του Παντελή Μπουκάλα
Oσο αποφασισμένοι κι αν δηλώνουμε να είμαστε ψυχρά αντικειμενικοί στην εκ των υστέρων αναπαράσταση της ιστορίας, φαίνεται εξαιρετικά δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να τη γράψουμε ή να την ξαναγράψουμε χωρίς να εμπλακεί η προσωπική μας οπτική. Χωρίς να λειτουργήσουν δηλαδή καθοδηγητικά κατά τη συγγραφή τα συναισθήματά μας για πρόσωπα και πράγματα, αλλά και η ιδεολογία μας. Η συμπάθεια ή η αντιπάθεια του γράφοντος για τους εξιστορούμενους, η συμφωνία ή η διαφωνία του λειτουργούν κανονιστικά. Εύκολο –και εμπορικά αποδοτικό– είναι να επιγράφουμε κάποιο πόνημά μας «Η αληθινή ιστορία» για το τάδε συμβάν, ή «Ολη η αλήθεια» για τη δείνα περίοδο ή κάποια προσωπικότητα. Είναι όμως πολύ δύσκολο να καταφέρουμε να ζυγίσουμε τα γεγονότα ακριβοδίκαια και να αποφύγουμε και τις δύο συνήθεις παγίδες: την παγίδα της μυθοποίησης, της εξιδανίκευσης, και την παγίδα της μηδενιστικής αναθεώρησης, της κρημνιστικής απαξίωσης. Ακόμα και οι εξ επιφοιτήσεως Γραφές, που φημολογούνται σαν αλάθητες, τα έχουν τα προβλήματά τους.
Για τον κίνδυνο να εισχωρήσει στα ιστοριογραφήματα που διεκδικούν δάφνες αμερόληπτης επιστημοσύνης το μυθικό ή μυθοπλαστικό στοιχείο μάς έχει προειδοποιήσει κατά κάποιον τρόπο ο Πλούταρχος. Στον Βίο του Θησέα, στην πρώτη πρώτη παράγραφο, ο εκ Χαιρωνείας ιστορικός του 1ου/2ου αιώνα μ.Χ. δίνει την επιτομή του προγράμματός του, χαράζοντας τα σύνορα που χωρίζουν την ιστοριογραφία από τη μυθογραφία και την ποίηση. Μεταφράζω όσα λέει, έχοντας υπόψη του τη δουλειά των αρχαίων γεωγράφων, οι οποίοι λειτουργούσαν και σαν ζωγράφοι, απεικονίζοντας πάνω σε πίνακες όση Γη γνώριζαν εξ αυτοψίας ή εκ μαρτυριών, αλλά και όση σχημάτιζε η φαντασία τους:
«Στις γεωγραφίες οι γεωγράφοι στριμώχνουν στην άκρη τού χάρτη τους τις χώρες που δεν τις γνωρίζουν. Δίπλα γράφουν πως “από δω και πέρα υπάρχουν τόποι έρημοι κι άνυδροι, γεμάτοι θηρία” ή “λασπώδη μέρη” ή “σκυθικό κρύο” ή “παγωμένο πέλαγος”. Ετσι κι εγώ, γράφοντας τους παράλληλους βίους, αφού εξιστόρησα τις εποχές για τις οποίες υπάρχουν μαρτυρίες, για τα πιο παλιά χρόνια θα μπορούσα να πω “από δω και πέρα τα πράγματα είναι παράδοξα και τραγικά, είναι δουλειά των ποιητών και των μυθογράφων, και πια ούτε πιστευτά είναι ούτε σαφή”». Στους πορτολάνους των νεότερων αιώνων, της εποχής των μεγάλων ταξιδιών και των ανακαλύψεων, ειδικά στις τέσσερις γωνίες τους, τα πλουταρχικά «από δω και πέρα», «τα δ’ επέκεινα», καλύπτονταν από τεράστια θαλασσόφιδα κι άλλα πελαγίσια τέρατα. Ο Πλούταρχος λοιπόν, προκρίνοντας την ιστορία σαν ιστορικός που είναι, αποσυνδέει την ποίηση από την επιστημονικά αναζητούμενη αλήθεια, και την ταυτίζει με τη μυθογραφία.
Εδώ θα μπορούσε να αντιτάξει κανείς ένα από τα διασημότερα αριστοτελικά δόγματα, που το συναντάμε στην «Ποιητική» του Σταγειρίτη: «Διό και φιλοσοφώτερον και σπουδαιότερον ποίησις ιστορίας εστίν· η μεν γαρ ποίησις μάλλον τα καθόλου, η δ’ ιστορία τα καθ’ έκαστον λέγει» – η ποίηση είναι φιλοσοφότερη και σπουδαιότερη από την ιστορία, επειδή η μεν ποίηση ασχολείται με τα καθόλου, η δε ιστορία με τα καθ’ έκαστον. Δεν λέει πάντως ο Αριστοτέλης, δεν θα μπορούσε να το πει, πως η ποίηση, σαν φιλοσοφότερη και σπουδαιότερη, βρίσκεται πιο κοντά στην αλήθεια. Η δική της αλήθεια είναι άλλης τάξεως, θερμής, όχι ψυχρής· παθιασμένης, όχι νηφάλιας.
Θερμή ωστόσο και παθιασμένη είναι κάθε αναψηλάφηση της ιστορίας, σε όποια προσποίηση αντικειμενικότητας κι αν επιδοθεί. Μυθοπλαστικά προσεγγίζουμε το παρελθόν, για να το ανασχηματίσουμε, είτε για το ατομικό μας πρόκειται είτε για το συλλογικό, το κάπως κοντινό ή το απώτατο. Αν μπούμε στον κόπο της ανάγνωσης, αν δεν βολευτούμε με τα έτοιμα σχήματα (όσα μας προμηθεύουν το σχολείο, η Εκκλησία, ο στρατός, το κόμμα, τα ΜΜΕ), κάποιες παραπάνω γνώσεις θα αποκτήσουμε, που ίσως μας επιτρέψουν να τιθασέψουμε τις προκαταλήψεις μας, να απαγκιστρωθούμε από τις απόλυτες βεβαιότητές μας. Ο πλούτος που σου προσφέρει η μελέτη δεν είναι οι απαντήσεις που βρίσκεις σε όσες σελίδες διαβάζεις ή στα ντοκιμαντέρ που βλέπεις. Είναι τα ερωτήματα που ξυπνάει μέσα σου, νομιμοποιώντας το δικαίωμα στην απορία, την αμφιβολία, την αμφισβήτηση.
Ξέρουμε πάντως, ή το υποψιαζόμαστε, πως όταν λέμε ότι πρέπει να διδασκόμαστε από την ιστορία, συνήθως εννοούμε μια μυθογραφικά αναπλασμένη ιστορία, με αμβλυμένες τις γωνίες της, και με τις σκοτεινές της στιγμές απωθημένες στην άκρη, στο πλουταρχικό «επέκεινα», ώστε να μην πολυφαίνονται. Ετσι δρα και επηρεάζει η ιστορία: διά της σχετικής έστω μυθοπλασίας. Αίφνης, ο Μάης του ΄68, για τον οποίο πολύς ο λόγος φέτος, λόγω και του συμβολικού μισού αιώνα που πέρασε από τότε, επέδρασε στις επόμενες γενιές, σε πολλά πεδία του κοινωνικού βίου, όχι τόσο (ή όχι μόνο) σαν καθαρή ιστορία όσο σαν μύθος ή σαν θρύλος. Δηλαδή σαν συμβάν που κρατάει βέβαια τις ρίζες του στην ιστορία, πώς αλλιώς, ωστόσο ανασυσταίνεται σε ευγενικότερη, ηρωικότερη ή νοηματικά πλουσιότερη εκδοχή.
Το ίδιο γίνεται με τον θρύλο του Τσε Γκεβάρα, αφού ο θρύλος του υπήρξε περισσότερο ψυχεδελικός από τον βίο του, το ίδιο και συνολικά με τα πολλά ’68. Γιατί το ’68, της αμφισβήτησης και του αντιαυταρχισμού, δεν είναι ένα και παρισινό· υπάρχει το ’68 της Πράγας, η Ανοιξή της δηλαδή, το ιταλικό ’68, το αμερικάνικο, με την αντιπολεμική ριζοσπαστικοποίηση των φοιτητών και τη δολοφονία του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, το λατινοαμερικάνικο, το γιαπωνέζικο. Το δικό μας αργοπόρησε κατά πέντε χρόνια, αν δεχτούμε πως η εξέγερση του Νοέμβρη έχει γνωρίσματα Μάη. Αλλά και του Πολυτεχνείου η επίδραση υπηρετήθηκε από τη μερικώς εξιδανικευτική ανασύστασή του, η οποία, μπροστά στο πνεύμα της αυτοθυσίας που κυριάρχησε, υποβάθμισε τη μικρή έτσι κι αλλιώς κομματική εμπλοκή και τις συνεπαγόμενες κόντρες.
Τίποτε μυθοπλαστικότερο εικάζω από το μοτίβο «οι Ελληνες ενωμένοι κατορθώνουν τα ακατόρθωτα» που εισάγει κάθε πανηγυρική ή προτρεπτική αναφορά μας στο 1940 και στην Αντίσταση, στο 1821 και στην Απελευθέρωση ή, για να πάμε πολύ πιο πίσω, στους Περσικούς Πολέμους. Ούτε στο κοντινό ούτε στο απώτερο ούτε στο απώτατο παρελθόν έδρασαν ενωμένοι οι Ελληνες, η ιστορία δεν ψεύδεται. Για να λειτουργήσει όμως παραδειγματικά ο Αγώνας του ’21, για παράδειγμα, μοιάζει σχεδόν υποχρεωτική η μερική αποσιώπηση των πτυχών που τον αμαύρωσαν, και οι οποίες αναδεικνύονται στα Απομνημονεύματα των πρωταγωνιστών, έστω και υπό το προσωπικό πρίσμα του καθενός. Μοιάζει υποχρεωτική, αλλά δεν είναι. Η απεξάρτηση από τις εξιδανικεύσεις και τους θρύλους είναι προαπαιτούμενο για την ωριμότητα, προσωπική και συλλογική.
καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου