της Γλυκερίας Γκρέκου*
Η νύχτα ήταν παγωμένη. Τράβηξα τη φλοκάτη ίσαμε το μέτωπο. Δεκέμβρης 1949. Σε μια κώμη στα Πιέρια. Ξαφνικά: «Πατέρα, σήκω! Κάποιος χτυπάει την πόρτα !», ακούστηκε η Μαρίκα, η αδερφή μου. Ακολούθησε ταραχή. Ποιος ήταν τέτοια ώρα; Για καλό δεν βαρούσαν έτσι δυνατά. Τρομαγμένοι σηκωθήκαμε, ο πατέρας άναψε το τσακμάκι και πήγε στην πόρτα. Ξοπίσω του κι εγώ. «Γρηγόρη!», είπε η μάνα, «Εδώ εσύ!». Δεν την άκουσα, ήμουν δεκαεφτά χρόνων πια. Η πόρτα άνοιξε.
Τρεις χωροφύλακες, με τα χιτώνια πασπαλισμένα από το χιόνι στέκονταν μπροστά μας. «Μπρος, γρήγορα, όλοι στο τμήμα», είπε ένας κι έτριψε τα παγωμένα χέρια του. Η ερώτηση «Γιατί, τι κάναμε;» έμεινε αναπάντητη. «Γρήγορα, τελειώνετε!», συνέχισε. Ρίξαμε ό,τι είχαμε πάνω μας και ακολουθήσαμε. Κατηφορίζαμε αμίλητοι. Ακούγονταν οι βαριές πατημασιές στο παγωμένο χιόνι. Και οι ανάσες μας, κοφτές, παγωμένες. Ενας φώτιζε τον δρόμο με τον φακό του. Στραφτάλιζαν τα μυτερά κρύσταλλα που κρέμονταν. Περάσαμε την πλατεία, πιο κάτω ήταν η αστυνομία.
Χωρίς πολλά λόγια -είχαμε συνηθίσει πια- μας έχωσαν σε ένα δωμάτιο που κατέβαινες από το γκραβανί. Είχε κρύο και μια λαμπίτσα φως. Κοιταζόμασταν αμίλητοι, απελπισμένοι. Σαν ξημέρωσε, άρχισαν να μας ρωτάνε για τον αδερφό μου, ήταν από τους τελευταίους αντάρτες στα Πιέρια. Αφού απάντηση δεν πήραν, ο Αγιος έκανε το θάμα του και ο διοικητής έδωσε εντολή να λευτερωθούν οι αδερφές μου. Τον πατέρα τον έστειλαν στο βουνό, να ψάξει τον αδερφό μου. Εμεινα με τη μάνα.
Ενας αστυνόμος έφερε σε έναν τενεκέ λίγα κάρβουνα, ένα κανάτι νερό και δυο μπουκιές ψωμί. Η μάνα έτρωγε λίγο και άφηνε το πολύ για μένα. Ο πατέρας γύρισε άπραγος, τους έλεγε δεν μπορούσε να προχωρήσει στο βουνό. Του είπαν να φύγει. Θα κρατούσαν εμάς. Μου φάνηκαν ατέλειωτες οι μέρες. Κρύο, αγωνία, πείνα. Να 'ναι καλά η μαγείρισσα που κρυφά από τους χωροφυλάκους μάς έριχνε πότε πότε τα περισσεύματα. Ακόμα θυμάμαι τα μακαρόνια που μου έδωσε μια μέρα. Δεν έχω φάει πιο νόστιμα στη ζωή μου. Ενα βράδυ, φωνές ακούστηκαν. Ο διοικητής είχε φύγει κι αυτοί άρχισαν να μαλώνουν. Ενα μαχαίρι, από ένα άνοιγμα, έπεσε στα πόδια μου. Σκιάχτηκα!
Ξαφνικά, κόπασαν οι φωνές, ένας κατέβηκε τη σκαλίτσα. Πήρε το μαχαίρι, το έβαλε στην άκρη. Το χνώτο του μύριζε αλκοόλ. Είχε ένα βαλιτσάκι-γραμμόφωνο. «Ξέρεις να βάζεις πλάκες;», με ρώτησε. «Ναι», είπα. «Πέντε Ελληνες στον Αδη, ανταμώσαν ένα βράδυ…». Ιδρωμένος με μάτια κόκκινα τραγούδαγε και χόρευε ο χωροφύλακας, μερακλωμένος. «Σήκω! Σήκω να χορέψουμε», διέταξε, παρακαλετά. Σηκώθηκα, στη δεύτερη γυροβολιά σταμάτησε και ανέβηκε πάνω. Από εκείνο το βράδυ με συμπάθησε. Το άλλο πρωί, χτύπησε το πάτωμα. «Ελα έξω», μου λέει. Και μου έδωσε ένα πιάτο φαγητό. Είχα μέρες να φάω έτσι. Οι γιορτές πλησίαζαν. Το καταλάβαινα από τα γρυλίσματα των γουρουνιών που σφάζονταν.
Κι απ' τη στεναχώρια μου. Ξύπνησα αξημέρωτα από τις φωνές των παιδιών. Ελεγαν τα κάλαντα. Ανήμερα Χριστουγέννων, ο διοικητής Γιάννης Κρεμμύδας φόρεσε την καλή του στολή και πήγε στην εκκλησία για να μεταλάβει. Ο παπα-Αναστάσης στάθηκε με το δισκοπότηρο. «Κύριε διοικητά, ήρθες να κοινωνήσεις, αλλά δυο αθώες ψυχές κάνουν γιορτές στη φυλακή, σε παρακαλώ κάνε κάτι». Τότε εκείνος φοβούμενος την έλευση της Δευτέρας Παρουσίας, λέμε τώρα, έγνεψε καταφατικά: «Εντάξει». Λίγο μετά μας έβγαλαν και γυρίσαμε σπίτι. Αλλά οι περιπέτειες θα συνεχίζονταν για πολλά χρόνια ακόμη.
* εκπαιδευτικός - συγγραφέας
efsyn
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου