Τρίτη 18 Δεκεμβρίου 2018

Όταν οι νεκροί μας δείχνουν το θηρίο


της Ιωάννας Σωτήρχου

"Οξ’ ο κοσμάκης φώναζε: "Πεινάμε τέτοιες μέρες" γερόντοι και γερόντισσες, παιδάκια και μητέρες· κι οι των επίγειων αγαθών σφιχτοί νοικοκυραίοι ανοίξαν τα παράθυρα και κράξαν: "Είστε αθέοι"». Κ. Βάρναλης, Πρωτοχρονιάτικο

Μια κοινωνία σε κρίση. Που αδυνατεί να ξεχωρίσει το θύμα, ψάχνει δικαιολογίες για τους θύτες και στο τέλος καταντά να σκυλεύει το άψυχο κορμί για ακόμη μια φορά, μετά θάνατον. Με τη βοήθεια των ΜΜΕ σχεδόν πάντα. Κι ενώ ο μακάβριος κατάλογος συμπληρώνεται με τη Ρόδο και τη Λευκίμμη, φαίνεται να παραμένει ανοιχτός, σαν πληγή, στη Γλάδστωνος, στο κέντρο της Αθήνας, μέρα μεσημέρι. Είναι οι συνθήκες της δολοφονίας του Ζακ Κωστόπουλου πριν από τρεις μήνες που σαν να άνοιξαν το καπάκι των καταπιεσμένων ενστίκτων και να έφεραν αντιμέτωπες την αγριανθρωπιά με την αλληλεγγύη. Και σίγουρα πολύ περισσότερα.

Μερικές από αυτές τις κοινωνικές δυναμικές που μας έφεραν ώς εδώ, αλλά και τα ερωτήματα γύρω από το πώς σχηματίζονται οι εντυπώσεις στη σύγχρονη δημόσια σφαίρα, πώς αυτές οι εντυπώσεις αγνοούν ή απειλούν τα ανθρώπινα δικαιώματα και, τελικά, η αναζήτηση των τρόπων με τους οποίους θα μπορούσαμε να αντιδρούμε σε τέτοια αδιανόητη βία μέσα από συνειδητές πρακτικές αποτέλεσαν το πλαίσιο της συζήτησης ««Περιθώριο» και «νοικοκυραίοι»: η διαρκής δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου και εμείς», που διοργάνωσε το περιοδικό «Χρόνος» την περασμένη εβδομάδα.

Οπως εξήγησε εισαγωγικά ο συντονιστής της, δημοσιογράφος Δημήτρης Γλύστρας, «ο τίτλος της εκδήλωσης έχει σκοπό να αναφερθεί σε ένα αμφιλεγόμενο δίπολο που δημιουργήθηκε μέσα από τις προσλήψεις των γεγονότων της δολοφονίας του Ζακ Κωστόπουλου. Πώς και γιατί “χωριζόμαστε”; Πώς ορίζουμε τους άλλους και τελικά με ποιες διαδικασίες αυτοαναπαράστασης προσδιορίζουμε και τους από εδώ; Πώς εντοπίζουμε και αντιμετωπίζουμε μέσα από αυτό το συναισθηματικό πρίσμα τους καθημερινούς φασισμούς και πώς ερμηνεύουμε τη δημιουργία τους; Πώς συνδέονται αυτοί οι “οικείοι” ρατσισμοί με τις εθνικιστικές ιδέες και την άνοδό τους στις μεγάλες κλίμακες;».

Αλεξάνδρα Χαλκιά
«Εχει σημασία αν έπαιρνε ναρκωτικά;»

Στην πολιτική των αναπαραστάσεων εστίασε στην εισήγησή της η Αλεξάνδρα Χαλκιά, καθηγήτρια στο τμήμα Κοινωνιολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, καθώς με αφετηρία τη δολοφονία αναπτύχθηκε ένας σωρός λόγων στη δημόσια σφαίρα των μαζικών και κοινωνικών μέσων, λέξεων, εικόνων, βίντεο. Και μας κάλεσε να σκεφτούμε ποια είναι η πολιτική που φαίνεται να ασκούν οι διάφορες αναπαραστάσεις της δολοφονίας του Ζακ στον δημόσιο λόγο και συγκεκριμένα «τι είδους υποκείμενα αναδύονται από τις διάφορες ιστορίες των γεγονότων που μας παραθέτουν τα μαζικά και κοινωνικά μέσα, ποια από αυτά έρχονται στο προσκήνιο και ποια χάνονται; Ποιες κοινωνικές ιεραρχίες φυσικοποιούνται; Ποιοι-ες σκιαγραφούνται ως “καλοί”, ποιοι-ες ως “κακοί” και πώς/εάν σημειώνονται προκλήσεις σε αυτές τις εγγραφές;».

Εθεσε όμως και το εμβληματικό ερώτημα: «Γιατί, για παράδειγμα, είχε τόση σημασία το εάν ο βάρβαρα και ξεδιάντροπα δολοφονημένος άνθρωπος, ο Ζακ, έκανε χρήση ναρκωτικών; Γιατί; Αλλάζει κάτι στο πώς βλέπουμε τις κλοτσιές των δύο ανδρών ιδιοκτητών; Τι είναι αυτό που αλλάζει; Ποιο στοιχείο ακριβώς; Αλλάζει κάτι στο πώς ερμηνεύουμε τις κλοτσιές και την καθήλωση στην οποία τον υποβάλλουν οι αστυνομικοί λίγα λεπτά αργότερα; Εάν ναι, εάν θα τα βλέπαμε αλλιώς, τι δηλώνει μια τέτοια διαφορά; Ή, αφήνοντας στην άκρη τα ναρκωτικά, γιατί τόσοι πολλοί άνθρωποι θεωρούν ότι εάν ο Ζακ μπήκε πράγματι στο μαγαζί για να κλέψει, τα γεγονότα που ακολούθησαν με κάποιον τρόπο γίνονται κατανοητά, έως και “σωστά”;»...

Τα ερωτήματα που έθεσε όμως δεν εξαντλούνται στα παραπάνω:
«Οποιο κι αν είναι το “περιθώριο” και όποια κι αν είναι η σχέση του με τους “νοικοκυραίους”, με τους αστυνομικούς αλλά και με υπουργούς, ποιο ακριβώς είναι αυτό το “εμείς” που φέρεται να στέκεται στην περίμετρο τέτοιων γεγονότων; Ποιο είναι αυτό το εθνικό κοινωνικό σώμα που τους συνέχει -που μας συνέχει- και αναδύεται μέσα από όλα αυτά; Και, τέλος, πώς θα μπορούσαν να ανασχηματιστούν οι κοινωνικές συνθήκες και τα κοινωνικά υποκείμενα με τρόπο ώστε η δολοφονία του Ζακ να είναι τουλάχιστον η τελευταία;» κατέληξε.

Θεοδόσης Γκελτής
«Νοικοκυραίοι ήταν. Ούτε ειδικοί φρουροί, ούτε παρακρατικοί»

Τα πολλαπλά στρώματα νοημάτων που πλαισιώνουν το γεγονός της δολοφονίας επιχείρησε να αναδείξει ο υποψήφιος διδάκτορας Κοινωνικής Ανθρωπολογίας και Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Αιγαίου, Θεοδόσης Γκελτής. Από τη μια ο ανθρωπογεωγραφικά πολύφωνος τόπος, στον οποίο η διασάλευση των ιεραρχημένων εξουσιών πειθαρχείται κυριολεκτικά μέχρι θανάτου.

«Ποιοι δολοφόνησαν τον Ζακ; Η συλλογική ταυτότητα που χρεώθηκε αυτή τη βάρβαρη πράξη ήταν οι νοικοκυραίοι, οι μαγαζάτορες» και όχι άδικα, όπως τεκμηρίωσε στη συνέχεια ο ομιλητής, αφού αυτοπροσδιορίζονται ως τέτοιοι καθώς «είναι φανερό πως μια από τις ιδεολογικές μήτρες που φυσικοποιούν μια τέτοια συμπεριφορά τη θεωρούν δίκαιη και αυτονόητη άμυνα, είναι η φετιχοποίηση της μικροϊδιοκτησίας. Είναι το “τι θα κάνατε αν έμπαινε στο σπίτι ή στο μαγαζί σας;”. Πυρήνας των άπειρων διαδικτυακών σχολίων που προέκυψαν ήταν αυτός. Οι μαγαζάτορες υπερασπίστηκαν το βιος τους από τον εισβολέα. Μια πράξη αναμενόμενη, αν όχι και επαινετέα. Είναι λάθος να αναδείξουμε αυτόν τον παράγοντα; Νοικοκυραίοι δεν ήταν; Ούτε ειδικοί φρουροί, όπως στην περίπτωση του Γρηγορόπουλου, ούτε παρακρατικοί, όπως στην περίπτωση του Φύσσα», είπε, παραθέτοντας τον Βάρναλη που χρόνια πριν επικέντρωσε την κριτική του σε αυτήν την ιδεολογία, στην τελευταία στροφή του ποιήματος «Πρωτοχρονιάτικο».


Αναφερόμενος στην κινηματική απόκριση «Σε αυτή την κοινωνία την ομοφοβική, μια τζαμαρία κοστίζει μια ζωή», έδωσε ακόμη μία συνιστώσα της σύγκρουσης που πλαισίωσε το γεγονός: «Οροθετικότητα, εργασία στο σεξ, σεξουαλικός αρνητισμός, ρευστότητα των φύλων. Ο Ζακ με τη ζωή του και τον λόγο που άρθρωσε ταρακούνησε πολλές “βεβαιότητες”. Ολες αυτές οι ταυτότητες που αγκάλιασε και ανέδειξε τον εξόριζαν αυτόματα στις παρυφές της ανθρώπινης ύπαρξης, στα όρια». Εκεί που ο κοινωνικός θάνατος έχει ήδη συντελεστεί, διευκολύνεται ο φυσικός, υποστήριξε και απάντησε και στην αντίρρηση που μπορεί να είχε κανείς: «Διαβάστηκαν οι ταυτότητες αυτές πάνω του κατά τη στιγμή της δολοφονίας; Εγώ υποστηρίζω πως ναι. Ενα άτομο που δεν έκανε το λεγόμενο straight passing, δεν περνούσε για straight άντρας. Ενας άνθρωπος που αφού δεν είναι με εμάς είναι με τους άλλους: πρεζάκι, κλέφτης, αλήτης. Ή να πούμε καλύτερα αλητόπουστας; Αφού δεν μπήκε για να αγοράσει, μπήκε για να κλέψει. Τίποτα άλλο δεν είναι πολιτισμικά διανοητό...».

Εμβαθύνοντας ακόμη περισσότερο στο υπόβαθρο της δολοφονίας, ο ομιλητής αναζήτησε «τους μηχανισμούς εκείνους που υφαίνονται καθημερινά, ώστε να φτάνουμε στο σημείο μια δολοφονία να μην αναγνωρίζεται ως τέτοια από το σύνολο της κοινής γνώμης. Να φτάνουμε στο σημείο να περιμένουμε ιατροδικαστικές εκθέσεις για να μας πουν το αυτονόητο: πως αν παίξεις μπάλα με το κεφάλι ενός αιμόφυρτου, τον σκοτώνεις. Πως αν δέσεις πισθάγκωνα έναν ημιθανή, τον κλοτσάς στον θάνατο. Το υπέδαφος αυτής της βαναυσότητας είναι έμφυλο, ταξικό, σεξουαλικό. [...] Η αστυνομία δικαίως αναδεικνύεται ως συστηματικός, ιστορικός δράστης της καταπίεσης των περιθωριοποιημένων ομάδων. Με μια γενεαλογία βίας που γυρίζει στην αρχή της Μεταπολίτευσης, η αστυνομία συνδέεται άμεσα ή έμμεσα στις πιο συμβολικά ηχηρές δολοφονίες...».

Και επισήμανε τις αξίες που παραμένουν ζητούμενο: «Η υπόθεση του Ζακ ξαναφέρνει την ανάγκη να μιλήσουμε για τις μεταρρυθμίσεις που δεν έγιναν: δικαιοσύνη και αστυνομία. Αν ο Ζακ ζούσε, θα ήταν φορτωμένος με κατηγορίες», παρατήρησε, θίγοντας την αστυνομική επιχείρηση συγκάλυψης.

Κωνσταντίνος Πουλής
«Σιγά και ποιος θα ασχοληθεί με το πρεζόνι»

Ο δημοσιογράφος Κωνσταντίνος Πουλής επισήμανε ότι ήταν ακριβώς όλα αυτά τα σοκαριστικά που ακούστηκαν στη συνέχεια σε βάρος του άγρια δολοφονημένου ανθρώπου αυτά που επέτρεψαν εξαρχής τη δολοφονία του, πως αν δεν υπήρχε αυτή η περιρρέουσα ατμόσφαιρα, όπως το μίσος προς τον αδύναμο, τον άνθρωπο που δεν μπορεί να ασκήσει βία, που είναι διαφορετικός και δεν μιλάει από θέση κύρους, δεν θα μπορούσαν να σκοτώσουν με κλοτσιές, μέρα μεσημέρι στο κέντρο της Αθήνας, έναν πεσμένο καταγής και πληγωμένο άνθρωπο, ούτε ο κόσμος θα μπορούσε να διανοηθεί να παρακολουθήσει το περιστατικό αδρανής.

Με λίγα λόγια, ότι «αυτό που συνέβη και η συγκάλυψη εκ μέρους της αστυνομίας και των συνεργαζόμενων με αυτήν Μέσων Ενημέρωσης δεν θα ήταν εφικτά αν δεν πίστευαν ότι πρόκειται για μια τέτοια περίπτωση. Δηλαδή, εκ των υστέρων ξέρουμε ότι βγήκαν καθαρές οι τοξικολογικές εξετάσεις του, ωστόσο την ώρα που αποφάσιζαν να συγκαλύψουν τόσο ωμά το έγκλημα είναι βέβαιο ότι σκέφτηκαν “σιγά και ποιος θα ασχοληθεί με το πρεζόνι”.

»Αυτό που δείχνει η εικόνα με βάση τα όσα ξέρουμε είναι ότι υπήρξε μια επίθεση με όλα τα αντανακλαστικά που εκ των υστέρων διαπιστώνουμε έκπληκτοι και αηδιασμένοι και ήταν ενεργά την ώρα του εγκλήματος, όλη η απαξία σε κάποια χαρακτηριστικά που μπορεί να υποδηλώνουν περιθώριο. Εκείνη τη στιγμή, η διαίσθηση κρίνει το παρουσιαστικό του και το μόνο που φαίνεται να έχει σημασία είναι αν έχει το κύρος ενός καθωσπρέπει, ενός κανονικού ανθρώπου, και οι κανονικοί άνθρωποι είναι αυτοί που σκοτώνουν άμεσα ή έμμεσα, ενεργά ή όχι, ο κανονικός άνθρωπος είναι όλη η βία που επιφέρει η πίεση της κοινωνίας να συμμορφωθούμε σε συγκεκριμένα πρότυπα» επισήμανε.

Κωστής Παπαϊωάννου
«Καθημερινοί φασισμοί στη μεγάλη εικόνα»

Στον βιασμό που ξεπερνάει τη στιγμή και στον πεζόδρομο της Γλάδστωνος που γίνεται πεδίο εφαρμοσμένης βιοπολιτικής στάθηκε ο πρώην πρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου κατά του Ρατσισμού και της Μισαλλοδοξίας, Κωστής Παπαϊωάννου, αναδεικνύοντας τις κοινωνικές αλλά και τις πολιτικές προεκτάσεις του επεισοδίου: «Το μόνο σχεδόν που μένει ασαφές είναι η αφορμή. Τι πυροδότησε την έκρηξη. Μια μικρή αφορμή που χρειαζόταν για να σκάσει στο κεφάλι του ένα συσσωρευμένο φορτίο ακραίας βίας», είπε, κατατάσσοντας την υπόθεση Ζακ ως δείγμα ραγδαίου εκφασισμού και παρατάσσοντας τους θύτες πέρα από τους φυσικούς αυτουργούς: παριστάμενοι θεατές, Αστυνομία, ΜΜΕ και γκάλοπ...

Οσο για τις προεκτάσεις του γεγονότος: «Καθημερινοί φασισμοί, μικροί, οικείοι, λεκτική βία στο λεωφορείο, απειλή στο ενοικιοστάσιο ή στην οικιακή βοηθό, στο σχολείο, στο τσατ, στο γηπεδάκι, το ξύλο από τον μπράβο του μπαρ στο νησί, η μυρωδιά μάτσο, ομοφοβία, σεξισμός, είναι η μικροκλίμακα. Μεγάλη εικόνα είναι η άνοδος του εθνικισμού, η σχολική κατάληψη για τη Μακεδονία, μια χώρα που πολεμάει για σημαίες και ταυτότητες, παρελάσεις και σημαιοφόρους, ένα πολιτικό σύστημα που καλοπιάνει ό,τι πιο σκοταδιστικό και μας μιλάει για εξωγήινους στον Υμηττό ή μας λέει πέσε στα τέσσερα, η μεγάλη κλίμακα», ανέφερε παραθέτοντας τα στοιχεία του εκφασισμού ως μια διαδικασία διαρκή, που συνθέτουν οι ομάδες εκκαθαριστικής βίας, οι πολιτοφυλακές και, πέρα από τα τάγματα της Χρυσής Αυγής, οι ομάδες εφέδρων ή αγανακτισμένων κατοίκων.

«Οι εμβληματικοί νεκροί της τελευταίας δεκαετίας, Γρηγορόπουλος, Φύσσας, Ζακ, βοηθούν να βλέπουμε το θηρίο» κατέληξε.

efsyn

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου