Ένα αφιέρωμα στη μουσική πορεία της Μεταπολίτευσης...
της Ελένης Μπέλλου
Από τις μεγάλες συναυλίες του πολιτικού τραγουδιού με χαρακτήρα διαδήλωσης διαμαρτυρίας, ως την επικράτηση της κουλτούρας του σκυλάδικου με χαρακτήρα επιδεικτικού υπερκαταναλωτισμού και από τη μετάβαση από τη συλλογική αντίληψη της στρατευμένης τέχνης, ως την ατομική συνείδηση της τέχνης της διασκέδασης, το τραγούδι στα χρόνια της Μεταπολίτευσης έχει ακολουθήσει την κοινωνική και πολιτική πορεία της χώρας, εκφράζοντας ανά περίοδο τα επιτεύγματα και τις δεινοπάθειες της πορείας αυτής.
Τα τραγούδια της λευτεριάς
«Δώστε τη χούντα στο λαό», φωνάζει ο κόσμος που αναπνέει αέρα ελευθερίας, μετά από επτά χρόνια κατά τα οποία η εγχώρια πνευματική και καλλιτεχνική αναζήτηση και δημιουργία είχε κατασταλεί με τρόπο ανάλογο της καταστολής των πολιτικών ελευθεριών, μόλις ο Μίκης Θεοδωράκης τραγουδήσει το ποίημα του Γιάννη Ρίτσου «Όταν σφίγγουν το χέρι», στη θρυλική συναυλία που έγινε στο Στάδιο Καραϊσκάκη τον Ιούλιο του 1974, αμέσως μετά την πτώση του καθεστώτος. Θα ακολουθήσουν οι συναυλίες του Γιάννη Μαρκόπουλου και του Σταύρου Ξαρχάκου, στις οποίες οι Χαράλαμπος Γαργανουράκης, Αντώνης Καλογιάννης, Μαρίζα Κοχ, Μάνος Λοΐζος, Μελίνα Μερκούρη, Λιζέττα Νικολάου, Γιώργος Νταλάρας, Νίκος Ξυλούρης, Μαρία Φαραντούρη και Λάκης Χαλκιάς θα τραγουδήσουν την πολυπόθητη ελευθερία.
Η πανηγυρική διάθεση που ακολουθεί τη νίκη της δημοκρατίας επί της δικτατορίας θα θεσμοθετήσει και την πολιτισμική ταυτότητα των πρώτων χρόνων της Μεταπολίτευσης, καθιστώντας ορόσημα τις αγωνιστικές συναυλίες των πρώτων ημερών. Η πολιτική στράτευση θα καταστεί ταυτόσημη του πολιτισμικού γίγνεσθαι μέχρι και τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του '80, μέσα από την αναπαραγωγή των επικών έργων των εξόριστων της χούντας καλλιτεχνών αλλά και της αντάρτικης και μετεμφυλιακής μουσικής παραγωγής. Η μουσική τα πρώτα χρόνια της αποκατάστασης έχει πρωτίστως χαρακτήρα συλλογικό και κάθε προσωποκεντρική προσέγγιση που προβάλλεται κυρίως στην εκτός συνόρων παραγωγή αντιμετωπίζεται ενοχικά, με καχυποψία και πολλές φορές με απαγόρευση από την πολιτικοποιημένη νεολαία που ανδρώθηκε υπό τη σκιά της χούντας των συνταγματαρχών.
Το ντοκιμαντέρ «Τα τραγούδια της φωτιάς», του Νίκου Κούνδουρου, καταγράφει τις πρώτες εκείνες συναυλίες καθώς επίσης και άλλες μαζικές εκδηλώσεις που έγιναν στην Αθήνα το Νοέμβριο του 1974 για την πρώτη επέτειο του Πολυτεχνείου, σκιαγραφώντας με γλαφυρότητα και συνέπεια το κλίμα που επικρατούσε, μετά την πτώση της Χούντας. «Πρόκειται για μια ταινία συντεθειμένη από φωνές και αιτήματα όπως αυτά διαμορφώθηκαν στους δρόμους της Αθήνας αμέσως μετά την παλινόρθωση της Δημοκρατίας. Μια ταινία ωδή στη λευτεριά», θα πει ο Κούνδουρος για το ντοκιμαντέρ του που καταφέρνει να μεταδώσει τον πολιτισμικό παλμό των πρώτων χρόνων της Μεταπολίτευσης όσο κανένα άλλο.
Η δεύτερη νομιμοποίηση του ρεμπέτικου
Χαρακτηριστικό των δεκαετιών του '70 και του '80 είναι η εκ νέου νομιμοποίηση και προσπάθεια αναβίωσης του ρεμπέτικου από σύγχρονους τραγουδιστές που ξαναφέρνουν στην επικαιρότητα το κλασικό ρεπερτόριο, αλλά επενδύουν και στη δημιουργία μιας σύγχρονης μορφής του προσαρμοσμένης στην ταυτότητα της νεωτερικής κουλτούρας που έχει αρχίσει να διαμορφώνεται. Το μουσικό ρεύμα που προπολεμικά ταυτίστηκε με την κοσμοπολίτικη έκφανση του μικρασιατικού ελληνισμού και αργότερα με την λαϊκή κουλτούρα του αστικού περιθωρίου, αφού έχει διωχθεί από τη Δεξιά και έχει αντιμετωπιστεί με καχυποψία από την Αριστερά, επανέρχεται για να αποδαιμονοποιήσει το γλέντι, που έχει αμαυρωθεί από την αρνητική χροιά που του έχει αποδοθεί μετά τα χουντικά γλέντια των δικτατόρων.
Η επανεγκαθίδρυση του ρεμπέτικου πέραν της καλλιτεχνικής αξίας του γεγονότος, αποτελεί την πρώτη προσπάθεια μεταδικτατορικής μετάβασης από τη συλλογική στην ατομική πολιτισμική κατανάλωση. Το κοινό που μετά την αποκατάσταση του πολιτεύματος έχει πολιτικοποιήσει τον πολιτισμό συμμετέχοντας προσωπικά αποστασιοποιημένο σε συναυλίες συμπαράστασης ή διαμαρτυρίας, εκπαιδεύεται εκ νέου στη διασκέδαση. Η Οπισθοδρομική Κομπανία των Σφακιανάκη, Εμμανουηλίδη, Στρατηγόπουλου κι Εξαρχάκου με τραγουδίστρια την Ελευθερία Αρβανιτάκη και σπουδαίες συνεργασίες στο ενεργητικό του σαν σχήμα, περιοδευει στις ταβέρνες των αστικών κέντρων και της επαρχίας εκπαιδεύοντας τους θαμώνες στη συμμετοχή. Οι Έλληνες αρχίζουν ξανά να τραγουδούν και να χορεύουν, αποβάλλοντας σιγα-σιγα την πνευματική αναπηρία που έχει αφήσει πίσω της η χούντα.
Σημείο σταθμό για την αποκατάσταση και την εξιδανίκευση του ρεμπέτικου από την προοδευτική πολιτισμική πτέρυγα, αποτελεί και η πολυβραβευμένη ομώνυμη ταινία του Κώστα Φερρή και της Σωτηρίας Λεονάρδου που βγαίνει στις κινηματογραφικές αίθουσες το 1983, γνωρίζοντας θερμή υποδοχή. Το soundtrack της ταινίας περιλαμβάνει ιστορικά κομμάτια όπως τα «Στου Θωμά», «Καίγομαι, καίγομαι», «Μπουρνοβαλιά», «Το δίχτυ» και «Μάνα μου Ελλάς» και διαγράφει εξίσου εντυπωσιακή πορεία, ξεπερνώντας σε πωλήσεις τα 200 χιλιάδες αντίτυπα. Το «Ρεμπέτικο» πραγματεύεται την πολυτάραχη ζωή της θρυλικής ρεμπέτισσας Μαρίκας Νίνου, μπλέκοντας πραγματικά και μυθοπλαστικά γεγονότα, που σκιαγραφούν τη μυθική διάσταση της λαϊκής κουλτούρας του μουσικού αυτού ρεύματος που φέρει στα μετόπισθεν μια διαφορετική από τη δεδομένη για την εποχή φιλοσοφία ζωής.
Το πάρτυ αποκατάστασης της διασκέδασης
Εννέα χρόνια ακριβώς μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας, στις 25 Ιούλιου του 1983, αποκαθιστάται οριστικά και αμετάκλητα η άτυπη συλλογική αυτολογοκρισία στη διασκέδαση και η ενοχή για την ευδαιμονία, με το Πάρτυ στη Βουλιαγμένη. Κάτω από την καλοκαιρινή πανσέληνο, η σοβαροφάνεια της πολιτικοποιημένης μουσικής δράσης της πρώτης περιόδου της Μεταπολίτευσης περνά στην ιστορία, ανοίγοντας τον δρόμο για πιο ανέμελη και προσανατολισμένη στην μονάδα μουσική πρόταση.
Το Πάρτυ που λαμβάνει χώρα στην πλαζ της Βουλιαγμένης δεν έχει το αυστηρό στήσιμο των μεταπολιτευτικών συναυλιών που έλαβαν χώρα σε γήπεδα και μεγάλα θέατρα. Ο οικοδεσπότης Λουκιανός Κηλαηδόνης, μαζί με τον Διονύση Σαββόπουλο, τον Γιώργο Νταλάρα, τον Βαγγέλη Γερμανό, την Αφροδίτη Μάνου, την Μαργαρίτα Ζορμπαλά, την Νέλλη Σεμιτέκολο, την Μαντώ, την Λία Βίσση και τους Μπιγκ Μπάντ καταφθάνουν με βάρκες στην πλωτή σκηνή που έχει στηθεί, ενώ τον ουρανό φωτίζουν πυροτεχνήματα. Το πάρτυ κινηματογραφείται, αναγκάζοντας τους συντελεστές να ακολουθήσουν τον απαιτητικό κι ακριβή σχεδιασμό που απαιτεί η τηλεοπτική παραγωγή και η κοινωνία του θεάματος, που κάνει το ντεμπούτο της. Αν και τα εισιτήρια που κόπηκαν είναι περίπου 25 χιλιάδες, οι συμμετέχοντες στο πολιτισμικό γεγονός που σημάδεψε τη δεκαετία του '80, υπολογίζονται μεταξύ 50 και 80 χιλιάδων. Αυτή τη φορά δεν κάθονται αυστηρά στριμωγμένοι σε κερκίδες, αλλά τραγουδούν, χορεύουν, κολυμπούν, παίζουν ρακέτες και χαζεύουν αγκαλιά το φεγγάρι ξαπλωμένοι στην αμμουδιά, υπό τους ήχους μιας μοντέρνας μουσικής που παντρεύει, μέχρι πρότινος αποφευκταία ροκ και παραδοσιακά στοιχεία. Πρόκειται για ένα ενδιαφέρον κοινό που δεν έχει πολιτικά ή ταξικά χαρακτηριστικά ομοιογένειας αλλά μόνο κοινό γνώρισμα τη δίψα για την απελευθέρωση της διασκέδασης.
Χαρακτηριστικό της αμηχανίας με την οποία το κατεστημένο της εποχής αντιμετωπίζει το νέου αυτού τύπου δρώμενο είναι η αδυναμία του Τύπου των ημερών να περιγράψει το γεγονός, πέφτοντας στην παγίδα να χρησιμοποιήσει κλισέ πολιτικούς όρους όπως «κοσμοπλημμύρα» ή «λαοθάλλασα». Φαίνεται πως ακόμα δεν έχουν ωριμάσει οι συνθήκες που θα διαχωρίσουν τη μαζική πολιτισμική διαντίδραση από την πολιτική της χροιά, όμως οι από τα κάτω ζυμώσεις στέλνουν ακριβώς το αντίθετο μήνυμα.
I Love Rock N' Roll
Με τη ροκ μουσική να εισάγεται μεν από το 1950 στην Ελλάδα, αλλά να αποτελεί άκουσμα για ένα κλειστό προοδευτικό κύκλο που απορρίπτει εν γένει την ελληνική μουσική παραγωγή και παράδοση, το είδος αντιμετωπίστηκε τα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια με επιφύλαξη καθώς θεωρήθηκε αφενός αντιλαϊκό, αφετέρου φιλο-δυτικό. Οι συναυλίες και πολύ περισσότερο τα ροκ φεστιβάλ ήταν γεγονότα άγνωστα για την Ελλάδα, που μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του '80 δεν είχε να επιδείξει καν εγχώρια ροκ παραγωγή. Η έκρηξη του punk και του new wave που επηρρέσαν σε παγκόσμιο επίπεδο τα μουσικά δρώμενα όμως, έμελλε να κινητοποιήσει την απαρχή της εγχώριας Ανεξάρτητης Ροκ Σκηνής που υϊοθέτησε γνωρίσματα κοινωνικής και πολιτικής κριτικής, πολύ διαφορετικά όμως από αυτά της πρώιμης Μεταπολίτευσης. Η προοδευτική Αριστερά και οι αντιεξουσιαστικοί πυρήνες που άφηναν σιγά-σιγά πίσω τις πληγές της δικτατορίας αγκάλιασαν το είδος μόλις στις αρχές της δεκαετίας του '80, καθιστώντας το Κύταρρο στην Αθήνα και το Μπερλίν στη Θεσσαλονίκη σε τόπους συνάντησης των προοδευτικών πολιτικά και κοινωνικά νέων της εποχής, που έσπαγαν τους δεσμούς με το πρότινος κατεστημένο.
Το 1982 διοργανώνεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στο γήπεδο του Σπόρτινγκ το πρώτο μικρής εμβέλειας φεστιβάλ όπου εμφανίζονται οι Birthday Party, Fall και New Order. Είναι ο προπομπός για το μεγάλο event που θα ακολουθήσει τρία χρόνια αργότερα, όταν η τότε κυβέρνηση, με υπουργό Πολιτισμού τη Μελίνα Μερκούρη, δέχεται κριτική για τον απομονωτισμό της από την Ευρώπη και εισάγωντας τον θεσμό της ευρωπαϊκής πολιτισμικής πρωτεύουσας διοργανώνει στις 26 και 27 Ιουλίου του 1985 το διεθνούς εμβέλειας φεστιβάλ Rock in Athens. Αστραφτερά ονόματα και σχήματα της παγκόσμιας μουσικής σκηνής όπως οι Class, οι Stranglers, οι Cure, οι Depeche Mode, οι Talk Talk, οι Telephone, οι Culture Club και η Nina Hagen δίνουν το παρόν στο κατάμεστο Καλλιμάρμαρο, μαθαίνοντας το ελληνικό κοινό να ακούει εξεγερσιακό punk, δυναμικό ροκ αλλά και ελαφρύ british pop, την ίδια μάλιστα εποχή που η επίσημη πολιτεία έχει θέσει σε εφαρμογή την επιχείρηση «Αρετή» ενάντια στην ανήσυχη αντιεξουσιαστική νεολαία των Εξαρχείων. Πρόκειται για ένα γεγονός μεγάλης πολιτισμικής σημασίας καθώς τίθενται τα θεμέλια της εισαγωγής μαζικού πολιτισμού ενώ για πρώτη φορά τίθεται επί τάπητος το ζήτημα της κρατικής παρέμβασης στη διαχείριση του ελεύθερου χρόνου και τς μαζικής πολιτισμικής κατανάλωσης.
Στις 3 Οκτωβρίου του 1988, το ελληνικό κοινό, εκπαιδευμένο πια στα ξενόφερτα ακούσματα, έχει την ευκαιρία να δει επι σκηνής στο Ολυμπιακό Στάδιο της Αθήνας την ιστορική συναυλία της Διεθνούς Αμνηστίας για τα 40 χρόνια από την υπογραφή της Οικουμενικής Διακύρηξης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα. Bruce Springsteen, Peter Gabriel, Sting, Tracy Chapman, Youssou’n’Dour και Έλληνας guest ο Γιώργος Νταλάρας είναι τα μεγάλα ονόματα που απο το μεσημέρι μεχρι τα μεσάνυχτα ξεσηκώνουν για καλό σκοπό πάνω από 80.000 θεατές. Πρόκειται για την πρώτη συναυλία με σαφές πολιτικό έρεισμα, μετά από αυτές της πρώτης περιόδου της Μεταπολίτευσης, που απευθυνόταν σε μια γενιά που πλέον θεωρούσε αδιαπραγμάτευτη τη δημοκρατία όμως και τα πολιτικά της διακυβεύματα ήταν πολύ πιο εξωγενή κι αόριστα από τα διακυβεύματα της πρώτης μεταπολιτευτικής εποχής.
Στο μεταξύ οι κοινωνικές και πολιτικές ζυμώσεις ανδρώνουν την ανάγκη μιας ελληνικής ροκ σκηνής που θα αποτινάξει τον αστισμό, τα στερεότυπα και τον λαϊκισμό που μέχρι τωρα εξέφραζαν το ρεμπέτικο, το λαϊκό και το πολιτικό τραγούδι. Αυτόνομες και αυτοχρηματοδοτούμενες δισκογραφικές εταιρείες ξεκινούν από τις αρχές της δεκαετίας του '80 να κάνουν την εμφάνιση τους, λειτουργώντας κόντρα στην εμπορευματοποίηση με οδηγό την έμπνευση για εναλλακτική μουσική σκέψη. Η ροκ μουσική παραγωγή είναι θεαματική. Κλασικοί ροκ καλλιτέχνες όπως ο Παύλος Σιδηρόπουλος, ο Δημήτρης Πουλικάκος, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου και ο Νικόλας Άσιμος, εμφανίζονται παράλληλα με punk μπάντες όπως οι Γενιά του Χάους, Panx Romana και Γκουλάγκ. Την ίδια στιγμή την post punk σκηνή εκφράζουν καλύτερα από καθένα άλλο οι αξεπέραστες Τρύπες με επικεφαλής τον Γιάννη Αγγελάκα, ενώ τη garage εκπροσωπούν τα Μωρά στη Φωτιά και οι Last Drive, το psychedelic οι Purple Overdose και ένα είδος ιδιότυπου σαρκαστικού ροκ ο Τζίμης Πανούσης με τις Μουσικές Ταξιαρχίες, ο Γιάννης Γιοκαρίνης, ο Γιάννης Μηλιώκας, ο Σάκης Μπουλάς και ο Γιάννης Ζουγανέλης.
Ζήτω το ελληνικό... έντεχνο τραγούδι
Ήταν μόνο 19 εκπομπές, αλλά ήταν αρκετές για να αναδείξουν τη νέα ποιοτική μουσική σκηνή των μέσων της δεκαετίας του '80. Ο Διονύσης Σαββόπουλος μέσα από την εκπομπή Ζήτω το Ελληνικό Τραγούδι, που παρουσίαζε στην κρατική τηλεόραση τις τηλεοπτικές σεζόν 1986-1987 κατάφερε να αναδείξει νέους καλλιτέχνες και δημιουργούς που έκαναν τα πρώτα τους βήματα αλλά και ήδη καταξιωμένους καλλιτέχνες και μέσα από την ιδιαίτερη προσωπικότητα του βρήκε τον τρόπο να παντρέψει το έντεχνο με το ροκ και το παραδοσιακό με το λαϊκό προτείνοντας υβριδιακές μίξεις που θα δημιουργούσαν νέα ρεύματα στη μεταπολιτευτική μουσική. Οι πιο ενδιαφέρουσες συνεργασίες ηχογραφήθηκαν στον ομώνυμο με την εκπομπή διπλό δίσκο, με τη συμμετοχή καλλιτεχνών όπως η Δήμητρα Γαλάνη, η Ελένη Βιτάλη, ο Λουκιανός Κηλαηδόνης, ο Νίκος Παπάζογλου, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, η Ελευθερία Αρβανιτάκη, οι Φατμέ, κα.
Οι απαρχές του έντεχνου τραγουδιού εντοπίζονται στις αρχές της δεκαετίας του 1950. Ο Μίκης Θεοδωράκης ορίζει το έντεχνο λαϊκό τραγούδι ως «ένα σύγχρονο σύνθετο μουσικό έργο τέχνης που θα μπορεί να αφομοιωθεί δημιουργικά από τις μάζες». Αφετηρία της προσπάθειας αυτής είναι ο «Επιτάφιος» σε ποίηση Ρίτσου, για τον οποίο ο Θεοδωράκης αναφέρει: «δεν είναι τίποτε άλλο παρά το πάντρεμα ανάμεσα στη σύγχρονη ελληνική μουσική και στη σύγχρονη ελληνική ποίηση». Ως αποτέλεσμα δημιουργείται μια παράδοση μελοποιημένης ποίησης που ονομάζεται «έντεχνο τραγούδι», που μετά τη Μεταπολίτευση με την ανάγκη για τραγούδι που θα βρίθει νοημάτων πέραν της πολιτικής και παράλληλα θα μπορεί να ταξιδεύει από τη συλλογική ταυτότητα στην ατομική, απογειώνεται. Το έντεχνο περιορίζεται βέβαια πολλές φορές σε μία εσωστρέφεια και λυρικότητα που δυσκολεύει την αποστολή του.
Σημαντικοί συνθέτες που υπηρετούν το έντεχνο είναι οι Μίκης Θεοδωράκης, Μάνος Χατζηδάκις, Σταύρος Ξαρχάκος, Γιάννης Μαρκόπουλος, Θάνος Μικρούτσικος, Μάνος Λοΐζος, Δήμος Μούτσης, Χρήστος Λεοντής, Δημήτρης Λάγιος, Νίκος Μαμαγκάκης και από πλευράς στιχουργών οι Λευτέρης Παπαδόπουλος, Μάνος Ελευθερίου, ο Μανώλης Ρασούλης και Τάσος Λειβαδίτης. Από πλευράς ερμηνευτών σε ιέρειες του έντεχνου αναδεικνύονται οι Χάρις Αλεξίου, η Δήμητρα Γαλάνη, η Άλκιστις Πρωτοψάλτη, η Μαρία Φαραντούρη, η Μαρία Δημητριάδη, η Φλέρυ Νταντωνάκη, η Αλίκη Καγιαλόγλου, η Μαρίζα Κώχ, η Νάνα Μούσχουρη κ.ά., ενώ σημαντική πορεία καταγράφουν οι Γιώργος Νταλάρας, Μανώλης Λιδάκης, Αλκίνοος Ιωαννίδης, Ορφέας Περίδης, Σωκράτης Μάλαμας, Μίλτος Πασχαλίδης, Θανάσης Παπακωνσταντίνου, κα.
Όλα τα μωρά στην πίστα
Υπήρχαν από τη δεκαετία του '30 και επί το πλείστον λειτουργούσαν ως μπαρ-κονσομασιόν, όπου ο πελάτης πλήρωνε ένα φιξ ποσό για ένα κακής ποιότητας ποτό, ένα ακόμα πιο κακής ποιότητας πιάτο φαγητό και τη συντροφιά κάποιας wanna be λαϊκής καλλιτέχνιδας. Τα σκυλάδικα επανήλθαν δυναμικά στο προσκήνιο από τα τέλη της δεκαετίας του '70 καθρεφτίζοντας σε μεγάλο βαθμό την κουλτούρα του νεοέλληνα, όπως αυτή διαμορφώθηκε από τη Μεταπολίτευση και ύστερα. Ανοιγμένες σαμπάνιες θυσία στα πόδια δευτεροκλασάτων τραγουδιστριών τύπου barbie, μπουκάλια με ουίσκι, υπερμεγέθη πούρα, σπασμένα πιάτα και δίσκοι με γαρύφαλλα, τσιφτετέλι πάνω στα τραπέζια, υπό τους ήχους εύπεπτων καψουροτράγουδων με θέμα τον υπέρτατο έρωτα, το μέχρι τρέλας πάθος, την αμαρτία, το χρήμα, τη δόξα και τη νύχτα που όλα επιτρέπονται, συνθέτουν το σκηνικό της νεοελληνικής λαϊκής διασκέδασης. Λαϊκοί τραγουδιστές που μεσουράνησαν προ χούντας όπως οι Στράτος Διονυσίου, Μανώλης Αγγελόπουλος, Τόλης Βοσκόπουλος, Καίτη Γκρέυ, Δούκισσα, Μαρινέλλα, Λίτσα Διαμάντη, κα, αποσύρονται σιγά-σιγά από τις πίστες των μεγάλων μαγαζιών για να πάρουν τη θέση τους οι πρωταγωνιστές των σκυλάδικων της εθνικής οδού, όπως ο Λευτέρης Πανταζής, ο Σταμάτης Γονίδης, η Κατερίνα Στανίση και η Άντζελα Δημητρίου, αλλά και λαϊκο-ποπ είδωλα από το 1990 κι ύστερα.
Τα νέα είδωλα ενσαρκώνουν αυτό που ο νεοέλληνας των αρχών της δεκαετίας του '80 θέλει να πιστεύει ότι έχει γίνει. Η λαϊκή καταγωγή θάβεται και τη θέση της παίρνει η φαντασίωση της νεόπλουτης γυναίκας με τα επώνυμα ρούχα και τα φανταχτερά κοσμήματα και του άντρα με το ακριβό κάμπριο και τη δυνατότητα να αγοράσει με το στάτους του όποια γυναίκα θέλει. Αυτό είναι άλλωστε το πρότυπο ζωής που τα αστέρια της πίστας προβάλλουν στα βίντεοκλιπ τους, που έχουν κατακλύσει την ιδιωτική τηλεόραση βοηθώντας τη δημοφιλία των προαναφερόμενων, αλλά και στα lifestyle περιοδικά. Το δήθεν αποθεώνεται. Η μουσική δεν ακολουθεί πια τις τάσεις της δημιουργίας αλλά τις τάσεις της αγοράς. Πρέπει να πουλάει, να είναι γρήγορη, εύκολη στην κατανάλωση. Κανένας δεν νοιάζεται για το αν «το φθηνό το κρέας τα σκυλιά το τρώνε». Τα σκυλάδικα άλλωστε είναι ένας χώρος μαζικά οικείος...
Σε πολιτική αναλογία, η άνοδος του ΠΑΣΟΚ και οι κοινωνικές παροχές της πρώτης τετραετίας μεταφράζονται από τον μέσο Έλληνα ως ευκαιρία για ευδαιμονία που εκδηλώνεται με την καταναλωτική επιδειξιομανία σε όλους τους τομείς. Το να «τα σπας» στα μπουζούκια σε κάνει μέρος της κοινωνίας της ευμάρειας, προσδίδοντας στο υποκείμενο την ταυτότητα της κοινωνικής ανόδου, που λόγω της πολυτάραχης σύγχρονης ελληνικής ιστορίας έμεινε καταπιεσμένη επί πολλά χρόνια. Η ηγεσία άλλωστε του σοσιαλιστικού κόμματος θα προπαγανδίσει την κουλτούρα της πίστας. Ποιός ξεχνάει άλλωστε τον Ανδρέα Παπανδρέου να χορεύει το «Αυτός ο άνθρωπος» ερμηνευμένο από τη Ρίτα Σακελαρίου, τον Ευάγγελο Γιαννόπουλο να κάνει πολιτικές δηλώσεις εξερχόμενος από τα Αστέρια, αλλά και τον μετέπειτα πρωθυπουργό Γιώργο Παπανδρέου να βαδίζει στα χορευτικά βήματα του πατέρα του;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου