Παρασκευή 26 Φεβρουαρίου 2021

Δέσμια Δημοκρατία και ανυπακοή

του Σπύρου Γεωργάτου

Ζούμε σε μια εποχή παραφθοράς της αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας. Οι θεσμικοί μηχανισμοί ελέγχου στις ΗΠΑ δεν εμπόδισαν μια οριακή προσωπικότητα, τον Τραμπ,  να αναστατώσει τη χώρα του και ολόκληρο τον κόσμο, ενεργώντας υπονομευτικά για τη Δημοκρατία στο όνομα του αμερικανικού λαού. Αλλά και στην Ευρώπη, μια χώρα με αξιομνημόνευτη συμβολή στον παγκόσμιο πολιτισμό, η Ουγγαρία, ταλανίζεται και δυσφημείται από τον Ορμπάν. 

Στην Ελλάδα, παρότι τα πρόσωπα και οι καταστάσεις δεν είναι οι ίδιες, οι μεθοδεύσεις της κυβέρνησης αρχίζουν να παίρνουν μια επικίνδυνη τροπή, εξελισσόμενες σε αυτό που οι νομικοί ονομάζουν τυραννία της πλειοψηφίας. Θα εξηγήσω αμέσως τι εννοώ.

Ας αφήσουμε -σκόπιμα- έξω από τη συζήτηση τις περιπτώσεις εκείνες όπου η ίδια η κυβέρνηση παραβιάζει τους κανόνες που έχει θεσμικά υιοθετήσει, τη μια λόγω «ανεμελιάς» και την άλλη από κουτοπονηριά ή υπεροψία (όπως, π.χ., με τα «σκονάκια» που στάλθηκαν στα δελτία ειδήσεων της ΕΡΤ, την παράκαμψη της σειράς προτεραιότητας στους εμβολιασμούς και την ανευθυνότητα που επέδειξε η υπουργός Πολιτισμού στο σκάνδαλο Λιγνάδη).

Αυτά τα περιστατικά ελέγχονται εύκολα, αλλά αντιμετωπίζονται ακόμα ευκολότερα από την κυβέρνηση, εάν ο πρωθυπουργός πει ένα «συγγνώμη, λάθος» ή βρεθεί ο αποδιοπομπαίος τράγος, που θα πάρει την άγουσα στον επόμενο ανασχηματισμό. Το μείζον πρόβλημα προκύπτει όταν μια συμπαγής, μονοκομματική πλειοψηφία ψηφίζει εκδικητικά στη Βουλή (όπως στην περίπτωση του Δημήτρη Κουφοντίνα και παλαιότερα με τον Ανδρέα Παπανδρέου)·  όταν η κυβέρνηση εξοβελίζει με ανάλογο τρόπο όποιον δημόσιο λειτουργό δεν ευθυγραμμίζεται με τις μεθοδεύσεις της (όπως με την Ελένη Τουλουπάκη)· ή όταν επιβάλλεται, πάλι μέσω μιας τυραννικής πλειοψηφίας, ένα αυταρχικό πλαίσιο κανόνων στο Πανεπιστήμιο, με το οποίο διαφωνεί ολόκληρη η ακαδημαϊκή κοινότητα γιατί προσβάλλει κατάφορα το αυτοδιοίκητο (όπως ο νόμος Κεραμέως).

Εκεί το θέμα είναι πολύ πιο δύσκολο να ελεγχθεί, γιατί τα πάντα έχουν γίνει σύμφωνα με τους κανόνες, θεσμικά και συντεταγμένα, εν ονόματι δήθεν του ελληνικού λαού.

Για να δείξω που μπορεί να φτάσει η τυραννία της πλειοψηφίας, αρκεί να υπενθυμίσω ό,τι συνέβη το 2012, όταν δεκάδες οροθετικές γυναίκες συνελήφθησαν από την αστυνομία με την κατηγορία της «βαριάς σκοπούμενης βλάβης» και οι φωτογραφίες τους δημοσιεύθηκαν με ευθύνη του τότε υπουργού -και επίδοξου αρχηγού του ΚΙΝΑΛ- Λοβέρδου. Ως δικαιολογία για αυτή την κατάπτυστη, μισανθρωπική πρακτική χρησιμοποιήθηκε η υγειονομική διάταξη 39α/2012 για τον «περιορισμό της διάδοσης λοιμωδών νοσημάτων».

Ό,τι έκανε ο Λοβέρδος με τη στήριξη της τότε κυβέρνησης και της βουλευτικής πλειοψηφίας επικρίθηκαν σφοδρά από Ανεξάρτητες Αρχές και διεθνείς οργανώσεις. Αλλά αυτά τα αντίδοτα δεν ήταν αρκετά για να εξουδετερωθεί το τοξικό δηλητήριο. Έπρεπε να φύγει ο Λοβέρδος και να έρθει στο υπουργείο (ως υφυπουργός) η Φωτεινή Σκοπούλη για να αντιμετωπιστεί αυτό το όνειδος -στο οποίο, αν δεν κάνω λάθος, επανήλθαμε επί υπουργίας Γεωργιάδη.

Για να μη χρονοτριβούμε λοιπόν και να μιλάμε επί της ουσίας πρέπει κάποτε να προσδιορίσουμε τα όρια ανάμεσα σε πολιτικές που εφαρμόζονται -επώδυνα ίσως- προς όφελος της κοινωνίας και σε πολιτικές που, με αυτό το πρόσχημα, παραβιάζουν κατάφορα τις ελευθερίες και τα δικαιώματα, όχι μόνο μιας μειοψηφίας, αλλά ενδεχομένως και της πλειοψηφίας των πολιτών. Πως γίνεται αυτό το δεύτερο και πως καθίσταται τελικά η Δημοκρατία δέσμια των κανόνων της και κακέκτυπο του εαυτού της είναι πολύ συγκεκριμένο.

Η λαϊκή κυριαρχία ασκείται και πραγματώνεται, πρώτα από όλα, με τις ελεύθερες εκλογές. Οι αντιπρόσωποι που εκλέγονται στη Βουλή δίνουν μετά ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση. Από εκεί και πέρα, η πλειοψηφία αποφασίζει. Η παράταξη που κέρδισε στις εκλογές υλοποιεί το πρόγραμμά της μέσω νόμων που ψηφίζονται στη Βουλή, σε αρμονία πάντα με το Σύνταγμα. Οι νόμοι εφαρμόζονται και ισχύουν εν ονόματι του λαού. Όλα αυτά συμβαίνουν βέβαια ιδεοτυπικά, στο πλαίσιο δηλαδή μιας αψεγάδιαστης Δημοκρατίας. Η πραγματικότητα όμως είναι αρκετά διαφορετική.

Κατ’ αρχήν, στις βουλευτικές εκλογές δεν ψηφίζουν όλοι όσοι έχουν δικαίωμα ψήφου. Και, κυριότερον, το εκάστοτε εκλογικό σύστημα μπορεί να μεταβάλει σημαντικά τους συσχετισμούς στη Βουλή.

Υπάρχει μια απειρία μεθοδεύσεων (ορισμός εκλογικών περιφερειών, μονοεδρικές, πρώτη και δεύτερη κατανομή εδρών, πλαφόν για την είσοδο στη Βουλή, μπόνους πρώτου κόμματος, κ.λ.π.), μέσω των οποίων άλλα ψηφίζουν οι πολίτες και άλλα αποτυπώνονται στο Κοινοβούλιο. Τέτοια συστήματα ενισχυμένης -ή υπερ-ενισχυμένης- αναλογικής υιοθετούνται συνήθως με δικαιολογία τον σχηματισμό σταθερής και βιώσιμης κυβέρνησης. Αλλά η λογική βάση αυτής της πρακτικής είναι σαθρή.

Πότε ρωτήθηκε το εκλογικό σώμα για το αν προτιμά «σταθερές», μονοκομματικές κυβερνήσεις ή πιο «ευαίσθητα», συμμαχικά σχήματα; Και από που προέκυψε ότι η πρώτη λύση είναι αποτελεσματικότερη -και πιο δημοκρατική- από τη δεύτερη;

Πρόκειται για «κυκλικό επιχείρημα». Το κόμμα που έχει κερδίσει τις προηγούμενες εκλογές και διαθέτει ενισχυμένη πλειοψηφία στη Βουλή λόγω του (προηγούμενου) εκλογικού νόμου, άσχετα με το αν οι προτιμήσεις των πολιτών έχουν αλλάξει στο μεταξύ,  επιβάλλει ό,τι εξυπηρετεί τις άμεσες επιδιώξεις του.

Αυτό γίνεται κατά κανόνα με την επίκληση της «λαϊκής εντολής» ή του «συμφέροντος του τόπου», δηλαδή με ασαφή ή αμφισβητήσιμα κριτήρια, που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν σχεδόν ο,τιδήποτε. Θα ήταν αλλιώς, αν είχε προηγηθεί δημοψήφισμα ή αν υπήρχε ένα πάγιο εκλογικό σύστημα, μερίμνη του Συντάγματος. Αλλά, και πάλι, η λύση δεν θα ήταν ιδανική, γιατί οι αρχικές συνθήκες, δηλαδή οι πολιτικοί συσχετισμοί σε ένα προηγούμενο ιστορικό «στιγμιότυπο», θα καθόριζαν το τι πρόκειται να συμβεί στο μέλλον.

Η μόνη μέθοδος που αποκλείει την παραμόρφωση της λαϊκής ετυμηγορίας είναι η συνταγματική κατοχύρωση ενός παγίου συστήματος απλής και ανόθευτης αναλογικής. Μόνο τότε θα μπορούμε να μιλάμε για μια πραγματικά αντιπροσωπευτική Δημοκρατία.

Μέχρι να ισχύσει αυτός ο κανόνας, μέχρι να γίνουν οι Ανεξάρτητες Αρχές πραγματικά ανεξάρτητες και ισχυρές, μέχρι να βγει η Δικαιοσύνη από τη σκιά της μεροληψίας για την οποία εγκαλείται συχνά στον δημόσιο χώρο, μέχρι να υπάρξουν συνταγματικές εγγυήσεις για την προστασία των μειοψηφιών από τις τυραννικές πλειοψηφίες που διαμορφώνονται μέσω εκλογικίστικων μεθοδεύσεων, ένας μόνο τρόπος υπάρχει για να αντιμετωπίσουν οι πολίτες ό,τι θεωρούν άδικο και μη νομιμοποιημένο στην κοινωνία: Η ανυπακοή.

Αυτό δεν μεταφράζεται βέβαια σε φραστικές ακρότητες, μολότοφ ή, απ’ την άλλη μεριά, σε έναν ουδετερόφιλο αναχωρητισμό. Η πολιτική ανυπακοή περιλαμβάνει μια ειρηνική μεν, αλλά συνεπή κι ασυμβίβαστη στάση ζωής, που έχει κόστος και συνέπειες. Όσοι πιστεύουν πραγματικά στη Δημοκρατία θα το αντέξουν. Οι υπόλοιποι θα εξακολουθήσουν να μεμψιμοιρούν ή να φαντασιώνονται κυβερνήσεις που εναλλάσσονται κι ανεβοκατεβαίνουν κατά βούλησιν στα όνειρά τους.

TVXS

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου