Παρασκευή 21 Δεκεμβρίου 2018

Όταν οι μύθοι κτίζουν πολιτικές


του Δημήτρη Μάρδα
Κατά τη διάρκεια της καθιερωμένης συζήτησης που έλαβε χώρα στη Βουλή με αφορμή τον κρατικό προϋπολογισμό του 2019, ακούστηκαν ενδιαφέρουσες κριτικές, που όπως είναι φυσικό προκάλεσαν τις ανάλογες απαντήσεις.
Αναλυτικότερα ακούστηκε ότι «Ήταν αχρείαστη η λιτότητα μετά το 2014, όπως αχρείαστο ήταν και το τρίτο Μνημόνιο». Η θέση αυτή τονίστηκε κατ’ επανάληψη, τόσο από τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης όσο και από άλλους. Τα προαναφερθέντα υπονοούν φυσικά το εξής: Αν δεν σταματούσε η πορεία του success story το 2014, τότε η χώρα θα έβγαινε από το Μνημόνιο το 2015!
Στοιχεία και εξελίξεις που οδηγούν σε διαφορετικά συμπεράσματα, όχι τόσο αισιόδοξα φυσικά, παρατίθενται ακολούθως. Αναλυτικότερα, το 2014, όπως και το 2013,  η οικονομία εκτροχιάστηκε με συνέπεια οι πραγματικές εξελίξεις να απέχουν κατά πολύ από τις προβλέψεις, εξέλιξη που λειτούργησε ανασχετικά σ’ ό,τι αφορά τις μελλοντικές τάσεις.
Έτσι, το ΑΕΠ αντί να αυξηθεί κατά 2,2% σύμφωνα με τις προβλέψεις του ΔΝΤ αυξήθηκε κατά 0,7%. Το πρωτογενές πλεόνασμα του κρατικού προϋπολογισμού έκλεισε στο 1/3 του προβλεπόμενου. Οι επενδύσεις μειώθηκαν κατά 12% αντί της προβλεπόμενης αύξησης του 2,7%. Παρόμοιες δυσμενείς εξελίξεις κατέγραψαν οι εισαγωγές, εξέλιξη που οδήγησε σε πρόσθετες πληρωμές στο εξωτερικό της τάξης των 5 δις ευρώ.
Λόγω της ασυνέπειας και της μη τήρησης των συμφωνηθέντων, η χώρα δεν έλαβε την προβλεπόμενη δόση από το ΔΝΤ τον Αύγουστο του 2014.
Η τότε κυβέρνηση κατέθεσε ένα σύνολο προτάσεων με τη βοήθεια των οποίων θεωρούσε ότι θα έκλεινε το δικό της Μνημόνιο. Τα μέτρα όμως αυτά της τάξης των 1,5 δις ευρώ –που φέρουν τον τίτλο ως μέτρα Χαρδούβελη– χαρακτηρίστηκαν από τον εκπρόσωπο του ΔΝΤ τον κο Τόμσεν ως μέτρα Μίκυ Μάους, δηλαδή ως άκρως ανεπαρκή και ως εκ τούτου, μη αποδεκτά. H τρόικα έδειχνε με τη συμπεριφορά της ότι επιζητούσε περισσότερα μέτρα.
Αν όλα λοιπόν ήταν τόσο ευνοϊκά, χωρίς πρόσθετα μέτρα, γιατί υπήρχε διαρκής χρονική μετάθεση του κλεισίματος της τελευταίας αξιολόγησης του 2ου Μνημονίου; Αυτή όφειλε να κλείσει κατά τα προβλεπόμενα, τον Σεπτέμβριο του 2014.
Αν η ΝΔ ήταν κυβέρνηση κατά το 2015, τότε όφειλε να βρει χρηματικούς πόρους για να εξοφλήσει 57 δις ευρώ χρέους τα δυο επόμενα χρόνια. Από πού θα έβρισκε αυτά τα χρήματα; Μήπως από τις αγορές ή από την ΕΚΤ μέσω της ποσοτικής χαλάρωσης; Να σημειωθεί ότι οι εταιρίες αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας τη βαθμολογούσαν το 2014, με βαθμό από Β ως CCC-, όταν η βαθμολογία για τη συμμετοχή στην ποσοτική χαλάρωση είναι ΒΒΒ δηλαδή επτά σκάλες άνω του βαθμού Β και 11 σκάλες άνω του βαθμού CCC-. Επίσης, τα επιτόκια δανεισμού τότε (του δεκαετούς ομολόγου) ήταν γύρω στο 4-4,5%, υπερβολικά υψηλά.
Όλα τα δυσμενή προαναφερθέντα, πραγματικά δεδομένα, τροχοδρομούσαν ένα επόμενο Μνημόνιο και όχι μια εποχή εκτός Μνημονίων. Το ζητούμενο όμως τότε δεν ήταν τίποτα άλλο παρά μια διαφορετική στρατηγική που θα κατέληγε σε μια άλλη Συμφωνία βασισμένη σε άλλα δεδομένα. Αν και έγινε προσπάθεια προς αυτήν την κατεύθυνση το 2015, τελικά δεν ευοδώθηκε. Στην αναγκαιότητα για αλλαγή της στρατηγικής κατέληγε επίσης και η Έκθεση του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου, (το τέταρτο θεσμικό όργανο της ΕΕ) το 2018, σύμφωνα με την οποία τα δυο πρώτα Μνημόνια ήταν ελλιπή και ακατάλληλα.
Μια δεύτερη κριτική που ασκήθηκε κατά τη συζήτηση για τον κρατικό προϋπολογισμό του 2019, έδωσε έμφαση στην «Πρωτόγνωρη ενισχυμένη εποπτεία για τα ευρωπαϊκά δεδομένα κατά τη Μεταμνημονιακή περίοδο». Η θέση αυτή υπονοεί ότι αν η ΝΔ ήταν κυβέρνηση και η οικονομία εκτός Μνημονίων, τότε δε θα οδηγούταν η χώρα στην ενισχυμένη εποπτεία.
Η ενισχυμένη εποπτεία κατά την Μεταμνημονιακή περίοδο προβλέπεται από το «πακέτο των 2 μέτρων» της ΕΕ. Πράγματι, δυο νομοθετήματα της ΕΕ, οι Κανονισμοί 472 και 473 του 2013, προβλέπουν την διαδικασία της συγκεκριμένης εποπτείας.
Το Άρθρο 24 του πρώτου Κανονισμού γράφει όμως τα ακόλουθα που ενδεχομένως αγνοούν κάποιοι, καθώς δεν ασχολούνται επισταμένα με την Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Ειδικότερα, σημειώνεται ότι στο πλαίσιο της ενισχυμένης εποπτείας, «Τα κράτη-μέλη παραμένουν υπό εποπτεία μετά το πρόγραμμα εφόσον δεν έχουν εξοφλήσει τουλάχιστον το 75% της χρηματοδοτικής συνδρομής που έχει ληφθεί από την ΕΕ, τα κράτη-μέλη κ.λπ».

Η θέση περί «πρωτόγνωρης ενισχυμένης εποπτείας» υπονοεί λοιπόν ότι μια άλλη πολιτική της ΝΔ μετά το 2015, δε θα ενέτασσε τη χώρα στην τόσο επώδυνη εποπτεία. Αυτή η άποψη εμμέσως πλην σαφώς υποδηλώνει ότι η ΝΔ θα μπορούσε να εξοφλήσει το 2015 ή λίγο αργότερα το 75% των 190 περίπου δις ευρώ που δανείσθηκε η χώρα κατά τα δυο Μνημόνια ( 58 δις ευρώ κατά το πρώτο και 131 δις ευρώ κατά το δεύτερο). Με τι τρόπο άραγε θα εκπλήρωνε η ΝΔ ή οποιοδήποτε άλλο κυβερνών Κόμμα αυτόν τον ανέφικτο στόχο;
Όταν κυνηγάμε το αδύνατο τότε καταλήγουμε στο εξής: Οι μύθοι στην οικονομία προκαλούν εύλογα στρεβλές εντυπώσεις, οι οποίες με τη σειρά τους παράγουν ένα περιβάλλον  μιας εικονικής πραγματικότητας, μακράν των όποιων ρεαλιστικών στοχεύσεων.
Τέλος, τονίστηκε από τον γενικό εισηγητή της ΝΔ για τον κρατικό προϋπολογισμό του 2019, ότι ως νέα κυβέρνηση, στο πλαίσιο της υπό διαμόρφωση πολιτικής της, «θα οικοδομήσει ένα φιλικό περιβάλλον για τις επιχειρήσεις, θα αξιοποιήσει τη δημόσια περιουσία, θα ξεμπλοκάρει τις ιδιωτικές επενδύσεις….»
Τα προαναφερθέντα «Θα» και άλλα τόσα που προβλήθηκαν δεν απαιτούσαν όμως ούτε ένα ευρώ, τόσο στο άμεσο όσο και στο απώτερο παρελθόν της διακυβέρνησης της χώρας από την ΝΔ-ΠΑΣΟΚ.
Ερώτηση: Τι συνταρακτικό έγινε στη ΝΔ ως προς τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του ανθρωπίνου κεφαλαίου της σήμερα, σε σχέση με το (2012-2014) ή (2005-2009);  Ή διαφορετικά, τι άλλαξε σε πρόσωπα σε σχέση με το παρελθόν και γιατί αυτά που προτείνονται τώρα δεν εφαρμόστηκαν στην περίοδο της «ευμάρειας» (2004-2009) ή της κρίσης (2012-2014);
Θα μπορούσαν τα ανωτέρω να ήταν αποδεκτά αν όσοι τα προτείνουν, δεν είχαν πολιτικό παρελθόν στο Κοινοβούλιο και αποτελούσαν μια νέα, φρέσκια πολιτική ομάδα ή κόμμα.
Αντίθετα, η υφιστάμενη πεπαλαιωμένη δομή των βουλευτών και των βασικών στελεχών της ΝΔ δεν παρέχει τα εχέγγυα για τις αυτονόητες κατά τα άλλα αλλαγές που υπόσχεται για το μέλλον.
Τέλος, σε όλα τα πολιτικά κόμματα τα πάντα έχουν σημείο εκκίνησης την ηγετική ομάδα, όπου στην κορυφή της βρίσκεται ο αρχηγός του Κόμματος. Εδώ εύλογα τίθεται ένα ύστατο αλλά καίριο ερώτημα: Έχοντας υπόψη την παγκόσμια εμπειρία, πού και πότε γόνοι πολιτικών οικογενειών, συνεχιστές της εξουσίας που παρέλαβαν από τους προγόνους τους, έσωσαν τη χώρα τους.
Εμείς δεν μπορέσαμε να βρούμε έστω και μια περίπτωση. Το αντίθετο όμως έχει συμβεί. Ενδεικτικά, δίνονται γεγονότα όπου το κληρονομικό δικαίωμα της εξουσίας οδήγησε σε στασιμότητα, κρίσεις ή καταστροφές.
Δε θα φέρουμε παραδείγματα από τριτοκοσμικές χώρες όπου οι Βασιλικές οικογένειες συνθλίβουν τη δημοκρατία, αλλά από τις υπόλοιπες.
Πρώτο παράδειγμα, η Συρία, με την οικογένεια Άσσαντ. Δε νομίζουμε ότι εδώ χρειάζονται περεταίρω σχόλια για τις επιπτώσεις της πολιτικής του Άσσαντ του νεότερου.
Δεύτερο, Πακιστάν με την οικογένεια Μπούτο. Η Μπεναζίρ Μπούτο ως συνεχίστρια της εξουσίας που παρέλαβε από τον πατέρα της δολοφονήθηκε ενώ η χώρα δεν γνώρισε κάποια άνθηση. Σημειώνεται ότι ο σύζυγός της ο κ. Ζαρντανί έφερε τον …ευγενικό τίτλο του ο «κύριος 10%», από τις μίζες που έπαιρνε.
Τρίτο, Ινδία, με την Ιντιρα Γκάντι απόγονο της ισχυρής δυναστείας των Νεχρού με παππού και πατέρα ηγετικές πολιτικές φυσιογνωμίες. Δολοφονήθηκε και αυτή χωρίς να οδηγήσει τη χώρα της σε άλλο ανώτερο επίπεδο…
Τέταρτο, ΗΠΑ, οικογένεια Μπους. Η άστοχη πολιτική του Μπους του νεότερου στο Ιράκ κατά το 2003-4 ερμηνεύει την εκτροπή που ζει ο πλανήτης σήμερα στο χώρο της Μ. Ανατολής.
Απομένει βέβαια και ο Κιμ της Βορείου Κορέας ως «κληρονόμος» του πατέρα του. Θα εκπλαγούμε όμως αν χρησιμοποιηθεί από τους υποστηριχτές της εξεταζόμενης μορφής ηγεσίας των κομμάτων, ως επιτυχημένο παράδειγμα.
tvxs

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου