του Δημήτρη Ψαρρά
H συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και ΠΓΔΜ και κυρίως η πολιτική αντιπαράθεση που προηγήθηκε και εξακολουθεί να τη συνοδεύει παράγουν ήδη αποτελέσματα.
Δεν εννοώ τα αποτελέσματα εκείνα που προβάλλει η Νέα Δημοκρατία, τις νομικές δηλαδή συνέπειες που συνεπιφέρει σε επίπεδο διεθνούς δικαίου η υπογραφή της συμφωνίας των Πρεσπών, ούτε τις αντιδράσεις, θετικές ή αρνητικές, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.
Αναφέρομαι στις πολιτικές συνέπειες που είναι ήδη ορατές στο εσωτερικό ολόκληρου του ελληνικού κομματικού συστήματος, στη βαθιά δηλαδή αλλοίωση των κομματικών οργανισμών που προκαλεί η επαναφορά ενός πολύπλευρου «εθνικού ζητήματος» στο επίκεντρο του πολιτικού ανταγωνισμού.
Κανένα από τα ελληνικά πολιτικά κόμματα δεν έχει παραμείνει το ίδιο, μετά τη στάση που κράτησε απέναντι στη συμφωνία.
Το φαινόμενο δεν είναι καινούργιο. Μια εξίσου σημαντική αλλοίωση υπέστησαν τα κόμματα την περίοδο 1992-1995, όταν κλήθηκαν -σε συνθήκες εσωτερικής κρίσης και τότε- να αντιμετωπίσουν ένα ζήτημα που επί δεκαετίες κρυβόταν κάτω από το χαλί.
Θα περίμενε κανείς ότι οι πολιτικοί σχηματισμοί θα είχαν γίνει σοφότεροι με την πικρή εμπειρία εκείνης της περιόδου, και κυρίως με το δεδομένο ότι τόσο ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης όσο και ο Ανδρέας Παπανδρέου, που χειρίστηκαν τότε το Μακεδονικό, έκαναν έμπρακτη αυτοκριτική στη συνέχεια και δρομολόγησαν τον περίφημο «έντιμο συμβιβασμό» με το γειτονικό κράτος.
Ομως, συνέβη το αντίθετο. Και, όπως εύστοχα παρατήρησε ο Γιώργος Λιάνης, γίναμε και πάλι μάρτυρες «ενός χορού μεταμφιεσμένων στη Βουλή, όπου ο καθένας υποκρίνεται κάτι που δεν υπήρξε», (συνέντευξη στην «ΕΤ-3», 12.6.2017).
Ξεκινώντας από την κυβέρνηση, μπορεί κανείς να πει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ υπέστη τις λιγότερες μεταλλάξεις από τη δύσκολη διαπραγμάτευση και την τελική συμφωνία.
Παρά το γεγονός ότι οι τελικές αποφάσεις του κυβερνητικού επιτελείου και πρώτα απ’ όλα του Αλέξη Τσίπρα και του Νίκου Κοτζιά δεν αποκλείεται να συνεπιφέρουν σοβαρό πολιτικό κόστος, βρίσκονται στον αντίποδα των κραυγών του εθνολαϊκισμού και είναι γεγονός ότι συμβαδίζουν με τις θέσεις αρχής της Αριστεράς.
Πολιτική ενηλικίωση
Μπορεί να μην είναι πολύ δημοφιλείς στις μέρες μας οι αξίες της ειρήνης, του αντιεθνικισμού και της συμφιλίωσης, αλλά ειδικά για τον ΣΥΡΙΖΑ η αναβάπτιση στο γλυκό νερό της Μεγάλης Πρέσπας λειτουργεί ως επιβεβαίωση των αριστερών του προταγμάτων, αλλά και πολιτικής ενηλικίωσης.
Παρά το γεγονός ότι σε τοπικό επίπεδο, με αφορμή τη συμφωνία, αναπαράγονται αντιθέσεις στελεχών με ποικίλες πολιτικές καταγωγές, ο ΣΥΡΙΖΑ πέτυχε να εμφανιστεί ως ο μόνος σταθερός υποστηρικτής της «εθνικής γραμμής» του 2008, δίνοντας την εντύπωση ότι δεν άγεται και φέρεται από τις μικροκομματικές σκοπιμότητες της στιγμής.
Από αυτή την πλευρά είναι πρώτη φορά που ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζεται να προχωρά σε μια αυτόνομη δική του πολιτική στρατηγική, την οποία έχει λεπτομερώς εξαγγείλει.
Αυτός είναι και ο λόγος που οι επικριτές της κυβέρνησης επιχειρούν να εμφανίσουν τη συμφωνία Τσίπρα - Ζάεφ ως προϊόν εκβιασμού σκοτεινών ξένων κέντρων.
Οσο για τον μικρότερο εταίρο του κυβερνητικού συνασπισμού, αυτός ισορροπεί από καιρό σε κινούμενη άμμο, ενώ τα στελέχη του παρουσιάζονται διασπασμένα απέναντι σε όλες τις ριζοσπαστικές κυβερνητικές αποφάσεις.
Η διαφοροποίηση του Δημήτρη Καμμένου μείωσε κι άλλο τη φυλλορροούσα κοινοβουλευτική του ομάδα, αλλά βέβαια η απροθυμία ακόμα και της Νέας Δημοκρατίας να τον «αποκαταστήσει» μαρτυρά ότι οι ακραίες θέσεις του βρίσκονται εκτός των ορίων του συνταγματικού τόξου, οπότε μάλλον προς όφελος της κυβερνητικής πλειοψηφίας απέβη η αποχώρηση.
Η υπόσχεση των ΑΝ.ΕΛΛ., ότι θα εκφράσουν την απόλυτη διαφωνία τους μόνο όταν έρθει η συμφωνία για κύρωση στην ελληνική Βουλή, ακούγεται παράδοξη για ένα κόμμα που βασίστηκε κυρίως στα φανατικά συνθήματα κατά των «ανθελλήνων», των «μειοδοτών» και των «πρακτόρων του Σόρος», ειδικά στο Μακεδονικό.
Μέχρι την περασμένη Παρασκευή ήταν το όραμα της κατάργησης των μνημονίων που επέτρεπε στους ΑΝ.ΕΛΛ. να παραμένουν στην κυβέρνηση.
Τώρα, ο στόχος είναι η πάταξη της διαφθοράς. Και όσο και αν ανακατεύεται το στομάχι του κ. Ζουράρι, το κόμμα του φαίνεται ότι αξιολογεί πλέον ως δευτερεύον το «εθνικό» αυτό ζήτημα και ανέχεται με αγκαλιές και φιλιά την ιστορική πρωτοβουλία του πρωθυπουργού.
Η άρνηση της Ν.Δ.
Το κόμμα που φαίνεται ότι έχει υποστεί την πιο σοβαρή μετάλλαξη είναι, βέβαια, η Νέα Δημοκρατία. Η άρνησή της να παραδεχτεί τη δική της «εθνική γραμμή», για την οποία η ίδια δήλωνε περήφανη μέχρι πριν από λίγους μήνες, έχει ήδη μετασχηματίσει το πάλαι ποτέ κόμμα του «μεσαίου χώρου» σε ένα κόμμα εθνικιστικής διαμαρτυρίας.
Η αμηχανία των σοβαρών στελεχών της να υπερασπιστούν όσα οι ίδιοι έλεγαν επί μια δεκαετία (2008-2017) είναι πρόδηλη. Η επικράτηση της επιχειρηματολογίας Σαμαρά - Γεωργιάδη είναι καθολική.
Οι λόγοι αυτής της μετατόπισης είναι πολλοί και δεν περιορίζονται στις χάριτες που οφείλει ο σημερινός αρχηγός του κόμματος για την εκλογή του στον προκάτοχό του και στον σημερινό αντιπρόεδρό του.
Μέτρησε, βέβαια, η κουτοπόνηρη σκέψη ότι το Μακεδονικό μπορεί να προκαλέσει πτώση της κυβέρνησης μέσω της διάρρηξης των σχέσεων Τσίπρα - Καμμένου, αλλά και ο τρόμος που προκλήθηκε στην ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας, όταν διαφάνηκε το ενδεχόμενο να συγκροτηθεί ένα νέο ακροδεξιό εθνικιστικό κόμμα που θα καρπωθεί τη λαϊκή κινητοποίηση στα συλλαλητήρια της Θεσσαλονίκης και της Αθήνας.
Στην ηγεσία του Κινήματος Αλλαγής η αντιπαράθεση για το Μακεδονικό υπήρξε η θρυαλλίδα για να εκραγεί το νεόκοπο σχήμα. Παρά το γεγονός ότι η πολιτική σύνθεση του χώρου δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ετερόκλητη, οι στρατηγικές αντιθέσεις των ηγετικών του στελεχών και, κυρίως, το δίλημμα μεταξύ των δύο πιθανών μελλοντικών συμμάχων (Νέα Δημοκρατία ή ΣΥΡΙΖΑ) εκφράστηκε στην αντιπαράθεση γύρω από το Μακεδονικό για πρώτη φορά με τόσο θυελλώδη τρόπο.
Είναι γεγονός ότι, κατά κανόνα, οι ακραίες πολιτικές τοποθετήσεις στοχεύουν σε εσωτερική κατανάλωση.
Την ίδια στιγμή που τα ηγετικά στελέχη των κομμάτων είναι πρόθυμα να δηλώσουν στο εξωτερικό τα αντίθετα από όσα υποστηρίζουν εδώ, οι συνέπειες αυτής της διγλωσσίας είναι σημαντικές.
Η πρόσφατη περιπέτεια του Κυριάκου Μητσοτάκη με τις αποκαλύψεις της γερμανικής «FAZ» είναι απολύτως δηλωτική.
Και θυμίζει τη διάψευση που είχε επιχειρήσει ο πατέρας του τον Μάρτιο του 1993, όταν η γαλλική «Le Monde» είχε αποκαλύψει ότι ο τότε πρωθυπουργός συζητούσε για το όνομα «Βόρεια Μακεδονία». (Βλ. «Ομολογείται αλλαγή πολιτικής για τα Σκόπια», εφ. «Ελευθεροτυπία», 10.3.1993).
Το πού μπορεί να οδηγήσει αυτή η διγλωσσία μπορεί κανείς να το διαπιστώσει στις ομιλίες του Ευάγγελου Βενιζέλου και του Αντώνη Σαμαρά, κατά τη συζήτηση της πρότασης μομφής.
Ο κ. Βενιζέλος, που προηγήθηκε, αναφέρθηκε στην «ενιαία εθνική θέση από τον Απρίλιο του 1993», δηλαδή «συμβιβαστική λύση με τη γειτονική χώρα, σύνθετο όνομα με γεωγραφικό προσδιορισμό, που θα χρησιμοποιείται erga omnes και αυτό πρέπει να θεμελιωθεί σε μία διεθνή Συμφωνία, επί τη βάσει και δυνάμει της οποίας πρέπει να αναθεωρηθεί το Σύνταγμα της γειτονικής χώρας».
Παραδέχτηκε ο κ. Βενιζέλος ότι αυτά τα έχει πει δύο φορές «ως υπουργός Εξωτερικών στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ. Ομως, λέω ότι παρεμπιπτόντως δεν ήμουν απλός υπουργός Εξωτερικών και αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, αλλά ήμουν και κυβερνητικός εταίρος. Ηξερα πάρα πολύ καλά ποια είναι η ενιαία και διαχρονική θέση της χώρας και δεν χρειαζόμουν έγκριση του κ. Σαμαρά, ως πρωθυπουργού, προκειμένου να διατυπώσω τη δική μου θέση ως κυβερνητικού εταίρου».
Στην επόμενη συνεδρίαση της Βουλής, ο κ. Σαμαράς, ο οποίος έχει επανέλθει στη γραμμή του 1992 και της Πολιτικής Ανοιξης, αντέκρουσε -χωρίς να το παραδεχτεί ρητά- την ύπαρξη της «εθνικής γραμμής» που πρόβαλε ο κ. Βενιζέλος και δικαιολόγησε ως εξής την απόκλιση του τότε αντιπροέδρου του: «Οσον αφορά τα περί δηλώσεων Βενιζέλου στα Ηνωμένα Εθνη τον Σεπτέμβρη 2014, απάντησε χθες καθαρά ο ίδιος: Ηταν δική του άποψη, όχι δική μου. Παραμέναμε, όμως και τότε και πάντα σύμφωνοι στο βασικό: στην εξουδετέρωση του αλυτρωτισμού».
Η διαφωνία
Μ’ άλλα λόγια, ο τότε πρωθυπουργός δηλώνει ότι ο αντιπρόεδρος και υπουργός Εξωτερικών έλεγε στον ΟΗΕ πράγματα με τα οποία διαφωνούσε ο ίδιος!
Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, η κυβέρνηση εκείνη ήταν επικίνδυνη. Και τελικά σε τι συμφωνούν οι δυο τους; Μα στο να πέσει ο ΣΥΡΙΖΑ και να ξανακάνουν μαζί κυβέρνηση.
Γι’ αυτό και ο κ. Βενιζέλος, ενώ υλοποιήθηκε σήμερα κατά κεραία αυτό που περιγράφει ως «εθνική γραμμή», έχει ξιφουλκήσει όχι κατά του κ. Σαμαρά, αλλά εναντίον της συμφωνίας!
Εντυπωσιακή είναι και η μεταστροφή του ΚΚΕ. Πρόκειται για το μοναδικό κόμμα που είχε κρατήσει σαφή αντιεθνικιστική και φιλειρηνική στάση το 1992, ενώ ο ιστορικός του ηγέτης, Χαρίλαος Φλωράκης, ήδη από το 1990 είχε δημόσια αναφερθεί στην ύπαρξη του προβλήματος των σλαβομακεδόνων πολιτικών προσφύγων που έχουν εξαιρεθεί από το δικαίωμα της επιστροφής στην Ελλάδα.
Τώρα, το ΚΚΕ καταγγέλλει αυτή τη συμφωνία που το ίδιο είχε περιγράψει παλιότερα ως αναγκαίο συμβιβασμό και φτάνει να μιλά για… αλυτρωτισμό των γειτόνων, υιοθετώντας το πιο ακραίο αντικομμουνιστικό επιχείρημα του μετεμφυλιακού καθεστώτος.
Βέβαια, όπως συμβαίνει και με όλα τα κόμματα, ούτε το ΚΚΕ είναι διατεθειμένο να παραδεχτεί τη δική του μετάλλαξη.
Αλλά τα σχετικά ντοκουμέντα από τον ίδιο τον «Ριζοσπάστη» και τη συνέντευξη του Χ. Φλωράκη που αποκάλυψε ο Γιώργος Πετρόπουλος το Σάββατο δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία.
Στο μόνο που παραμένει σταθερό το ΚΚΕ είναι η αντίθεσή του στη μεσολάβηση άλλων χωρών ή διεθνών οργανισμών (κυρίως Ε.Ε., ΗΠΑ, και ΝΑΤΟ).
Στο ίδιο κλίμα και οι περισσότερες οργανώσεις τής εκτός ΣΥΡΙΖΑ Αριστεράς, που φαίνεται ότι, στο όνομα της αντικυβερνητικής στάσης, δεν διστάζουν να συγκλίνουν με τα συνθήματα των συλλαλητηρίων.
Σ’ αυτό το κομματικό διάγραμμα δεν χωρά η Χρυσή Αυγή. Οχι μόνο επειδή βρίσκεται εκτός συνταγματικού τόξου, αλλά και γιατί ο ίδιος ο αρχηγός της διακηρύσσει ότι δεν είναι κόμμα (παρά μόνο με τη «νομική έννοια») και ότι στόχο έχει την κατάργηση των κομμάτων.
Οσοι, πάντως, από τη Νέα Δημοκρατία δικαιολογούν τη νέα γραμμή του κ. Μητσοτάκη, με το φτηνό επιχείρημα ότι έτσι αφοπλίζεται η ναζιστική οργάνωση και διασπώνται οι οπαδοί της, ας θυμηθούν ότι την πρώτη δημόσια εμφάνισή της την πραγματοποίησε η Χρυσή Αυγή τον Δεκέμβριο του 1992 στο μεγάλο συλλαλητήριο για το Μακεδονικό, στην Αθήνα.
Το ίδιο μεσημέρι, έκαναν την αιματηρή εμφάνισή τους και τα πρώτα τάγματα εφόδου.
Και αμέσως μετά, τον Ιανουάριο του 1993, η Χρυσή Αυγή έβγαλε το πρώτο φύλλο της εφημερίδας της, με κύριο τίτλο «Κανένας συμβιβασμός για τη Μακεδονία μας».
Για να αποδειχτεί ότι οι ναζιστές εκμεταλλεύονται τις περιόδους που το πολιτικό σύστημα υποκύπτει σε ακραία, εθνικιστικά και ξενόφοβα συνθήματα.
Οπως θα έπρεπε να θυμάται και ο κ. Σαμαράς από τις εκλογές του Μαΐου 2012, η λύση για τα συντηρητικά κόμματα δεν είναι να υιοθετήσουν την ατζέντα των ακροδεξιών.
Το επιχείρησε τότε η Νέα Δημοκρατία με τα γνωστά αποτελέσματα γι’ αυτήν και για τον τόπο.
efsyn
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου