Ο τρόπος που η Αριστερά αντιλαμβάνεται, μεταχειρίζεται και επιχειρεί να μετασχηματίσει το κράτος, ο τρόπος που στοχάζεται επ’ αυτού και επί του δημοσίου συμφέροντος είναι η διαχωριστική τομή, η ειδοποιός διαφορά της από τη Δεξιά.
της Κατέ Καζάντη
Εάν για την Αριστερά κράτος «…είναι η υλική και ειδική συμπύκνωση ενός συσχετισμού δυνάμεων ανάμεσα σε τάξεις…»1, που απηχεί την οργανωμένη εξουσία της εκμεταλλεύτριας αστικής τάξης έναντι των άλλων τάξεων, άρα και την ταξική πάλη —πεδίο αγώνων οπότε— για τη Δεξιά κράτος δεν είναι παρά ένα αυτόνομο εξωκοινωνικό υποκείμενο, του οποίου, μάλιστα, όσο μικρότερος ο κανονιστικός ρόλος τόσο καλύτερα.
Για την Αριστερά, το κράτος, το σημερινό κράτος, αντιστοιχεί στην αστική εξουσία. Με όλους τους μηχανισμούς του, κατασταλτικούς και άλλους, αποσκοπεί στην αναπαραγωγή της εξουσίας της άρχουσας τάξης, λειτουργώντας πάντοτε προς όφελός της. Και αυτή ακριβώς τη σχέση ιδιοκτησίας μεταξύ δομών του κράτους – αστικής τάξης, η Αριστερά επιχειρεί να ανατρέψει. Στο βαθμό, δε, που ο αυταρχικός χαρακτήρας του βαθέος κράτους γεννά νέες μορφές λαϊκών αγώνων – κινημάτων, με νέα αιτήματα, η Αριστερά στέκει αρωγός σ’ αυτά.
Για τη Δεξιά, κράτος είναι το μόρφωμα που νομιμοποιεί και αναπαράγει την εξουσία του κεφαλαίου δια των πολιτικών του εκπροσώπων. Προς τούτο και στα επιτελεία «στρατηγικών σχεδιασμών» η ιεράρχηση της κρατικής διοίκησης είναι πανομοιότυπη: ειδικά σώματα-αποσπάσματα ανώτερων κρατικών λειτουργών, «προικισμένων με υψηλό βαθμό κινητικότητας όχι μόνο ενδοκρατικής (…), διαμέσου πάντοτε σημαντικών θεσμικών μεταβολών, αναλαμβάνουν (και σπρώχνονται) να βάλουν σε εφαρμογή την πολιτική υπέρ του μονοπωλιακού κεφαλαίου»2.
Η αλλαγή συσχετισμού δυνάμεων εντός του κράτους, η αντικατάσταση —συχνά διεφθαρμένων— τεχνοκρατών από πρόσωπα με σαφή πολιτικό προσανατολισμό είναι —ή θα έπρεπε να είναι— προτεραιότητα της Αριστεράς. Αλλά η στελέχωση του δημόσιου τομέα, με το βλέμμα στην κοινωνία, μακριά από «αρίστους», αντιστρατεύεται το δεξιό, πλην ηγεμονικό, ιδεολόγημα, που θέλει ταξικό, αποκαθαρμένο από λαϊκές μάζες, κράτος.
Για τη Δεξιά, κράτος είναι το μόρφωμα που νομιμοποιεί και αναπαράγει την εξουσία του κεφαλαίου δια των πολιτικών του εκπροσώπων. Προς τούτο και στα επιτελεία «στρατηγικών σχεδιασμών» η ιεράρχηση της κρατικής διοίκησης είναι πανομοιότυπη: ειδικά σώματα-αποσπάσματα ανώτερων κρατικών λειτουργών, «προικισμένων με υψηλό βαθμό κινητικότητας όχι μόνο ενδοκρατικής (…), διαμέσου πάντοτε σημαντικών θεσμικών μεταβολών, αναλαμβάνουν (και σπρώχνονται) να βάλουν σε εφαρμογή την πολιτική υπέρ του μονοπωλιακού κεφαλαίου»2.
Η αλλαγή συσχετισμού δυνάμεων εντός του κράτους, η αντικατάσταση —συχνά διεφθαρμένων— τεχνοκρατών από πρόσωπα με σαφή πολιτικό προσανατολισμό είναι —ή θα έπρεπε να είναι— προτεραιότητα της Αριστεράς. Αλλά η στελέχωση του δημόσιου τομέα, με το βλέμμα στην κοινωνία, μακριά από «αρίστους», αντιστρατεύεται το δεξιό, πλην ηγεμονικό, ιδεολόγημα, που θέλει ταξικό, αποκαθαρμένο από λαϊκές μάζες, κράτος.
Υπερκέρδη πάνω από τους πολίτες
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης και οι συν αυτώ, πιστοί στα νεοφιλελεύθερα προτάγματα, επιθυμούν τούτο ακριβώς που ομολογούν: κράτος μικρό, κράτος απαλλαγμένο από τις υπηρεσίες κοινής ωφέλειας, τις οποίες παραδίδουν στην αγορά, είτε ευθέως είτε μέσω συμπράξεων (ΣΔΙΤ), κράτος-επιχείρηση, με υπερκέρδη για ολίγιστους.
Πώς εκλαμβάνουν δε, ιδεολογικώ τω τρόπω, τον χαρακτήρα του κράτους αποσαφηνίζεται, ποικιλοτρόπως: αυταρχισμός, εναγκαλισμός με υπερσυντηρητικούς κύκλους (Εκκλησία, «Μακεδονομάχοι») κ.ο.κ. Η ανασυγκρότηση του δημοσίου τομέα ταυτίζεται με διαρκείς αξιολογήσεις των εργαζομένων, συρρικνώσεις και συμπτύξεις. Το αφήγημα μοιάζει πειστικό, αφού ο κοινωνικός αυτοματισμός έκανε δουλειά. «Αξιολόγηση» και «αριστεία», όροι ξένοι στην κουλτούρα της Αριστεράς, αποκτούν καταφατική σημασία. Το δημόσιο παραμένει συνώνυμο του μη λειτουργικού, το φληνάφημα του σπάταλου κράτος εγκαθίσταται στη συλλογική συνείδηση.
Έτσι, το 1 προς 5 στις προσλήψεις/αποχωρήσεις λογαριάζεται ως εξορθολογισμός, η εισβολή ιδιωτικών εταιρειών, από την καθαριότητα ως την εκπαίδευση και την περίθαλψη, ως συμβολή στην εύρυθμη λειτουργία, το οutsourcing ως εκμοντερνισμός. Η νεοφιλελεύθερη δυστοπία θέτει υπό τον έλεγχο της περιώνυμης ιδιωτικής πρωτοβουλίας τα πάντα. Τα υπερκέρδη, άρα, πάνω από τους πολίτες.
Αλλά, πέρα από τα —επιτυχημένα, ομολογουμένως— επικοινωνιακά τεχνάσματα της κυρίαρχης τάξης —μόνου ωφελημένου από τη σμίκρυνση του κράτους— η εμπειρία άλλα, διαφορετικά, καταδεικνύει: όπου ο ιδιώτης δεν έχει κρατικό ανταγωνιστή, οι αυξήσεις στις τιμές είναι διαρκείς, με ταυτόχρονη επιδείνωση των υπηρεσιών. Τα κέρδη δεν επανεπενδύονται υπέρ του δημοσίου συμφέροντος, καταλήγουν στις τσέπες των μετόχων.
Η επέκταση της λογικής της αγοράς, κατά το θατσερικό πρότυπο, το οποίο ακολούθησε ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, την περίοδο 1990-1993, και το οποίο αποτελεί τη βάση της πολιτικής των μνημονίων, προλεταριοποιεί την κοινωνία, ενδυναμώνοντας τον μονοπωλιακό χαρακτήρα του κράτους.
Πώς εκλαμβάνουν δε, ιδεολογικώ τω τρόπω, τον χαρακτήρα του κράτους αποσαφηνίζεται, ποικιλοτρόπως: αυταρχισμός, εναγκαλισμός με υπερσυντηρητικούς κύκλους (Εκκλησία, «Μακεδονομάχοι») κ.ο.κ. Η ανασυγκρότηση του δημοσίου τομέα ταυτίζεται με διαρκείς αξιολογήσεις των εργαζομένων, συρρικνώσεις και συμπτύξεις. Το αφήγημα μοιάζει πειστικό, αφού ο κοινωνικός αυτοματισμός έκανε δουλειά. «Αξιολόγηση» και «αριστεία», όροι ξένοι στην κουλτούρα της Αριστεράς, αποκτούν καταφατική σημασία. Το δημόσιο παραμένει συνώνυμο του μη λειτουργικού, το φληνάφημα του σπάταλου κράτος εγκαθίσταται στη συλλογική συνείδηση.
Έτσι, το 1 προς 5 στις προσλήψεις/αποχωρήσεις λογαριάζεται ως εξορθολογισμός, η εισβολή ιδιωτικών εταιρειών, από την καθαριότητα ως την εκπαίδευση και την περίθαλψη, ως συμβολή στην εύρυθμη λειτουργία, το οutsourcing ως εκμοντερνισμός. Η νεοφιλελεύθερη δυστοπία θέτει υπό τον έλεγχο της περιώνυμης ιδιωτικής πρωτοβουλίας τα πάντα. Τα υπερκέρδη, άρα, πάνω από τους πολίτες.
Αλλά, πέρα από τα —επιτυχημένα, ομολογουμένως— επικοινωνιακά τεχνάσματα της κυρίαρχης τάξης —μόνου ωφελημένου από τη σμίκρυνση του κράτους— η εμπειρία άλλα, διαφορετικά, καταδεικνύει: όπου ο ιδιώτης δεν έχει κρατικό ανταγωνιστή, οι αυξήσεις στις τιμές είναι διαρκείς, με ταυτόχρονη επιδείνωση των υπηρεσιών. Τα κέρδη δεν επανεπενδύονται υπέρ του δημοσίου συμφέροντος, καταλήγουν στις τσέπες των μετόχων.
Η επέκταση της λογικής της αγοράς, κατά το θατσερικό πρότυπο, το οποίο ακολούθησε ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, την περίοδο 1990-1993, και το οποίο αποτελεί τη βάση της πολιτικής των μνημονίων, προλεταριοποιεί την κοινωνία, ενδυναμώνοντας τον μονοπωλιακό χαρακτήρα του κράτους.
Πολιτικές με ταξικό πρόσημο
Έτσι, μια αριστερή διακυβέρνηση κινείται στον αντίποδα: όχι πως οι λαϊκές μάζες μπορούν να αποσπάσουν, στα πλαίσια του καπιταλισμού, θέσεις πραγματικής εξουσίας, ο μετασχηματισμός όμως «δεν μπορεί παρά να στηρίζεται σε μια όλο και μεγαλύτερη παρέμβαση των λαϊκών μαζών στο κράτος, διαμέσου βέβαια των συνδικαλιστικών και πολιτικών τους αντιπροσωπειών αλλά και με την ανάπτυξη των δικών τους πρωτοβουλιών μέσα στο ίδιο το κράτος»3. Κι ας αλυχτούν τα σκυλιά της αριστείας περί λειψών προσόντων.
Επιπλέον, η ενίσχυση του δημοσίου με επιπλέον προσωπικό και οι τεχνολογικές επενδύσεις αποτελούν πολιτικές με ταξικό πρόσημο. Το 1 προς 1 σε προσλήψεις/αποχωρήσεις έναντι του 1 προς 5 ή η επιστροφή του ΟΑΣΘ σε κρατικό έλεγχο, είναι πολιτικές πράξεις που συμπυκνώνουν την κατεξοχήν διαφοροποίηση Δεξιάς-Αριστεράς.
Το ανθρωποκεντρικό μεταρρυθμιστικό πλαίσιο —παρά τις μνημονιακές δουλείες— που επενδύει και επανεπενδύει στον κόσμο της εργασίας, στον κατασυκοφαντημένο δημόσιο υπάλληλο, δηλαδή, είναι γνωστό πώς θα διαμορφωνόταν με κυβέρνηση Ν.Δ.: δραστικός περιορισμός των δαπανών, όπερ σημαίνει λιγότεροι δάσκαλοι, λιγότεροι γιατροί, είσοδος ιδιωτών στην ασφάλιση, χειρότερες υπηρεσίες. Να επιστρέφονται στην κοινωνία αυτονόητες παροχές, ούτε συζήτηση.
Και τούτα χωρίς να είναι, προφανώς, μνημονιακές επιβολές. Αποτελούν τον πυρήνα της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας, των πολιτικών ιδεών από τις οποίες εμφορείται το όλον σχέδιο Μητσοτάκη για τον χαρακτήρα του κράτους, το δημόσιο και το ιδιωτικό συμφέρον. Στον αντίποδα του οποίου στέκει η Αριστερά.
Επιπλέον, η ενίσχυση του δημοσίου με επιπλέον προσωπικό και οι τεχνολογικές επενδύσεις αποτελούν πολιτικές με ταξικό πρόσημο. Το 1 προς 1 σε προσλήψεις/αποχωρήσεις έναντι του 1 προς 5 ή η επιστροφή του ΟΑΣΘ σε κρατικό έλεγχο, είναι πολιτικές πράξεις που συμπυκνώνουν την κατεξοχήν διαφοροποίηση Δεξιάς-Αριστεράς.
Το ανθρωποκεντρικό μεταρρυθμιστικό πλαίσιο —παρά τις μνημονιακές δουλείες— που επενδύει και επανεπενδύει στον κόσμο της εργασίας, στον κατασυκοφαντημένο δημόσιο υπάλληλο, δηλαδή, είναι γνωστό πώς θα διαμορφωνόταν με κυβέρνηση Ν.Δ.: δραστικός περιορισμός των δαπανών, όπερ σημαίνει λιγότεροι δάσκαλοι, λιγότεροι γιατροί, είσοδος ιδιωτών στην ασφάλιση, χειρότερες υπηρεσίες. Να επιστρέφονται στην κοινωνία αυτονόητες παροχές, ούτε συζήτηση.
Και τούτα χωρίς να είναι, προφανώς, μνημονιακές επιβολές. Αποτελούν τον πυρήνα της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας, των πολιτικών ιδεών από τις οποίες εμφορείται το όλον σχέδιο Μητσοτάκη για τον χαρακτήρα του κράτους, το δημόσιο και το ιδιωτικό συμφέρον. Στον αντίποδα του οποίου στέκει η Αριστερά.
Σημειώσεις:
1. Νίκος Πουλαντζάς, «Το Κράτος, η Εξουσία, ο Σοσιαλισμός»
2. Νίκος Πουλαντζάς, «Το Κράτος, η Εξουσία, ο Σοσιαλισμός»
3. Νίκος Πουλαντζάς, «Το Κράτος, η Εξουσία, ο Σοσιαλισμός»
1. Νίκος Πουλαντζάς, «Το Κράτος, η Εξουσία, ο Σοσιαλισμός»
2. Νίκος Πουλαντζάς, «Το Κράτος, η Εξουσία, ο Σοσιαλισμός»
3. Νίκος Πουλαντζάς, «Το Κράτος, η Εξουσία, ο Σοσιαλισμός»
εποχή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου