Βράδυ Τετάρτης 15 Μαρτίου 1995, γύρω στις 11, κατέφτασα πλησίστιος με το Οτομπιάνκι μου στα παλιά γραφεία του Mega στην Παιανία, έτοιμος για βάρδια - χαμαλίκι στη ζωντανή εκπομπή του Champions League. Νωρίτερα, βρισκόμουν στο κλειστό της Νέας Σμύρνης, σε κάποιο ματς μπάσκετ.
του Νίκου Παπαδογιάννη
Ευτυχώς δηλαδή, ειδάλλως η αστυνομία θα με θεωρούσε ύποπτο. «Και πού ήσασταν εσείς, μαυροντυμένε κύριε, γύρω στις 9, την ώρα που εκτοξεύτηκαν οι ρουκέτες; Τα ξέρετε καλά εσείς τα κατατόπια, στην πίσω όψη του κτιρίου. Για πείτε λοιπόν, για πείτε». Όχι ότι μιλούσαν στον πληθυντικό οι μπάτσοι, αλλά τέλος πάντων.
Στην πίσω όψη του κτιρίου, αυτήν που κληρονόμησε με τεράστια τρύπα από την τυφλή επίθεση της «17 Νοέμβρη» εκείνη την αποφράδα βραδιά, στεγαζόταν το κραταιό, τότε, αθλητικό τμήμα του καναλιού. Το γραφείο του έχασκε τώρα ορθάνοιχτο στα στοιχεία της φύσης και της τρομοκρατίας, σαν να έκλεινε το μάτι στους αγρούς της Κάντζας, αυτούς που για αρκετούς μήνες τον χρόνο λυμαίνονται κυνηγοί με καραμπίνες και στολές παραλλαγής.
Την άφιξή μου στις εγκαταστάσεις του καναλιού χαιρέτισαν ορδές ένστολων και άστολων αστυνομικών, με φλύαρα γουόκι - τόκι, άγρια σκυλιά και άγρια βλέμματα. Οι έχοντες και οι μη έχοντες εργασίαν συνωστίζονταν στο προαύλιο. Κάποια τζιμάνια είχαν ήδη ξεκινήσει την επιτόπια ανάκριση, μπας και πιάσουν τον ένοχο στα πράσα. Κάπου πολύ μακριά, οι Γιωτόπουλοι, οι Κουφοντίνες και οι Ξηροί γελούσαν σαρδόνια.
«Χτύπημα στον πυλώνα της ενημέρωσης, την ώρα της προβολής του δελτίου ειδήσεων», θα έγραφαν οι ανακοινώσεις της επόμενης ημέρας. Ίσως και (στολισμένη με «κοσμητικά» επίθετα) η ίδια η προκήρυξη. Δεν θα είχαν άδικο. Το Μega Channel εκείνης της εποχής, με διευθυντή τον Γιώργο Λεβεντογιάννη, ήταν, όντως, ένας αληθινός πυλώνας της ενημέρωσης. Και δέχθηκε αληθινή τρομοκρατική επίθεση.
Εκείνο το βράδυ πίστεψα ότι η τυφλή θεά κλείνει πότε πότε το μάτι στους αθώους. Πολλοί φίλοι και συνάδελφοι γλίτωσαν τον θάνατο ή το σακάτεμα χάρη σε ένα κλάσμα του λεπτού, σε μερικά εκατοστά του μέτρου, σε ένα ασανσέρ που καθυστέρησε μερικά δευτερόλεπτα, σε μία κασέτα που έπρεπε να μονταριστεί ξανά, σε ένα σαρδάμ που επέβαλε επανάληψη του σπηκάζ. Σε ένα ματς μπάσκετ όπου παίχτηκε παράταση.
Θυμάμαι βλέμματα φόβου, φωνές που τραύλιζαν και γόνατα που λύγιζαν. Θυμάμαι τη φράση που ακουγόταν ξανά και ξανά από τα χείλη των δεκάδων εργαζομένων που βρίσκονταν εκείνη την ώρα στο κτίριο: «Σωθήκαμε από θαύμα». Θυμάμαι, επίσης, το συμπέρασμα που αβίαστα ανέβαινε στα χείλη επωνύμων και ανωνύμων: «Οι τρομοκράτες ήθελαν νεκρούς».
Εκείνο που δεν θυμάμαι, είναι να εμφανίζονται οι ιδιοκτήτες του σταθμού και να πανηγυρίζουν για το τρομοκρατικό χτύπημα. Ούτε πολιτικάντηδες της (και τότε «γαλάζιας») αντιπολίτευσης, να καπηλεύονται τον τρόμο για να κατηγορήσουν την κυβέρνηση. Από το ίδιο το προσωπικό του καναλιού, πολλοί πανηγύριζαν που σώθηκαν, αλλά ουδείς κλαιγόταν επειδή έχασε την ευκαιρία να γίνει μάρτυρας υπέρ βωμών και ορθόδοξων εστιών. Ουδείς διανοήθηκε να μετατρέψει τις δραματικές στιγμές σε τσίρκο και το τραγικό συμβάν σε Δελφινάριο.
Παρακαλάτε, μωρέ, να πεθάνετε για να ρίξετε το γκουβέρνο; Είστε με τα καλά σας;
Αντρέα είχαμε το '95 στο Μαξίμου, Αντρέα λείψανο βέβαια, με Μιμή, χαρτορίχτρες και αστρολόγους. Με υπουργό Δημόσιας Τάξης τον φοβερό Παπαθεμελή και υφυπουργό τον Βαλυράκη. Βαθύ ΠΑΣΟΚ, μιάμιση δεκαετία μετά τις χαλεπές μέρες του 1981. Μεταλλαγμένο πλήρως και γηραλέο, όπως ο ίδιος ο ηγέτης του.
Στον προεδρικό θώκο της Νέας Δημοκρατίας καθόταν άβολα ο Μιλτιάδης Έβερτ, όχι ακριβώς εικόνισμα προοδευτικής και φωτισμένης πολιτικής σκέψης. Εξέφρασε αποτροπιασμό, αλλά απέφυγε να στοχοποιήσει τους φίλους του Παπαντρέου και του Λαλιώτη. Η αλητεία δεν είχε γίνει ακόμη κανόνας στην πολιτική σκηνή.
Ή μήπως θυμάμαι λάθος; Δύο χρόνια νωρίτερα, ο Αντώνης Σαμαράς είχε ρίξει την κυβέρνηση Μητσοτάκη, πατέρα Μητσοτάκη, με την τόσο γνώριμη στον τελευταίο μέθοδο της αποστασίας. Ο 27χρονος Κυριάκος ζούσε στο Λονδίνο και εργαζόταν στον ιδιωτικό τομέα ή παρίστανε τον πολιτικό αυτοεξόριστο. Ο 23χρονος Άδωνις πουλούσε βιβλία και ακροδεξιά ρητορεία, θηλάζοντας ταυτόχρονα τη νεοσύστατη «Ελληνική Αγωγή». Ο 31χρονος Βορίδης έθαβε κακήν κακώς το ματωμένο τσεκούρι για να φορέσει το φαιό κοστούμι του προέδρου του Ελληνικού Μετώπου.
Η αλαλιασμένη Ελλάδα σιχτίριζε τους δολοφόνους της «17 Νοέμβρη» αλλά αρνιόταν να υποψιαστεί ότι αυτός ο απίθανος ακροδεξιός εσμός, ένα σοβαρό Εθνικό Μέτωπο, τοποθετούσε θεμέλια για να γίνει, κάποτε, εξουσία. Σε μία φτωχική γωνιά των Σεπολίων, ο Γιάννης «Ατενοκούμπο» ήταν ένα ζαρωμένο μωράκι 3 μηνών στο ρωγοβύζι της νηστικής μητέρας του.
«Είχαμε προειδοποιήσει για το χτύπημα», ισχυρίστηκε η ψευτοαριστερή εγκληματική οργάνωση, στην προκήρυξη που δημοσιεύτηκε στο Έθνος. Ποιον; Μα …την Ελευθεροτυπία. «Η οργάνωση προσπαθούσε να παίρνει όλα τα μέτρα για να μη κινδυνεύσουν ζωές εργαζομένων», ξεσπάθωσε ο Κουφοντίνας στη δίκη του, πολλά χρόνια αργότερα. Και δολοφόνοι και ψεύτες. Να τα ακούει η μάνα του Αξαρλιάν και να της σφηνώνονται τα τζάμια στο μυαλό.
«Το κύκλωμα ειδοποίησης δεν λειτούργησε», συνέχισε ο φονιάς. «Μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε, για το πού και πώς έγινε το βραχυκύκλωμα». Τι άλλο να έφταιξε, καημένε, αόρατες «ξένες μυστικές υπηρεσίες», που άκουσον άκουσον, θέλησαν να συκοφαντήσουν αυτούς τους άγιους ανθρώπους.
Ο Λυκούργος, ο θρυλικός τηλεφωνητής της Ελευθεροτυπίας που είχε το αστυνομικό τμήμα για δεύτερο σπίτι επειδή δεχόταν εκών άκων τα τηλεφωνήματα των τρομοκρατών, ορκιζόταν ότι το τηλέφωνο έμεινε σιωπηλό εκείνο το βράδυ. Και έλεγε την αλήθεια.
Το χτύπημα στην καρδιά της ενημέρωσης και της τρομοκρατίας δεν ήταν γιαλαντζί, αλλά αδυσώπητο και αληθινό, με στόχο τον Κώστα, την Άννα, τη Ντίνα, τον Γιάννη, εμένα. Σωθήκαμε επειδή ήταν το τυχερό μας βράδυ. Προειδοποιητικό τηλεφώνημα στην Ελευθεροτυπία (όπου εργαζόμουν τότε, οπότε μάθαινα ακόμη και τα off the record μαντάτα) δεν έγινε ποτέ.
Εκτός πια, αν… – αλλά όχι, αυτό δεν θα το γράψω. Εγώ τους σέβομαι τους νεκρούς. Ακόμα και εκείνους που ουδέποτε με σεβάστηκαν.
koutipandoras
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου