίου».
«Η επικοινωνιακή διαχείριση της συνάθροισης θα αποτελεί συστατικό μέρος του επιχειρησιακού σχεδιασμού και του σχεδίου ασφαλείας της αρμόδιας Αστυνομικής Αρχής. Η διαδικασία επικοινωνίας θα ξεκινά πριν τη διοργάνωση μιας συνάθροισης και θα κορυφώνεται κατά τη διάρκειά της εξέλιξής της, αλλά και μετά την ολοκλήρωσή της, ιδιαίτερα στην περίπτωση που έχουν υπάρξει βίαια επεισόδια. [...] Σε αυτή τη διαδικασία η Ελληνική Αστυνομία θα αξιοποιεί το οπτικοακουστικό υλικό, το οποίο έχει συλλεχθεί με τα τεχνολογικά μέσα [...] σύμφωνα με το πλαίσιο του Π.Δ. 75/2020 για τη χρήση συστημάτων επιτήρησης με τη λήψη ή καταγραφή ήχου ή εικόνας σε δημόσιους χώρους».
Την επομένη του αιματηρού «Πολυτεχνείου» του 1980 με τους δύο νεκρούς κι εκατοντάδες τραυματισμένους διαδηλωτές από τα αφηνιασμένα ΜΑΤ, τα μόνα πλάνα που οι τηλεθεατές της εποχής αξιώθηκαν να δουν στις οθόνες του κρατικού ΕΙΡΤ ήταν κάτι τρομοκρατικά στιγμιότυπα από τις παράπλευρες, αρκετά μεταγενέστερες ενδοφοιτητικές συμπλοκές ΚΝΕ-αναρχικών γύρω από το ΕΜΠ. Με τον εκσυγχρονιστικό ζήλο των κυβερνώντων μας να μας επαναφέρουν με βήμα ταχύ σ’ εκείνα τα χρόνια, προτού ο επάρατος μεταπολιτευτικός ριζοσπαστισμός νομιμοποιηθεί αναδρομικά από την κυβερνητική τομή του 1981, η αναβίωση παρόμοιων πρακτικών θα πρέπει να θεωρηθεί κάτι παραπάνω από αναμενόμενη.
EFSYN
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου